Μυρτιά - διήγημα




Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Γύρισα και κοίταξα το ρολόι που είχα αφήσει στο κομοδίνο. Τέσσερις και τέταρτο, ξημερώματα. Άκουσα άλλη μια φορά τον ήχο μιας γροθιάς πάνω σε ένα υλικό που κατά πάσα πιθανότητα ήταν από ξύλο και έψαξα στα τυφλά για το μπαστούνι που χρησιμοποιούσα όταν έβγαινα βόλτες στο δάσος. Σηκώθηκα με κόπο και μέχρι να φθάσω στο κατώφλι της εισόδου οι σφυγμοί μου πρέπει να είχαν περάσει σε τριψήφια νούμερα. Όποιος και αν ήταν εκεί έξω δεν είχε έρθει για καλό. Δεν έμενα αρκετό καιρό στο χωριό μα γνώριζα σχεδόν τους πάντες και τα πάντα. Δεν ήταν δα και δύσκολο. Την πρώτη μέρα που έφτασα, κατέβηκα από το λεωφορείο της γραμμής στην κεντρική πλατεία της Μυρτιάς. Μυρτιά βέβαια δεν είχε ούτε για δείγμα ο οικισμός κι απ’ ότι έμαθα αργότερα κανείς δεν γνώριζε για ποιο λόγο είχε ονομαστεί έτσι, εκτός κι αν υπήρχε κάποιος αλλά είχε πάρει το μυστικό μαζί του στον τάφο.

Ήμουν ο μόνος που πάτησε το πόδι του στο αφράτο χώμα που είχε μαζευτεί στην άκρη του δρόμου εκείνο το απόγευμα περιμένοντας να με τυλίξει ένα δροσερό αεράκι που θα με έκανε να αισθανθώ πόσο διαφορετική θα ήταν η διαμονή μου σ’ αυτό το μέρος.  Αντ’ αυτού καθώς έσερνα την βαλίτσα μου στο έδαφος περνώντας δίπλα απ’ τα τραπεζάκια που ανήκαν στο καφενείο, κόντεψα να πνιγώ από την υγρασία και το πουκάμισο φρόντισε να κολλήσει πάνω μου σαν να φοβήθηκε κι αυτό ότι είχα κάνει λάθος που επέλεξα να απομονωθώ εκεί πέρα. Το καφενείο που ήταν και ταβέρνα που χρησίμευε και σαν χώρος συνεστίασης, ενίοτε και σαν δημαρχείο. Άλλες φορές πάλι γινόταν σχολείο. ‘Καλησπέρα’ είπα πριν με προλάβουν οι ντόπιοι δείχνοντας δυσανάλογο ενδιαφέρον για να τους κερδίσω. Εδώ δεν ήταν πόλη, δεν ήταν μια μεγαλούπολη που μιλάς και τα λόγια σου πολλές φορές χτυπάνε στον τοίχο ή τα επεξεργάζονται αρκετή ώρα μέχρι να αποφασίσουν αν πρέπει να σου μιλήσουν ή όχι. Εδώ έγινε μια μικρή μάχη για το ποιος θα το βροντοφωνάξει έτσι ώστε να καλύψει τους υπόλοιπους και να κάνει κι αυτός με τη σειρά του την καλύτερη εντύπωση. Με αυθεντική όμως πρόθεση. Πιάνω λοιπόν κουβέντα με έναν, δυο, τρεις, πέντε, δέκα δημογέροντες και μαθαίνω σε εικοσιπέντε λεπτά την ιστορία του χωριού και σε άλλα σαράντα δυο τα κουτσομπολιά της χρονιάς. Δεν μου έμεναν λοιπόν και πολλά μυστήρια για να αποκαλυφθούν.

