Εν Πλω



Αυτή η μουσική που ακουγόταν απ’ τα ηχεία στο σαλόνι της πρώτης θέσης του πλοίου, ήταν χωρίς αμφιβολία από την δεκαετία του ογδόντα· ποπ μελωδίες που είχα χoρέψει σε ένα παρελθόν που έμοιαζε να βρίσκεται μονάχα μερικές ώρες απ’ την πραγματικότητα. Σαν να είχα βγει απ’ το σχολείο, μεσημέρι, με την πάνινη σάκα περασμένη στον ώμο και να μπήκα κατευθείαν σε ένα καράβι με κατεύθυνση το σπίτι μου. Με μόλις τριάντα χρόνια να έχουν παρέλθει σαν δευτερόλεπτα. Τι; Δεν ήμουν πια νέος; Γι αυτό τρόμαζα τόσο με τις κλήσεις που έπαιρνε το πλοίο; Η αλήθεια είναι πως προτιμούσα να βλέπω τον ορίζοντα στη θέση του παρά να τον ακολουθώ μετακινώντας τον αυχένα, αποφεύγοντας να εστιάσω σ’ αυτούς που ξέρναγαν. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα εκείνο το μεσημέρι του Σεπτέμβρη όταν γυρνούσα απ’ τη Σκύρο φορτισμένος συναισθηματικά από ένα γεγονός που σε άλλη περίπτωση θα με είχε αφήσει αδιάφορο. Πατάμε σε ένα σωρό τραγωδίες για να επιβιώσουμε· βουλώνουμε τα αυτιά μας σε ότι απέχει ένα εκατοστό από το οικογενειακό μας περιβάλλον.
Ένας φίλος έχανε τα πάντα, η ζωή του άλλαζε δραματικά, με τον χρόνο να έχει μπροστά του μεγάλη απόσταση να διανύσει για να τον γιατρέψει. Ήταν ένας άνθρωπος που είχα γνωρίσει μέσα από τη δουλειά. Ένας επαγγελματικός φίλος, κάτι σαν αναγκαίο κακό μια και ήταν ανώτερος μου και δεν είχα την πολυτέλεια να τον απορρίψω. Ευτυχώς υπήρχαν κοινά σημεία και οι όχι και τόσο συχνές κοινωνικές μας συνευρέσεις μετά γυναικών και τέκνων κυλούσαν σχετικά ανώδυνα. Πειθήνια θα έλεγα από μέρος μου, χωρίς αυτή να είναι μια λέξη που με ευχαριστεί.
Η ιστορία της ζωής του λίγο διέφερε απ’ τη δική μου, αυτή τουλάχιστον που θα παρουσίαζα σε μια αντίστοιχη περίπτωση γνωριμίας. Ήπια παιδικά χρόνια χωρίς στερήσεις, σπουδές, σπουδές στο εξωτερικό, γάμος, παιδιά, δουλειά, ποδόσφαιρο. Ένα κοινωνικά αποδεκτό προφίλ, κάτι σαν copy-paste συμβουλή από μια φανταστική εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης για κινητά. Το αν υπήρχαν ή όχι κι άλλα πράγματα, συμβάντα ή περίεργες συμπεριφορές δεν με ενδιέφερε καθόλου. Πιστεύω ότι είμαι ήδη σε μια ηλικία που την ψυχή μου δεν θέλω πουθενά αλλού να την γυμνώσω εκτός από κείνους που δικαιωματικά δικαιούνται να την αγγίξουν. Στο νησί λοιπόν βρισκόμουν, στο σπίτι μιας θείας και ψάρευα! Μου είχαν δώσει άδεια με το έτσι θέλω για να εκβιάσουν μια κατάσταση με κάποιο μεγάλο πελάτη τους. Η εταιρία καλούνταν να ανανεώσει μια σύμβαση εργασίας με την δική μας και εμείς για να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, είχαμε αποσύρει όλο το προσωπικό που ασχολούνταν με τον λογαριασμό της. Περίοδος σχολείου για τα παιδιά και δουλειάς για τη γυναίκα μου. Ευκαιρία για απόδραση. Κι όπως πάντα εκεί που πιστεύεις ότι ο Θεός ή τέλος πάντων οι καλές δυνάμεις συνηγορούν για να περάσεις ένα χαλαρωτικό πενθήμερο, έρχεται ο ήχος αυτής της αναθεματισμένης συσκευής να σε βρει στο πουθενά. Εκεί που τα βράχια έχουν πέσει απ’ τον ουρανό και η θάλασσα είναι η προέκταση της σκέψης σου, δονείται το ρημάδι, ο γλάρος σε κοιτάζει με μακάρια άγνοια και εσύ θυμάσαι και πάλι τον πολιτισμό και τον σπασμωδικό τρόπο που τον αντιμετωπίζεις: «Αντε και γαμήσου» δηλαδή, αντί να είχες κλείσει τουλάχιστον τη συσκευή για όση ώρα ήσουν ‘χαμένος’.
