Η αντίστροφη πορεία του χρόνου


Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ν. ο ανελκυστήρας θα βρισκόταν μπροστά του σε έξι δευτερόλεπτα. Υπήρχαν μέρες που τα συρματόσχοινα του χαλύβδινου κουβούκλιου με τις μεγάλες γυάλινες επιφάνειες γλιστρούσαν πιο γρήγορα στις τροχαλίες. Μέρες ζεστές που ευνοούσαν την τριβή. Η σημερινή δεν ήταν μια από αυτές. Φλεβάρης μήνας κι ο κόσμος ετοιμαζόταν να βάλει μάσκες, να ντυθεί με χρώματα, να φορέσει ρούχα από άλλες εποχές και να υποδυθεί ένα άλλο ρόλο, διαφορετικό από αυτόν που υποδυόταν καθημερινά.
Ο Ν. μπήκε στον ανελκυστήρα με δύο άντρες. Αν έφθαναν μέχρι τον τρίτο όροφο θα πρόφταινε να καταγράψει αρκετές λεπτομέρειες στο μυαλό του. Τόσες όσες θα χρειαζόταν για να δημιουργήσει στο τεφτεράκι του το προφίλ τους. Σε κάθε περίπτωση κι ο ίδιος δεν θα κατέβαινε πριν το τέλος της διαδρομής. Μόλις θα άνοιγαν οι πόρτες θα έτρεχε στην άλλη άκρη του ορόφου, σε ένα σημείο όπου μαζεύονταν υπάλληλοι απ’ τα γύρω μαγαζιά για να καπνίσουν και εκεί θα άνοιγε το μπλοκάκι του και με ένα μισοτελειωμένο κάρβουνο θα σχεδίαζε το σκαρίφημα του καθενός· σε ένα μικρό μπαλκόνι απ’ όπου μπορούσε κανείς να χαζέψει το πάρκο που βρισκόταν απέναντι. Τέτοια ώρα, μεσημεράκι ήταν, γέμιζε με μητέρες, καρότσια με μωρά και παιδιά που μόλις είχαν σχολάσει. Ο Ν. αισθάνθηκε μια μικρή αδιαθεσία. Το κεφάλι του βάρυνε, ζαλίστηκε. Ο αυχένας του, του δημιουργούσε συχνά πυκνά προβλήματα. Ακούμπησε για λίγο πάνω στο τζάμι και έπειτα συνήλθε.
Ο Ν. ήταν άνεργος εδώ και κάμποσα χρόνια. Είχε απολυθεί από μια εταιρία δημοσκοπήσεων και λίγο πιο πριν από ένα λογιστικό γραφείο. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε λάθος, κάποιο σφάλμα που να είχε στοιχίσει χρήμα ή πελάτες. Και στις δυο περιπτώσεις δεν υπήρχε οκνηρία ή αδιαφορία. Ο Ν. εισέπραττε μόνο κολακευτικά σχόλια κι ένα πενιχρό μισθό. Ήταν μια σκιά που διεκπεραίωνε επιμελώς τη δουλειά του. Δεν παραπονιόταν για τίποτα και κανένα. Η ζωή του ξεκινούσε ουσιαστικά το απόγευμα όταν μετά από ένα ζεστό μπάνιο, έβγαινε για μια βόλτα στην πόλη παρέα με το μπλοκάκι του και με τα μισοτελειωμένα κάρβουνά του.