Έφτασα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, τράβηξα δυο σύρτες και ξεαμπάρωσα. Φεγγάρι γεμάτο είχε εκείνη τη νύχτα. Μπροστά μου περίμενα να δω ένα εύσωμο τσοπάνη, με τον ιδρώτα να έχει τρέξει πάνω στα γένια του να προσπαθεί να μιλήσει αλλά απ’ το στόμα του να μην βγαίνει λαλιά. Ένα ανθρωπόμορφο τέρας είχε επιτεθεί στα ζωντανά του και έχει πετάξει και τον ίδιο πάνω σε μια πέτρα, αφήνοντας τον αναίσθητο για κάμποση ώρα, προτού εξαφανιστεί στο δάσος. Και να φανταστεί κανείς ότι τέτοιου είδους ιστορίες τις απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Ίσως γι αυτό ακριβώς έφτιαξα την συγκεκριμένη τα δευτερόλεπτα που στεκόμουν στο κατώφλι του σπιτιού μου χωρίς να έχω κάποια ένδειξη για τον υπαίτιο του αιφνίδιου ξυπνήματός μου. Μονάχα που κανείς δεν υπήρχε. Το χώμα ήταν υγρό και το φεγγάρι του έδινε μια απόχρωση που θύμιζε ντοκιμαντέρ από τη Νάσα. Βύθισα το μπαστούνι αφήνοντας το ίχνος μου στον άγνωστο πλανήτη ή μάλλον στον άγνωστο που με επισκέφθηκε και ξαναμπήκα μέσα. Δεν θα κοιμόμουν απόψε. Ο ύπνος μου είναι ελαφρύς και αν τον διακόψουν συνήθως περιμένει μέχρι το μεσημέρι για να με ξαναρίξει στο κρεβάτι. Έφτιαξα ένα ζεστό και έκατσα δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας μέχρι εκεί που μου επέτρεπε το φως του φεγγαριού. ‘Ωραία, η μέρα μου θα ξεκινήσει σχετικά νωρίτερα απ’ ότι συνήθως’ είπα δυνατά στον εαυτό μου σαν να ήθελα να μ’ ακούσει και αυτός που ήταν υπεύθυνος για την αϋπνία μου.

Πέρασαν μέρες αρκετές και ένα βράδυ που το φεγγάρι ήταν γεμάτο και πάλι, την ίδια ώρα περίπου ξύπνησα από δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Αυτή τη φορά μου φάνηκαν πιο επίμονα και πιο τρομακτικά. Ίσως γιατί εκείνη την στιγμή έβλεπα ότι με κυνηγούσαν σε ένα ξερό τόπο, μια έρημο στην Αφρική. Ο ήλιος έκαιγε, τα πόδια μου είχαν γεμίσει φουσκάλες που έσπαγαν η μια μετά την άλλη και οι διώκτες μου πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο κραδαίνοντας εντυπωσιακά σπαθιά φτιαγμένα από κρύσταλλο. Αν η φαντασία μου με βοηθούσε τόσο πολύ και τις ώρες που τα μάτια μου ήταν ανοικτά, οι πίνακες μου θα ήταν πολύ πιο αξιόλογοι. Ίσως και πιο ενδιαφέροντες. Για να πω την αλήθεια κανείς δεν τους καταλάβαινε στο χωριό. Κι αυτό όχι επειδή το επεδίωκα. Κάθε σύνθεση ήταν ανεικονική. ‘Ένα μίγμα από ανακατεμένα χρώματα, ελλείψεις και γραμμές’ όπως μου έλεγε και ο δάσκαλος του σχολείου που ήταν από την Αθήνα. Αυτό ήταν ότι πιο αισιόδοξο είχα ακούσει. Άλλοι κουνούσαν το κεφάλι τους, μερικοί με ρωτούσαν αν είχα πάρει ποτέ μαθήματα. Κάτι που όντως είχε συμβεί πολλά χρόνια πριν. Τότε, αναζητώντας μια διέξοδο από την ατέρμονη αναζήτηση για κάτι διαφορετικό που θα με έβγαζε για άλλη μια φορά από την μοναχική μου καθημερινότητα, μπήκα σε ένα λεωφορείο, κατέβηκα στο κέντρο και ύστερα από μισή ώρα περπάτημα μπήκα σε ένα κτίριο στην πόρτα του οποίου υπήρχε μια αφίσα με έντονα χρώματα και την λέξη ζωγραφική να δεσπόζει με μεγάλα γράμματα στο κέντρο της. Γράφτηκα και για τρία χρόνια περνούσα τα απογεύματα μου εκεί λερώνοντας τα χέρια μου με οξείδια, αγγίζοντας νοερά την πλούσια κληρονομιά αυτής της Τέχνης. Έπειτα συνέχισα να ζωγραφίζω και να περνάω σιγά σιγά από το ένα στάδιο στο άλλο φτάνοντας σίγουρα πιο γρήγορα από όσο θα έπρεπε στις ανεικονικές συνθέσεις. Εκεί άρχισε πάλι να με επισκέπτεται ο κορεσμός και για να αποφύγω την ημιμάθεια και άλλη μια ημιτελή πορεία σε μια ακόμα ενασχόληση μου, βοηθούμενος και από μια αναπάντεχη οικονομική επιτυχία σε έκθεση μιας γκαλερί Βορείων Προαστείων όπως συμβαίνει και στις ταινίες, σηκώθηκα και έφυγα από την πρωτεύουσα. Παιδιά, σκυλιά δεν είχα. Μονάχα κάτι φιλαράκια οι γνωριμίες των οποίων με έσπρωξαν μέχρι τις πόρτες των εύπορων και συνάμα ανίδεων αγοραστών, αλλά αυτά δεν χάνονται έτσι κι αλλιώς. Παλιές παιδικές φιλίες που σβήνονται μονάχα με τον θάνατο.