Μια φωνή απ’ το υπερπέραν ακούστηκε, σαν κάλεσμα απ’ τον Άδη που μαζί με την ηχώ που έκανε την εμφάνιση της κάθε δυο δευτερόλεπτα με έβαλε σε Οργουελικές σκέψεις. Αφού μετακινήθηκα για να επιτύχω καλύτερη λήψη και παράλληλα να χάσω το μοναδικό ψάρι που είχε τσιμπήσει εδώ και κάμποση ώρα, άρχισα να καταλαβαίνω τι στην ευχή συνέβαινε και ποιος ήταν αυτός που με είχε καλέσει. Ακόμα και τότε όμως, για μερικές στιγμές, θεώρησα ότι τα πράγματα δεν είχαν γίνει έτσι όπως μου τα εξιστορούσε ο φίλος μου. Δεν μπορούσε να συμβαίνει κάτι που θα διέκοπτε έτσι με ένα τηλεφώνημα την απόλαυση της προσωρινής μου σχεδόν απόλυτης ελευθερίας. Δυστυχώς τα πράγματα δεν ήταν απλά.
Ακολούθησαν άλλες επτά τηλεφωνικές συνομιλίες που κράτησαν ατελείωτες ώρες με την τελευταία να τερματίζεται πάνω στο πλοίο που βρισκόμουν τώρα. Υπάρχουν άνθρωποι που τους ακουμπάς το πρόβλημα σου και σου γυρνάνε με μαεστρία την πλάτη· χωρίς να μπορείς να τους κατηγορήσεις γι αυτό . Άλλοι πάλι σαν και μένα γίνονται σαν τη Μαρία Τερέζα που συμπάσχει με όλο της το είναι σε κάθε δυστυχία.
Δυο τραπέζια πιο πέρα πήγαινε και ερχότανε ένας ηλικιωμένος άντρας σαν να τον κοίμιζε η θαλασσοταραχή. Ήταν ευτραφής, φορούσε ένα καρό πουκάμισο με πορτοκαλί τιράντες που κάλλιστα θα μπορούσε να μπει πάνω στο τραπέζι που είχε μπροστά του, ένα φαρδύ καφέ παντελόνι ενώ το πρόσωπο του το  χώριζε με τρεις παχιές ευθείες και δυο μαύρες καμπύλες ένα ζευγάρι γυαλιά. Με στραμμένη την προσοχή πια εκεί, σε μια προσπάθεια να γλιτώσω τους εμετούς που έδιναν και έπαιρναν στο σαλόνι της οικονομικής θέσης, πρόσεξα ότι εκτός απ’ τη νύστα που απειλούσε να στερήσει απ’ τον άγνωστο ένα μέρος του πραγματικού του ταξιδιού, στα χείλη του υπήρχε ένα χαμόγελο που γινόταν γέλιο και έπειτα πάλι χαμόγελο.
‘Τι κοιτάς;’ μου είπε πριν γυρίσει να με δει. ‘Όλος ο κόσμος το ίδιο βιολί. Βλέπουν έναν άνθρωπο να γελάει μόνος του και τον κοιτάνε λες και δεν είναι απ’ αυτό τον πλανήτη. Μακάρι, θα σου ’λεγα. Αλλά είμαι και εγώ απ’ τη Γη και μάλιστα απ’ την ίδια χώρα με εσένα. Αλλά έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Αυτά σκέφτομαι συχνά πυκνά και με πιάνουν τα γέλια’.
‘Ήταν αστεία η ζωή σας μέχρι τώρα;’ του είπα κάπως ειρωνικά.
‘Όχι δα. Μάλλον το αντίθετο’.
‘Τότε δεν καταλαβαίνω’.
‘Ούτε εγώ. Δεν μπορώ να καταλάβω τους γύρω μου. Πόσο καιρό χρειάζεται κανείς για να συνειδητοποιήσει ότι όλα αυτά που του συμβαίνουν έχουν μια ημερομηνία λήξης; Και ότι μετά από αυτή δεν δικαιούνται να εξακολουθούν να τα αναπαράγουν με σκοπό να υποφέρουν; Και στην προκειμένη περίπτωση χωρίς να έχει συμβεί καν κάτι, σπεύδουν να προδικάσουν τραγωδίες’.