Ο Ν. διάλεγε αστικές τοποθεσίες που του προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Κτήρια ή κατασκευές με έντονο γεωμετρικό προφίλ. Δραματικές κλήσεις, οξύρρυγχες συνθέσεις, τρίγωνα από μπετόν και στοιχεία της φύσης, εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι μουσείων. Σε κάθε μέρος περνούσε αρκετό καιρό, το επισκεπτόταν ξανά και ξανά μέχρις ότου νοιώσει ότι ήταν κι αυτός ένα αναπόσπαστο μέλος του και ξεκινήσει να το σκιτσάρει στο μπλοκάκι του. Πρώτα τις φόρμες κι έπειτα τα πρόσωπα που παρατηρούσε ότι επαναλαμβανόντουσαν σε κάθε του επίσκεψη. Μετά επέστρεφε στο σπίτι κι ετοίμαζε με μεγάλη φροντίδα τον χώρο στον οποίο θα τοποθετούσε τα γεμάτα σκίτσα σημειωματάρια του. Είχε κατασκευάσει μια μικροσκοπική βιβλιοθήκη από πεπιεσμένο χαρτί, η οποία με τα χρόνια γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη με τις επεκτάσεις που της προσέθετε. Τα πολύχρωμα σημειωματάρια με το σκληρό πλαστικό εξώφυλλο που έμοιαζε με δέρμα περιείχαν ασπρόμαυρα πορτρέτα κι απεικονίσεις από την Ελλάδα και την Ιταλία. Ο Ν. επισκεπτόταν συχνά τη γειτονική χώρα όπου διέμενε η αδελφή του φροντίζοντας να έχει πάντα μαζί του τα ‘εργαλεία’ για να εξασκήσει την αγαπημένη του ενασχόληση. Τα ταξίδια σταμάτησαν με την απώλεια της τελευταίας του δουλειάς στην εταιρία δημοσκοπήσεων.
Ο Ν. αισθανόταν ότι στο φτωχικό του διαμέρισμα τον περίμενε πάντα μια μεγάλη οικογένεια. Οι φίλοι του, οι έρωτες του, τα αγαπημένα του μέρη, οι συνήθειες του. Ο μικρόκοσμος με τις μαύρες καλλιτεχνικές μουτζούρες ήταν σαν τις ιστορίες που του άρεσε να φτιάχνει όταν ήταν μικρός, κάθε που έσβηνε το φως και το παιδικό του δωμάτιο βυθιζόταν στο σκοτάδι. Τότε, που για να ξορκίσει τον φόβο που του προκαλούσαν οι σκιές που βουτούσαν απ’ το παράθυρο και απλώνονταν στα παιχνίδια που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα μπροστά απ’ το κρεβάτι, σκάρωνε παραμυθάκια με τους πρωταγωνιστές της ημέρας. Άλλοτε τους συμμαθητές του, τη δασκάλα του κι άλλοτε περαστικούς, πλανόδιους πωλητές, κι ότι άλλο είχε καταγράψει το μικρό του μυαλουδάκι εκείνη τη μέρα.
Έτσι και τώρα ο ‘καρβουνιασμένος’ κόσμος είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης του αφήνοντας κάποια μικρά παράθυρα απ’ όπου έμπαινε το σκληρό φως της πραγματικότητας. Ένα αναγκαίο κακό για την στοιχειώδη ισορροπία της ύπαρξης του. Υπήρχε κι ένα κομμάτι απ’ αυτήν που δεν είχε όπως οι περισσότεροι άνθρωποι καταφέρει να βολέψει στο μυαλό του. Κι αυτό δεν ήταν άλλο απ’ το τέλος της. Έψαχνε να βρει τη λύση του μυστηρίου, αυτή που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει, κι η καρδιά του σφιγγόταν όταν σκεφτόταν το πέρασμα στην άλλη όχθη. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι το μαύρο που τόσο αγαπούσε θα γέμιζε κάποια μέρα απ’ άκρη σ’ άκρη το σημειωματάριο της ζωής του κι ότι ο ίδιος δεν θα έβγαινε ποτέ πια στο φως. Με την απώλεια της δουλειάς του πολλαπλασιάστηκαν οι ελεύθερες ώρες και το μυαλό του επανερχόταν συχνά πυκνά σ’ αυτό το αδιέξοδο.
Εκείνο το μεσημέρι, δύο δευτερόλεπτα μετά την επιβίβασή του στον ανελκυστήρα, έγινε διακοπή ρεύματος. Η καμπίνα ακινητοποιήθηκε μεταξύ δεύτερου και τρίτου ορόφου. Ο ένας απ’ τους δύο άντρες έψαξε τις τσέπες του για να βρει το κινητό του. Ήταν ήδη εκνευρισμένος μ’ αυτή την αναπάντεχη εξέλιξη. Είτε υπήρχαν, είτε όχι άλλοι μαζί του, δεν έμοιαζε να έχει καμία σημασία.