Από κάτω γίδια, κατσίκια και πιο πέρα βουνοκορφές σε πράσινες και γκρι αποχρώσεις, σύννεφα που πηγαινοέρχονταν, τα ’παιρνε και τα ’φερνε ο αέρας μια δεξιά, μια αριστερά αποτελούσαν το μόνιμο κάδρο που έβλεπα από το μπαλκονάκι της κρεβατοκάμαρας. Όχι σαν κι αυτό που είχα μπροστά μου τώρα με την τσίμπλα στο μάτι, προσπαθώντας να διακρίνω μέσα από τις μηλιές που έπνιγαν τον κήπο, αν υπήρχε όντως και πάλι κάποιος ο οποίος ήθελε να παίξει με τον πρωτευουσιάνο. Με θυμήθηκε άραγε ύστερα από ένα μήνα γυρνώντας από την περιοδεία του σε κοντινά χωριά όπου έκανε τα ίδια και χειρότερα σε φιλήσυχους χωρικούς κάτω από την απειλή μιας αυλής βαριεστημένων βρικολάκων που τον ακολουθούσε για να διασκεδάζει με τον φόβο τον δικό του αλλά και αυτών που με τη σειρά του τρόμαζε. Ουφ, και πάλι η φαντασία μου. Αποσυνδέθηκε για λίγο απ’ την πεζή πραγματικότητα καταφέρνοντας ωστόσο να με διασκεδάσει και να διατηρήσει τα νεύρα μου σε αδράνεια. Κατέβηκα μηχανικά μέχρι την είσοδο επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις που είχα κάνει και την προηγούμενη φορά πεπεισμένος ότι πρόκειται για μια κακόγουστη φάρσα. Αυτή τη φορά όμως βρέθηκα μπροστά σε μια πραγματική έκπληξη που δεν μπορούσα να μην την αντιληφθώ ως τέτοια αφού λιγότερο από ένα μέτρο με χώριζε από μια γυναίκα που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια οπτασία. Ή για να επανέλθουμε στα προλεγόμενα, ένα βαμπίρ! Φορούσε ένα υπέροχο φόρεμα που έμοιαζε να εκπέμπει το φως του φεγγαριού, τα μαλλιά της συνέχιζαν να ξεμπλέκονται μέχρι το άπειρο και το δέρμα της ήταν απόκοσμα λευκό. Αδύνατον να κοιτάξω τα μάτια της παραπάνω από την πρώτη στιγμή που το βλέμμα μου έφτασε από συνήθεια μέχρι εκεί. Αισθανόμουν ότι θα έπεφτα μέσα τους και μετά θα ξύπναγα σε ένα τοπίο γκρίζο σε ένα άλλο πλανήτη, ερωτευμένος και σκλαβωμένος για πάντα. Η παρουσία της γυναίκας κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. Αιώνια μα και απελπιστικά σύντομα. Έκανε μεταβολή και έφυγε για το δάσος. Περίμενα μέχρι να την ρουφήξει το σκοτάδι και πήγα μέχρι το μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου και να βεβαιωθώ ότι ήμουν ξύπνιος. Και ξύπνιος παρέμεινα. Για πολύ καιρό. Μέρες και νύχτες. Τις μέρες ζωγράφιζα σαν τρελός, τέλειωνα το ένα τελάρο πίσω απ’ τ’ άλλο, ξέχναγα να φάω. Κι όταν το φως δραπέτευε πίσω απ’ το βουνό, άναβα κεριά και περίμενα. Την περίμενα να επιστρέψει.