‘Μήπως έχετε παρακολουθήσει κανένα σεμινάριο με κάτι Αμερικάνους που χαμογελάνε όλη την ώρα και προσπαθούν να μας πείσουν ότι η ζωή είναι ωραία;’
‘Όχι φίλε μου. Δεν κάνω τον έξυπνο. Τα πράγματα όμως είναι απλά. Εμείς …’
‘Ξέρω, ξέρω … εμείς τα κάνουμε πολύπλοκα. Και τι θα λέγατε αν κάποια μέρα ξυπνούσατε και όλα αυτά που είχατε σαν δεδομένα στη ζωή σας κατέρρεαν μέσα σε λίγες ώρες;’
‘Τώρα είναι η σειρά μου να σε ρωτήσω: μήπως βλέπεις πολλές ταινίες;’
‘Μπα, συγκεκριμένα τώρα ‘παρακολουθώ’ μια ζωντανά. Πάω να δω ένα φίλο ο οποίος βρίσκεται σε μια τέτοια θέση. Και φοβάμαι ότι δεν μπορεί να βρει τρόπο να ξεφύγει.’
‘Ο φίλος σου θέλει βοήθεια. Αλλά γιατί νομίζεις ότι δεν μπορεί μόνος του να αντιμετωπίσει αυτό που του συμβαίνει; Γιατί δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να αναρωτηθεί τι είναι η ζωή του καθενός μας.’
‘Και τι μ’ αυτό; Δηλαδή όσοι αναρωτήθηκαν ή αναρωτιούνται τη βγάζουν καθαρή;’.
‘Μ’ αρέσει να υπάρχει αντίλογος. Συνήθως είναι ή μονόλογος ή σηκώνονται και φεύγουν. Εσύ μοιάζεις να ’χεις όρεξη για κουβέντα. Δεν συστηθήκαμε όμως. Σταύρος’.
‘Σταύρος’ του απάντησα και εγώ έκπληκτος. Εκείνη τη στιγμή κάποιο μεγάλο κύμα σήκωσε το πλεούμενο απ’ τη μια πλευρά και έφερε τον συνονόματο αγκαλιά και έπειτα τους δύο μας με φόρα πάνω σε ένα ζευγάρι που είχε χάσει από ώρα την ερωτική του διάθεση και έψαχνε για τον καμαρότο με τις χάρτινες σακουλίτσες του. Ο Σταύρος μου χαμογέλασε αν και όχι όπως πριν.
Έπρεπε να βγω έστω για λίγο έξω, στο κατάστρωμα, να με φυσήξει ο αέρας. Άνοιξα με κόπο την πόρτα και αφού σκόνταψα στο ψηλό κατώφλι, πιάστηκα από το κάγκελο που βρισκόταν δίπλα σε μια σωστική λέμβο και κρατήθηκα με όλη μου την δύναμη. Το πλοίο ετοιμαζόταν να γείρει απ’ την αντίθετη πλευρά χτυπημένο από ένα άλλο εντυπωσιακό κύμα που έλουσε με νερό και αλάτι το κεφάλι μου, μουσκεύοντας και το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού μου.  Δυο επιβάτες που μάλλον ακολούθησαν την ίδια παρόρμηση με μένα γλίστρησαν και σύρθηκαν ανήμποροι μέχρι την άκρη του διαδρόμου που οδηγούσε στη σκάλα της γέφυρας, χτυπώντας βίαια στα μεταλλικά τοιχώματα που περιέβαλαν τα φινιστρίνια. Τώρα το πρόβλημα δεν ήταν πως θα βγω έξω αλλά πως θα επιστρέψω στο σαλόνι.