Στην άλλη άκρη της γραμμής κάποιος ή κάποια υπέμενε τις σύντομες αγχωμένες φράσεις του. ‘Να πάρεις αμέσως την πυροσβεστική. Θα τρελαθώ εδώ μέσα. Έχω συνάντηση σε λίγα λεπτά. Κι άμα κλείσουν οι πόρτες δεν πρόκειται να ξανανοίξουν παρά μονάχα όταν θα ’χει τελειώσει. Και τότε θα είναι πολύ αργά. Θα την έχω χάσει τη δουλειά, καταλαβαίνεις;’ Ο άλλος άντρας είχε γυρίσει το κεφάλι του και κοιτούσε τον Ν. μειδιώντας. ‘Πόσο εύκολα χάνουμε τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια μας’ του είπε κοιτάζοντας με νόημα προς τα κάτω, στο διάφανο πάτωμα απ’ όπου μπορούσε να δει κανείς επισκέπτες του εμπορικού κέντρου να πηγαινοέρχονται. ‘Μια μικρή αναποδιά αρκεί πολλές φορές για αυτό που νομίζουμε ότι είναι η καταστροφή. Βιάζεσαι και εσύ μήπως;’
‘Όχι, καθόλου θα έλεγα’ του απάντησε κάπως χλιαρά ο Ν. που φαινόταν να έχει απαλλαχθεί απ’ την ζαλάδα του. Δεν του είχε κάνει και πολλή καλή εντύπωση το ότι ο ψηλός άντρας με τα βόρεια χαρακτηριστικά του είχε απευθύνει το λόγο στον ενικό. Η καμπίνα ξεκίνησε ξαφνικά και πάλι, αλλά σχεδόν αμέσως μετά σταμάτησε με ένα δυνατό τράνταγμα. Απ’ το τσαντάκι που είχε περασμένο στη μέση του γλίστρησε το μικρό του σημειωματάριο και βρέθηκε στο γυάλινο δάπεδο, δίπλα ακριβώς απ’ τα πόδια του μεγαλόσωμου άντρα. Εκείνος έκανε ένα βαθύ κάθισμα για να το πιάσει πριν καλά-καλά προλάβει να σκύψει ο Ν. και το άνοιξε αδιάκριτα σε μια σελίδα πριν του το δώσει. ‘Ω, μα πολύ ενδιαφέρον’ αναφώνησε. ‘Ζωγράφος είσαι;’ Του είπε αποκαλύπτοντας με ένα πλατύ χαμόγελο μια ολόλευκη οδοντοστοιχία. Ο Ν. έπρεπε να απαντήσει παρόλο που δυσανασχετούσε που κάποιος που μόλις είχε γνωρίσει έριχνε μια ματιά στην ιδιωτική του ζωή. Δεν θυμόταν πάντως να έχει αφήσει ανοιχτό το φερμουάρ της μπροστινής θήκης όπου φύλαγε το τεφτέρι του.
‘Όχι ακριβώς’ είπε ενοχλημένα και έκανε να το πάρει πίσω. Ο άντρας το κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα κοιτάζοντας τον επίμονα και μετά του το έδωσε.
‘Ξέρεις; Μου ’ρθε μια ιδέα’. Εκείνη τη στιγμή το ηλεκτρικό ρεύμα επανήλθε και η καμπίνα ξεκίνησε και πάλι την ανοδική της πορεία. Ο άλλος άντρας που βρισκόταν μαζί τους, είχε ήδη πατήσει το κουμπί του τελευταίου ορόφου μόλις αντιλήφθηκε ότι ο πίνακας ελέγχου είχε φωτιστεί και πάλι. Όλο αυτό το διάστημα δεν πρέπει να είχε πάρει το βλέμμα του από πάνω του. Σε λίγο βρέθηκαν κι οι τρεις στον διάδρομο του τελευταίου ορόφου που ήταν γεμάτος από εμπορικά καταστήματα και εταιρικά γραφεία.  ‘Λοιπόν; Σε ενδιαφέρει να σου πω; Θα βγάλεις καλά λεφτά αν μας το εγκρίνουν’.