Στο μεταξύ στο χωριό οι φήμες για την απώλεια της πνευματικής μου ακεραιότητας οργίαζαν. Το παρουσιαστικό μου βοηθούσε αρκετά σ’ αυτό αφού ένας άνθρωπος που κυκλοφορούσε με καθαρά και φρεσκοσιδερωμένα ρούχα αφήνοντας τις ποδιές και τα λερωμένα απ’ τις μπογιές πουκάμισα στο σπίτι, περιφερόταν εδώ και μερικές μέρες ημίγυμνος, αξύριστος, με ένα απλανές βλέμμα σαν να έπαιζε τον χωρικό που μουρλάθηκε και που κανείς δεν ήθελε να τον ενοχλεί.

Ένας γέροντας που αυτοαποκαλούνταν πρόεδρος του χωριού δίχως στ’ αλήθεια να είναι, τόλμησε να διαβεί την είσοδο του κήπου και να με επισκεφθεί ένα απόγευμα για να βεβαιωθεί ιδίοις όμμασι ότι όλα πάν’ καλά όπως έλεγα με ήρεμη βραχνή φωνή σε όποιον με ρωτούσε. Αφού τον καλησπέρισα και τον ρώτησα αν επιθυμούσε να πιει ένα τσάι, εκείνος πέρασε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού μέσα από τα πυκνά του γένια και μου είπε σιγανά κοιτώντας προς τα πίσω σαν να φοβόταν ότι κάποιος θα μας άκουγε. «Την είδες, έτσι δεν είναι; Το βλέπω στα μάτια σου. Μόνο εκείνη σε κάνει να χάνεις τα λογικά σου. Ε; Πες μου, πες μου …». Κοίταξα τα θολά του μάτια που είχαν ανοίξει διάπλατα ξεχνώντας ότι τα περιέβαλαν δυο ζευγάρια κουρασμένα βλέφαρα που ανοιγόκλειναν εδώ και ογδόντα επτά χρόνια. «Πες μου». Με ικέτευε σχεδόν. «Την έχεις δει και εσύ;»

«Όχι, όχι! Μόνο οι τρελοί την βλέπουν. Αυτοί θρέφουν τον μύθο της εδώ και γενεές πολλές. Εσύ έχεις τα λογικά σου. Ακόμα …Γι αυτό καλό θα ήταν να σηκωθείς να φύγεις. Βλέπεις, το πιο πιθανό είναι ότι αυτή τη φορά ο τρελός του χωριού δεν θα είναι ένας ντόπιος». Τα μάτια ξαναμίκρυναν, σαν να γέμισαν ξαφνικά με μίσος και ζήλια. «Πες μου και φύγε. Φύγε πριν χάσεις το μυαλό σου».

«Αυτό δεν πρόκειται να γίνει» του είπα. «Πρέπει να την ξαναδώ. Οπωσδήποτε. Δεν πιστεύω σε φαντάσματα παππούλη. Αυτή η γυναίκα υπάρχει. Είναι φοβισμένη, γι αυτό κρύβεται». Ο γέροντας γέλασε δυνατά και η μυρωδιά απ’ το στόμα του με έκανε να τραβηχτώ λίγο πιο πίσω. «Πες μου φίλε μου, ήταν όμορφη; Τα μαλλιά της σέρνονταν στο έδαφος; Στο πάτωμα; Μπήκε στο σπίτι; Σου μίλησε;». Έβλεπα ότι δεν θα γλύτωνα εύκολα απ’ την παρουσία του, ασυναίσθητα με έκανε να παραπατάω προς τα πίσω. Σε λίγο θα βρισκόμουν μέσα και εκείνος ένα βήμα από την πόρτα μου. Έχωσε το κεφάλι του στο εσωτερικό σαν να έψαχνε κάτι. «Κάνε πέρα» μου είπε και πέρασε τελικά μέσα παραμερίζοντας με. «Μα που πας;»