Από το κάγκελο που στο οποίο βρισκόμουν γαντζωμένος μέχρι την βαριά ξύλινη πόρτα με χώριζαν περίπου δύο μέτρα. Ίσως τα πιο επικίνδυνα δύο μέτρα που είχα διανύσει μέχρι τότε στη ζωή μου. Η θάλασσα φούσκωνε ολοένα και περισσότερο, το νερό είχε πλημμυρίσει τις βαμμένες λαμαρίνες μουσκεύοντας τα παπούτσια και τις κάλτσες μου. Περίμενα τα δευτερόλεπτα - δυο-τρία χρειαζόμουν - μέχρι το κατάστρωμα να επανέλθει σε μια ευθεία για να τρέξω έως την πόρτα. Την ίδια ακριβώς στιγμή που το χέρι μου χαλάρωσε τη λαβή απ’ το κάγκελο είδα μια πολύχρωμη μάζα να έρχεται με ασυνήθιστη ταχύτητα προς το μέρος μου. Και μετά σκοτάδι. Και νερό. Πολύ νερό. Πάλευα να βγω στην επιφάνεια ενώ η κοιλιά μου έκανε συσπάσεις ψάχνοντας να βρει αέρα μέσα μου. Έσπρωχνα το κορμί μου με χέρια και με πόδια προς τα πάνω. Το οξυγόνο μου τελείωνε, τα αυτιά μου με πονούσαν απ’ την απότομη αλλαγή πίεσης. Κοίταξα προς τα πάνω και είδα μια πράσινη θολούρα που ολοένα και ξεθώριαζε. ‘Λίγο ακόμα’ σκέφτηκα ‘και σώθηκα’. Μόλις το κεφάλι μου συνάντησε τον αέρα, τα μάτια μου άνοιξαν και είδα αίμα. Ένα γνώριμο πρόσωπο γεμάτο κόκκινα ρυάκια που έβγαιναν πάνω από ένα πλατύ μέτωπο με γκρίζες αφέλειες.
‘Είσαι καλά;’ Ήταν ο Σταύρος, ιδρωμένος ή μάλλον μούσκεμα απ’ το θαλασσινό νερό.
‘Τι έγινε;’ τον ρώτησα.
‘Έπεσα πάνω σου την ώρα που αποφάσισα να βγω έξω γιατί ανακατευόμουνα. Έχασα την ισορροπία μου και σε πέταξα πάνω στα κάγκελα. Χτυπήσαμε τα κεφάλια μας’. Ασυναίσθητα πέρασα το χέρι μου πάνω απ’ το κρανίο μου ψάχνοντας για εκχυμώσεις. ‘Ελπίζω να μην έπαθα καμιά εσωτερική αιμορραγία’. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες από ένα πυγμαχικό αγώνα που είχα δει πρόσφατα όπου ο ένας απ’ τους δύο αγωνιζόμενους είχε δεχτεί μια γροθιά στο κρανίο και τελικά πέθανε ύστερα από μερικές μέρες στο νοσοκομείο.
‘Τουλάχιστον φτάνουμε;’ ρώτησα σαν να απευθυνόμουν και στους υπόλοιπους επιβάτες. Ο Σταύρος με κοίταξε με ένα απελπισμένο βλέμμα και έβαλε τα κλάματα. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε μέσα απ’ τους λυγμούς του και την δική μου ζαλάδα. ‘Θα βουλιάξουμε’ κατάφερε να μου πει. ‘Το πλοίο έχει γεμίσει νερά. Η μηχανή έπαθε βλάβη. Είμαστε ακυβέρνητοι!’ Τότε συνειδητοποίησα ότι το σκάφος συνέχιζε να παίρνει απίστευτες κλήσεις δεξιά κι αριστερά κι ότι για κάποιο λόγο δεν γλιστράγαμε απ’ την μια μεριά στην άλλη. Σήκωσα με κόπο το κεφάλι μου που ήταν βαρύ σαν αμόνι και παρατήρησα ότι οι καρέκλες μας ήταν δεμένες σε ένα τραπέζι που ήταν κι αυτό βιδωμένο δίπλα στο παράθυρο. Το ίδιο είχε γίνει και σε άλλα σημεία του σαλονιού. Ο Σταύρος έγειρε και πάλι προς το μέρος μου, έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου κι άρχισε να με τραντάζει. ‘Θα βουλιάξουμε, το καταλαβαίνεις; Δεν ξέρω να κολυμπάω, δεν ξέρω!’ μου φώναξε. Και έπειτα βάζοντας και πάλι τις φωνές επανέλαβε την ίδια φράση πέντε φορές. Μπορεί και λιγότερες ή και περισσότερες. Ο πονοκέφαλος δε βοηθούσε στους υπολογισμούς. Σκεφτόμουν τον φίλο που με περίμενε στην Αθήνα. Περίμενε να τον βοηθήσω, να τον ηρεμήσω, να εκλογικεύσω την καταστροφή. Ύστερα κοίταξα τον Σταύρο, μουσκεμένο στον ιδρώτα της αγωνίας του τώρα πια, και με έπιασε ένα γέλιο νευρικό, σχεδόν υστερικό. ‘Τι γελάς;’ μου είπε εκείνος. ‘Τι γελάς; Που θα πεθάνουμε;’.
‘Όχι’ του είπα και συνέχισα αυτή τη φορά χαμογελώντας.
‘Δεν καταλαβαίνω’ μου είπε.
‘Εσύ δεν καταλαβαίνεις; εσύ; Δεν μπορεί … Αφού έχεις λύση για όλα. Και για όλους. Τι σ’ απασχολεί ο εαυτός σου;’.
‘Δεν είναι το ίδιο πράγμα’ μου απάντησε εκνευρισμένος.
‘Το ίδιο είναι. Προηγουμένως έβλεπες τους άλλους να ξερνάνε και γέλαγες. Τους έβλεπες να τρομάζουν και χαμογελούσες. Τώρα που ήρθες στη θέση τους κατάλαβες μήπως ότι δεν υπάρχει διαφορά; Μπροστά στον φόβο ήμαστε όλοι ίδιοι, ίσοι’. Ο Σταύρος με κοίταξε σαστισμένος και θα είχε μείνει μ’ αυτήν την έκφραση στο πρόσωπο του για αρκετή ώρα αν το πλοίο δεν είχε άλλη άποψη και δεν βούταγε κουρασμένο για τελευταία φορά μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας τσακίζοντας το μεταλλικό του κορμί στα δύο, στέλνοντας εβδομήντα επιβάτες και το ολιγομελές του πλήρωμα να δοκιμάσουν την τύχη τους σε μια άνιση μάχη με την αιτία της καταστροφής του.
Δεν ξανάδα ποτέ τον Σταύρο. Μια μέρα που περνούσα από ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης, πρόσεξα μια φωτογραφία πάνω σε μια αφίσα που βρισκόταν μέσα σε μια γυάλινη κορνίζα δίπλα στη μεγαλοπρεπή είσοδο του κτιρίου κι από κάτω με πηχυαίους τίτλους: ‘Το νόημα της ζωής – Ανακαλύψτε τον εαυτό σας’. Πλησίασα για να διαβάσω και τα μικρότερα γράμματα που απλωνόντουσαν μπροστά από ένα κίτρινο φόντο. Κοίταξα και πάλι τη φωτογραφία. Όχι, δεν είχα κάνει λάθος. Όταν συνήλθα στο κέντρο υγείας που με είχαν μεταφέρει, ρώτησα αν είχε επιζήσει. Μου είπαν ότι στη λίστα όλων των επιβατών δεν υπήρχε κανείς με το όνομα Σταύρος εκτός από μένα. Μου είχε πει ψέματα. Αυτό από μόνο του με έκανε να μην τον αναζητήσω στους επιζώντες.
Ένα χέρι που μου έπιασε τον ώμο και μια φωνή που άκουγα κάθε εργάσιμη μέρα με έκαναν να γυρίσω. Ήταν ο φίλος που είχα καταφέρει τελικά να παρηγορήσω και να διασώσω απ’ το προσωπικό του ναυάγιο ενώ το δικό μου ήταν ακόμα τόσο νωπό που με έκανε να αισθάνομαι τα ρούχα μου μονίμως κολλημένα στο δέρμα μου.
‘Σταύρο, τι κάνεις εδώ; Σκέφτεσαι να μπεις και να παρακολουθήσεις την ομιλία του;’ μου είπε ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πλέον στην αφίσα της εισόδου.
‘Λες; Έρχεσαι μαζί μου;’.
‘Μπα, έχω ένα ραντεβού. Αλλά και χρόνο να είχα δεν θα ’ρχομουν. Η θεωρία πρέπει να είναι κοντά στην πράξη. Αυτό πιστεύω πια …’
Χαιρέτησα τον φίλο μου και μπήκα μέσα στο πολυτελές ξενοδοχείο. Διάλεξα έναν απ’ τους τρεις ανελκυστήρες και πάτησα το κουμπί για τον πρώτο όροφο, εκεί όπου γινόντουσαν οι διαλέξεις. Οι πόρτες υποχώρησαν μέσα στο πλαίσιο της καμπίνας αποκαλύπτοντας σειρές από μαύρες καρέκλες και μια μικρή εξέδρα στο βάθος. Ετερόκλητες μορφές είχαν ήδη μαζευτεί. Έσκυψα και κοίταξα τα παπούτσια μου κι έπειτα πάτησα το κουμπί για την ταράτσα.
Καθισμένος κοντά σε μια απ’ τις τέσσερις άκρες του κτιρίου άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί μέχρι να θολώσει πιστεύοντας ότι βρήκε το τέλος του ορίζοντα. Κάπου εκεί πίστευα όταν ήμουν μικρός ότι βρισκόταν και το νόημα της ζωής. Και ότι θα το μάθαινα λίγες στιγμές πριν πεθάνω …

Τέλος




Σχόλια