Ο Ν. έψαχνε να βρει τι ήταν αυτό που θα μεταμόρφωνε στα μάτια του τον άγνωστο σε μια σπουδαία ευκαιρία που του είχε πετάξει η τύχη απ’ το πουθενά. Το ντύσιμό του, τα συνηθισμένα χαρακτηριστικά, οι ανώδυνες κινήσεις του δεν θα τον έκαναν να ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που θα καθόταν να σκιτσάρει λίγο πιο μετά, όταν πια θα είχαν τελειώσει ότι ήταν να πούνε κι ο καθένας θα τραβούσε τον δρόμο του.
‘Να μας εγκρίνουν τι ακριβώς;’ Τον ρώτησε.
‘Αν έχεις λίγο χρόνο θα σου εξηγήσω. Τομ με λένε, πάμε να πιούμε μια μπύρα; Απ’ ότι μου είπες πριν δεν βιάζεσαι’. Κάθισαν σε ένα μικρό καφέ στην άκρη του διαδρόμου.
‘Να υποθέσω ότι υπάρχουν κι άλλα σημειωματάρια σαν κι αυτό; Πίνακες ίσως;’
‘Πίνακες όχι. Μόνο σημειωματάρια. Αλλά πες μου, γιατί σε ενδιαφέρουν τόσο πολύ;’
‘Είμαι ηθοποιός. Σε λίγο καιρό θα ξεκινήσουν τα γυρίσματα μιας ταινίας που πρωταγωνιστώ. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας νευροχειρουργός, ο Πήτερ, ένας μοναχικός άνθρωπος αφοσιωμένος στην επιστήμη του, παθιασμένος, που επιθυμεί διακαώς με την έρευνα του να δώσει απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αλλά πιο πολύ σε ένα: το τι γίνεται μετά’
‘Μετά;’
‘Αφού φύγουμε απ’ τη ζωή. Για να βρίσκει κάποια ισορροπία μέσα στον κόσμο στον οποίο κινείται, ένα συνδετικό κρίκο με την πραγματικότητα, σκιτσάρει πρόσωπα και πράγματα. Να, καλή ώρα όπως εσύ. Και τα εκθέτει σε τακτά χρονικά διαστήματα σε διάφορες αίθουσες τέχνης, προσκαλώντας ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεται, στις μοναδικές εκδηλώσεις στις οποίες μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει μαζί του χωρίς να χρειάζεται να μιλάει για τις έρευνες του και την πρόοδο τους. Βέβαια, όπως πάντα σε τέτοιες ιστορίες υπάρχει και κάτι άλλο. Κάτι που πρέπει να κρατήσει το θεατή στη θέση του για να μη φύγει στο διάλειμμα. Κι αυτό το κάτι δεν είναι άλλο από ένα έρωτα. Ένα έρωτα ανομολόγητο. Νομίζω ότι ήδη θα ’χεις καταλάβει για ποιο λόγο έδειξα ενδιαφέρον για τα σκίτσα σου.’
‘Προφανώς για να τα χρησιμοποιήσεις σαν έτοιμο υλικό για την ταινία’ του είπε ο Ν.
‘Ακριβώς. Πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης θα ενθουσιαστεί με την ιδέα. Μετά βέβαια θα πρέπει να πείσουμε και τον παραγωγό αλλά δεν μπορεί, θα τη βρούμε την άκρη. Φτάνει να θέλεις. Ασφαλώς θα συζητηθεί και η αμοιβή σου’.
‘Με τη γυναίκα τι γίνεται;’ τον ρώτησε ο Ν.
‘Χαίρομαι που αυτά που σου  είπα σου προξένησαν το ενδιαφέρον. Αυτό θα πει ότι είσαι θετικά προδιατεθειμένος. Κοίτα τι θα κάνουμε λοιπόν. Πάρε αυτά’ του λέει και βγάζει κάποια διπλωμένα χαρτιά από το σακίδιο του ‘και διάβασε την ιστορία. Εγώ πρέπει να φύγω. Έχω ένα ραντεβού με τον ατζέντη μου. Θα του μιλήσω και για σένα επί τη ευκαιρία. Τα λέμε αργότερα.’ Ο Τομ άφησε τον Ν. στο καφέ και χάθηκε πίσω από δύο μεγάλες γυάλινες πόρτες που βρισκόντουσαν ακριβώς απέναντι απ’ το τραπεζάκι στο οποίο είχαν καθίσει.
Το κείμενο ήταν φωτοτυπίες απ’ το δακτυλογραφημένο πρωτότυπο. Δεν υπήρχε τίτλος, μονάχα αρίθμηση σελίδων. Ό Ν. έπιασε να το διαβάσει απ’ την αρχή:
‘Υπήρχαν τρία σημεία. Στο πρώτο:’
‘Μια γυναίκα κάθεται πίσω από ένα παράθυρο σε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα και κοιτάζει έξω, μακριά, προς τη θάλασσα. Είναι πολύ σκληρό να βλέπεις κάποιον που δε γνώρισες’ μουρμουράει. Πίστευε ότι ύστερα από τόσους μήνες όλα είχαν υποχωρήσει σιγά-σιγά στο πίσω μέρος του μυαλού της και τίποτα δεν μπορούσε να της φέρει τον ενθουσιασμό και τη λαχτάρα του πρώτου καιρού. Τότε, που αλληλογραφούσε με έναν άγνωστο. Τότε, που τα ζεστά μεσημέρια ξάπλωνε στο άδειο συζυγικό κρεβάτι και ταξίδευε ηδονικά στην οθόνη του ταβανιού. Η σχέση με τον Πήτερ ήταν απ’ την αρχή καταδικασμένη. Κανείς απ’ τους δυο δεν είχε σκοπό να θυσιάσει την οικογενειακή του γαλήνη για ένα καπρίτσιο που είχε ξεκινήσει με χαρτί, μελάνι και λέξεις και συνεχιζόταν μ’ αυτό τον τρόπο για μήνες. Ενενήντα μέρες πάθους κι άλλες τόσες όπου αυτό έσβηνε καθώς η αλληλογραφία αραίωνε, το χαρτί, το μελάνι και οι λέξεις λιγόστευαν. Ο Πήτερ έμοιαζε να επιμένει στην αρχή να βρεθούνε μα εκείνη δίσταζε. Η γνωριμία τους είχε προκύψει από ένα λάθος του ταχυδρομείου.
Στα χέρια της είχε βρεθεί ένα κείμενο του. Η Μαρία είχε προσπαθήσει να το επιστρέψει, αφήνοντας το για μια βδομάδα στο θυρωρείο της πολυκατοικίας γράφοντας πάνω στο φάκελο ότι επρόκειτο για λάθος διεύθυνση. Μα για κάποιο λόγο ο ταχυδρόμος το επέστρεφε και πάλι στο ίδιο κτίριο. Μια μέρα η περιέργεια την νίκησε και το πήρε σπίτι της να το διαβάσει. Δεν υπήρχε κάτι που να την ενδιέφερε στο περιεχόμενο ενός κειμένου με θέμα την απαλλοτρίωση μιας έκτασης προορισμένης για εξαγωγή μεταλλευμάτων. Οι έξι σελίδες ήταν γραμμένες στο χέρι, πιασμένες με ένα τεράστιο συνδετήρα, ενώ πίσω ακριβώς από αυτές υπήρχε ένα σημείωμα δακτυλογραφημένο που ανέφερε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η εν λόγω διοικητική υπηρεσία θεωρούσε ότι το θέμα είχε εξαντληθεί και παρακαλούσε αυτόν που είχε συντάξει το κείμενο να μην ξανασχοληθεί στο μέλλον.
Η Μαρία που γοητεύονταν απ’ τις λεπτομέρειες - μπορούσε να περάσει ώρες ολόκληρες παρατηρώντας τις σκιές που έφτιαχνε η πορεία του ήλιου στο πάτωμα του δωματίου της – είχε μείνει έκθαμβη με τον γραφικό χαρακτήρα. Το μελάνι ήταν μαύρο, τα γράμματα ήταν στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο με γοτθική ομορφιά σαν να ετοίμαζαν ένα πρελούδιο μιας ιστορίας χαμένης στα βάθη του μεσαίωνα ή των φανταστικών κόσμων του Tolkien. Εκείνη τη μέρα αποφάσισε να ψάξει πίσω απ’ την οπτική αναστάτωση του κειμένου που είχε στα χέρια της και να έρθει σε επικοινωνία με αυτόν που το είχε γράψει.
Σαν ένα τρένο που ξεκινάει από μια συγκεκριμένη αφετηρία και επιστρέφει εκεί, στο τέλος της μέρας με διαφορετικό έμψυχο περιεχόμενο κάθε φορά, έτσι και οι επιστολές πήγαιναν κι ερχόντουσαν σχεδόν καθημερινά από δύο ανθρώπους που είχαν βρει ξαφνικά μια διέξοδο απ’ τη ρουτίνα τους. Ένα μυστικό που έμοιαζε με απωθημένο της νιότης ...’

Μετά την ιστορία της Μαρίας, το κείμενο συνέχιζε κάπως έτσι: ‘Στο δεύτερο σημείο: …’
‘Που είσαι;’ Ο Ν. σήκωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε τα γαλάζια μάτια του Τομ.
‘Νομίζω ότι ξεκινάει η ιστορία του γιατρού. Διάβασα ήδη κάποια πράγματα για τη Μαρία’.
‘Χμμ, ναι. Τώρα είναι η σειρά του Πήτερ. Δηλαδή αυτά που σου είπα και πριν λείψω. Άμα θες διάβασέ το όλο. Εγώ μπορώ να σου πω τι έγινε, αλλά πιο ‘πεζά’.’ Ο Ν. έγνεψε καταφατικά.
‘Γϊνεται λοιπόν που λες, μια έκθεση απ’ τον γιατρό, παραμονές ενός εργαστηριακού πειράματος στο οποίο ο Πήτερ θα δοκίμαζε ο ίδιος να περιέλθει σε τεχνητό κώμα, θέτοντας τον εγκέφαλο του ουσιαστικά εκτός λειτουργίας αφήνοντας μονάχα το 1% εν ζωή. Η παράτολμη προσπάθεια θα τον βοηθούσε όπως υποστήριζε, να κατανοήσει αν όντως υπάρχει κάτι μετά το τέλος μας αλλά και τι ή πως θα μπορούσε να είναι αυτό. Το όλο εγχείρημα διαρρέει σε κάποια επιστημονικά ιστολόγια και εδώ κάνει την εμφάνιση του ένα καινούριο πρόσωπο: ο Τίτο.
Ο Τίτο δεν είχε καταλάβει πως κι από ποιόν – αν υποθέσουμε ότι υπήρχε κάποιος – είχε αναπτύξει μια συγκεκριμένη θεωρία για τον θάνατο. Για εκείνον η αντίληψη της πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Μπορεί και να ήταν απ’ τους πρώτους ανθρώπους μιας νέας γενιάς που θα έφερνε μια εξωφρενική αλλαγή στα μέχρι τώρα δεδομένα της ανθρώπινης ύπαρξης. Απ’ την άλλη δεν μπορούσε να είναι ακόμα σίγουρος και γι αυτό. Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να προκληθεί πανικός και να διαταραχθεί η πνευματική ισορροπία οποιουδήποτε ασπαζόταν τη λογική του. Ο Τίτο πίστευε όμως ότι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να διαδώσει τη θεωρία του.
Ζούσε δεκαοκτώ χρόνια μέσα στο πλήθος. Οι γονείς του είχαν δημιουργήσει μια θρησκευτική αίρεση από τότε που θυμόταν τον εαυτό του και το σπίτι τους ήταν πάντα γεμάτο κι ανοιχτό σε όλο τον κόσμο. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο συνομιλούσε με ετερόκλητα άτομα, διαπληκτιζόταν επί παντός επιστητού με γέροντες και διάβαζε για τις θρησκείες όλου του κόσμου. Όταν ενηλικιώθηκε, οι γονείς του τον έδιωξαν απ’ το σπίτι γιατί είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσει μια ρηξικέλευθη θεωρία για την ύπαρξη που καμία σχέση δεν είχε με τα δικά τους πιστεύω. Ο Τίτο είχε καταλάβει ότι η θέση του στον κόσμο θα επέφερε συγκρούσεις και αντιδράσεις, αλλά έπρεπε να συνεχίσει.
Όταν λοιπόν πληροφορήθηκε για το πείραμα του Πήτερ απ’ το Διαδίκτυο, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο για την θεμελίωση της δικής του θεωρίας. Έπρεπε λοιπόν να βρει τον νευροχειρουργό, να του μιλήσει πριν το πείραμα και η έκθεση με τα σκίτσα φάνταζε ως η καλύτερη αφορμή. 
Ενώ λοιπόν ετοιμαζόμαστε να παρακολουθήσουμε αυτή τη συνάντηση, έξω απ’ την αίθουσα τέχνης τυχαίνει να περνάει η Μαρία χωρίς να γνωρίζει βέβαια ότι ο καλλιτέχνης τα σκίτσα του οποίου εκτίθενται, είναι ο άνθρωπος που πριν μερικά χρόνια είχε εισβάλλει στη ζωή της δίχως να έχει καταφέρει τελικά να την συναντήσει. Στην είσοδο υπήρχε πολύς κόσμος και ένας κύριος που εξέρχεται εκείνη τη στιγμή, κρατάει στο δεξί του χέρι τον κατάλογο με τα έργα της έκθεσης, στο εξώφυλλο του οποίου η Μαρία αναγνωρίζει σχεδόν αμέσως τον ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα του Πήτερ. Απ’ την ταραχή της, τον αρπάζει απ’ τον άγνωστο και τον ξεφυλλίζει βιαστικά συναντώντας ένα ακόμα κείμενο, τον πρόλογο του βιβλίου γραμμένο με τα ίδια χαρακτηριστικά. Γράμματα σε γοτθικό ύφος, όπως εκείνα που περίμενε με αγωνία κάθε φορά που ερχόταν ο ταχυδρόμος, της έφεραν εικόνες απ’ το παρελθόν, επιστολόχαρτα που τώρα θα είχαν κιτρινίσει μέσα στο συρτάρι του γραφείου που τα είχε φυλαγμένα. Αφού έδωσε μηχανικά το βιβλίο πίσω στον σαστισμένο άγνωστο, έσπρωξε τον κόσμο για να περάσει το κατώφλι της αίθουσας και μόλις βρέθηκε μέσα στο μακρόστενο χώρο με τους τοίχους καλυμμένους από ασπρόμαυρα χαρτάκια, τα φώτα στριφογύρισαν πάνω απ’ το κεφάλι της κάνοντας μια λευκή θηλιά κι άρχισαν να την πνίγουν μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στο πάτωμα. Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω της, αλλά ο πρώτος που βρέθηκε στο πλάι της για να την συνεφέρει ήταν ο Πήτερ.’
‘Κι έτσι σμίξανε επιτέλους. Τέλος καλό, όλα καλά, Ά, ξέχασα τον Τίτο! είπε ο Ν.
‘Δεν θα τα πήγαινες πολύ καλά αν η ιστορία σου τελείωνε έτσι. Το τέλος ήταν λίγο διαφορετικό φίλε μου’ του είπε ο Τομ δροσίζοντας τον λαιμό του με μια γουλιά απ’ το γεμάτο μπύρα ποτήρι του. ‘ Η Μαρία έπασχε ήδη από μια ανίατη αρρώστια. Λίγος καιρός της έμενε κι αυτό αποκάλυψε στον Πήτερ μετά από την πρώτη βδομάδα που πέρασαν μαζί’.
‘Το πείραμα δεν έγινε τελικά;’ τον ρώτησε ο Ν.
‘Ο Πήτερ έκανε το πείραμα κρυφά απ’ τη Μαρία. Τώρα που την είχε γνωρίσει, τώρα που νόμιζε ότι είχε συναντήσει το άλλο του μισό, είχε αποφασίσει ότι θα έφευγε μαζί της. Και του ήταν σίγουρα πιο εύκολο ύστερα από τη γνωριμία του με τον Τίτο, το ίδιο βράδυ, λίγο πριν την αναπάντεχη συνάντηση στην αίθουσα τέχνης με τη Μαρία’.
‘Και ποια ήταν εν τέλει η θεωρία του Τίτο;’
‘Ο Τίτο υποστήριζε ότι η πορεία που ξεκινάμε τη στιγμή που πεθαίνουμε, είναι ο ίδιος ο θάνατος. Μια διαφορετική αντίληψη του χρόνου και της πραγματικότητας. Μια αντίστροφη πορεία προς τη γέννησή μας. Κάτι που δεν μπορούμε να βιώσουμε εν ζωή αλλά ούτε και να ερμηνεύσουμε γιατί δεν έχει μέχρι τώρα αποδειχθεί. Το φινάλε είναι πολύ καλό νομίζω. Ο Πήτερ επιστρέφει από ένα σύντομο ταξίδι στο έρεβος, λέγοντας ότι κάθε άλλο παρά σκοτάδι συνάντησε. Μεθυσμένος απ’ την απόκοσμη εμπειρία του, αποφασίζει να αυτοκτονήσει μαζί με τη Μαρία και ο Τίτο μένει πίσω, δημιουργώντας ένα οπτικοακουστικό ηλεκτρονικό βιβλίο που συνδυάζει τα επιστημονικά αποτελέσματα του πειράματος του Πήτερ με την δική του θεωρία για την αντίστροφη πορεία του χρόνου. Είναι αισιόδοξο δεν νομίζεις;’
‘Ναι, πράγματι’. Ο Ν. έχει απορροφηθεί απ’ τη αφήγηση του Τομ τόσο που δυσκολευόταν να πιστέψει ότι τελείωσε. ‘Και δε μου λες, όταν κανείς διανύσει την πορεία απ’ το θάνατο μέχρι τη γέννησή του, βιώνοντας ουσιαστικά τον θάνατο ως μια άλλη μορφή ζωής, τι γίνεται; Ξαναγεννιέται;’.
‘Σ’ αυτό δεν υπάρχει απάντηση. Σ’ αυτό πρέπει να απαντήσεις εσύ’ του είπε ο Τομ χαμογελώντας. Σηκώθηκε, βόλεψε λίγο τα ρούχα του που είχαν τσαλακωθεί και του είπε: ‘Έλα, σήκω, πάμε να σου δείξω κάτι’.
Ο Ν. τον ακολούθησε με αργά βήματα. Το μυαλό του ήταν πλημμυρισμένο από ένα γλυκό φως. Έφτασαν στο σημείο που μπορούσε κανείς να πάρει τον ανελκυστήρα. Η καμπίνα δεν βρισκόταν στον όροφο τους. ‘Κοίτα κάτω’ του είπε. Ο Ν. έσκυψε για να δει καλύτερα. Η καμπίνα ήταν σταματημένη μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου ορόφου. ‘Μα, δεν καταλαβαίνω … Τομ, βλέπω τον εαυτό μου πεσμένο κάτω. Τι, τι … συμβαίνει;’.
‘Τρόμαξες;’.
‘Όχι. Κι αυτό είναι το περίεργο. Έφυγα ε;’.
‘Ναι, έφυγες. Ελπίζω να τα κατάφερα καλά. Έμαθα ότι σου άρεσαν οι ιστορίες από μικρός. Πως σου φάνηκε αυτή που σου είπα;’

Τέλος


Σχόλια