«Που είναι οι πίνακες σου; Κάτι μου λέει ότι την έχεις αποθανατίσει. Και θα ’χει ενδιαφέρον! Μια αθάνατη πάνω σε ένα πανί». Δεν μπορούσα να τον συγκρατήσω, φοβόμουν μήπως τον τρομάξω, τον χτυπήσω κατά λάθος και μου μείνει στον τόπο. «Έλα, πάμε. Απάνω την έχω!» Είχα παραιτηθεί. Η παρατεταμένη αϋπνία μου προκαλούσε κρίσεις φοβερής αδυναμίας. Ανεβήκαμε στο πάνω πάτωμα με την στενή σκάλα να τρίζει απ’ το βάρος μας όπως θα έτριζε ακόμα κι αν την χάιδευαν οι πατούσες μιας γάτας. Και εκεί λίγο πιο πέρα απ’ το τελευταίο φθαρμένο σκαλοπάτι ήταν ακουμπισμένοι πέντε πίνακες που απεικόνιζαν την μυστηριώδη γυναίκα. Ήταν τόσο έντονα αποτυπωμένη η μορφή της που για μια στιγμή σάστισα κι ας ήμουν ήδη καθισμένος στο πάτωμα έτοιμος να χαθώ στο σκοτάδι του ύπνου. Ο γέροντας κοντοστάθηκε. Φαινόταν πολύ νεότερος από μένα. «Επιτέλους, έμαθες να ζωγραφίζεις». Η φωνή άλλαζε σε κάθε γράμμα σαν να έψαχνε να βρει την χαμένη της χροιά. Σε λίγο γλύκανε, το σώμα του γέρου τεντώθηκε, τα μαλλιά του άρχισαν να κοκκινίζουν και να σγουραίνουν. Η καμπούρα του χάθηκε μέσα στο ρούχο. Έβλεπα την πλάτη του και τώρα πια την δική της. Είχα επιτέλους κοιμηθεί. Εκείνη με πλησίασε και μου μίλησε.

«Μ’ αρέσουν οι πίνακες που ζωγράφισες. Θα ήθελα πολύ να τους κρατήσω μα πρέπει να τους καταστρέψω. Δεν πρέπει κανείς να τους δει».

«Και ο γέρος;» την ρώτησα ατάραχος. Με κοίταξε, χαμογέλασε και έκανε να φύγει. «Πως σε λένε;»

«Μυρτώ» μου είπε και εξαφανίστηκε. Δεν θυμάμαι πώς κι από πού. Ξύπνησα το επόμενο πρωί με τον ήλιο να έχει βαλθεί να κάψει το μέτωπο μου. Ήμουν κουλουριασμένος στο πάτωμα. Όλο μου το κορμί μια σκεβρωμένη σανίδα. Σηκώθηκα με κόπο και κινήθηκα προς το μπάνιο. Μετά θυμήθηκα. Γύρισα πίσω στο δωμάτιο και αναζήτησα τους πίνακες. «Έχει γούστο να τους πήρε ο γέρος» είπα μέσα μου.

Τα έργα μου αυτά χάθηκαν και μαζί μ’ αυτά η μορφή της Μυρτώς. Έσβησε τελείως απ’ την μνήμη μου το ίδιο βράδυ. Ο γέρος εξαφανίστηκε και εγώ ταράχτηκα τόσο πολύ που ύστερα από δυο βδομάδες τα μάζεψα και ’φυγα απ’ το χωριό. Απ’ την Μυρτιά. Ήταν τελικά πολλοί αυτοί που την είχαν δει και είχαν χάσει τα λογικά τους; Δεν ξέρω γιατί χαρίστηκε σε μένα. Αυτό μου μένει ακόμα να μάθω και δεν μ’ αφήνει τα βράδια να κοιμηθώ. Κάθομαι στο περβάζι του παραθύρου, κοιτάζω τα φώτα της πόλης και γερνάω. Κάθε μέρα και περισσότερο. Η κάθε νύχτα κυρτώνει την πλάτη μου και σκληραίνει το πρόσωπο μου. Φοβάμαι να κοιτάξω τον καθρέφτη μήπως και δω μέσα του εκείνο τον γέρο να μου λέει. «Την είδες έτσι δεν είναι;»

Τέλος





Σχόλια

  1. Στην αρχή ήθελα να δω πίνακές του με εκείνες τις ανεικονικές συνθέσεις.
    Όμορφο!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου