Χριστούγεννα



έλατο


Στριμώχτηκα για να περάσω μέσα απ’ τον κόσμο που ερχόταν καταπάνω μου. Μόλις βγήκα έξω κοντοστάθηκα λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ την είσοδο του εμπορικού κέντρου και κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, χιόνιζε, όλοι έτρεχαν για τα ψώνια της τελευταίας στιγμής και εγώ φαινόταν σαν να πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα, σε όλους αυτούς που η ματιά τους έμοιαζε σαν εκείνη των ψαριών όταν τα βλέπουμε να περνάνε κοπαδιαστά μπροστά από κάποια υποβρύχια κάμερα. Στο χιόνι που έντυνε την ασχήμια της πόλης μου αλλά που εμένα δεν μου έκανε εντύπωση. Έφευγα. Δεν ερχόμουν. Ούτε πήγαινα. Δεν είχα που να πάω εκτός από ένα κρεβάτι σε ένα σπίτι κατά τι μικρότερο από το πολυκατάστημα που πριν λίγο με είχαν διώξει. Τουλάχιστον στο τελευταίο υπήρχαν φώτα, θέρμανση, μια υποτυπώδης καθαριότητα. Αν μάλιστα είχε και ντουζιέρες θα την έπεφτα στον γλοιώδη διευθυντή μου για να διεκδικήσω μια μόνιμη εγκατάσταση σε μια από τις άδειες αποθηκούλες που βρισκόταν στον τελευταίο όροφο δίπλα από το καφέ-εστιατόριο. Και ετοιμαζόμουν να το κάνω. Θα έβρισκα τρόπο να πλένομαι. Αλλά δεν τα κατάφερα, με πρόλαβε εκείνος ή πολύ πιθανότερο οι ανώτεροι του. Το πραγματικό όνομα της εταιρίας να μας ρώταγε κανείς, δεν θα έπαιρνε απάντηση. Εγώ την έλεγα το Φίδι. Όποιος έμπαινε εκεί για δουλειά, δεν έβγαινε σε ένα κομμάτι. Σαν να τον είχαν ρουφήξει και έπειτα να του είχαν τσακίσει τα κόκκαλα. Όλοι κάπου έπεφταν ή τους έπιανε η μέση τους, ο αυχένας τους … Πως την γλύτωσα, ένας Θεός ξέρει.

Κάθε ένα με δύο μέτρα έβλεπες ένα αγοράκι να απλώνει το χέρι του για λεφτά, ένα άλλο να λέει τα κάλαντα, κάστανα να πασχίζουν να διατηρήσουν το γήινο χρώμα τους, πάγκους με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Και εκεί στην ίδια ευθεία στεκόταν ο Λάμπης ανάμεσα σε πολύχρωμα παιχνίδια απ’ την Κίνα πάνω σε υφάσματα που έκρυβαν την άσφαλτο και ένα λαχειοπώλη που έμοιαζε κουρασμένος απ’ τις αλλεπάλληλες ήττες που είχε δεχθεί απ’ την Τύχη. ‘Μάρω’ μου φώναξε ξαφνιασμένος. ‘Σχόλασες κιόλας;’. ‘Δουλειά σου’ του είπα και έκανα να ξεφύγω. ‘Μάρω, μην φεύγεις. Έχω να σου δώσω κάτι’. Γύρω του είχαν μαζευτεί δυο οικογένειες ντυμένες με παλιόρουχα και περίμεναν το επόμενο κόλπο. ‘Έλα Μάγε, άσε την κοπελιά και κάνε μας λεφτά’ του είπε κάποιος που είχε σε κάθε πόδι του γαντζωμένο κι από ένα κοριτσάκι, ξεσπώντας σε ένα τρανταχτό γέλιο. Ο Λάμπης κινδύνευε να χάσει τις πενταροδεκάρες που θα μάζευε στο τέλος του νούμερου που παρουσίαζε εκείνη τη στιγμή. Κινήθηκε προς το μέρος μου. ‘Θα μείνεις;’ Με ρώτησε με αγωνία, το μέτωπό του γεμάτο από σταγόνες ιδρώτα. ‘Όχι, πάω σπίτι. Θα τα πούμε αύριο’ – ‘Αφού σε έδιωξαν’ μου είπε. Συνέχισα να περπατάω κατά μήκος εκείνης της οδού σαν μην είχα σταματήσει ποτέ μπροστά του. Ο Λάμπης γύρισε πίσω στο πόστο του και φόρεσε το προσποιητό χαμόγελο του ταχυδακτυλουργού. Το ’χε καταλάβει λοιπόν. Μήπως το διάβασε στα μάτια μου;
Έφτασα στο σπίτι μετά από είκοσι λεπτά περπάτημα. Τα φώτα ως συνήθως ήταν σβηστά. Έβγαλα ένα αναπτήρα απ’ την τσέπη και ένα απολειφάδι από ένα λευκό κερί σαν κι αυτά που πουλάνε στον Επιτάφιο το Πάσχα. Το ’κανα από συνήθειο αφού αυτή τη φορά δεν μου χρειαζόταν. Υπήρχε ακόμα φως από τον δρόμο και τα σπίτια που βρισκόντουσαν τριγύρω. Την ώρα που γυρνούσα ήταν όλα κατασκότεινα. Οι περισσότεροι που έμεναν στο σπίτι κοιμόντουσαν, αφού όλοι ξυπνούσαν πολύ πρωί για να πάνε στις δουλειές τους. Εγώ γύριζα σχεδόν τελευταία. Πάντα έφευγα απ’ το μαγαζί και πήγαινα για μια μπύρα με τον Λάμπη. Η μια έφερνε την άλλη και η επιστροφή γινόταν τρεκλίζοντας, υποβασταζόμενη από εκείνον. Σήμερα υπήρχε φως παντού. Στον διάδρομο του δεύτερου ορόφου όπου και βρισκόταν το δωμάτιο, είχε αράξει μια παρέα νεαροί με τις κιθάρες τους και έπαιζαν μπαλάντες πίνοντας από ένα χαρτόκουτο κρασί. Με κοίταξαν απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια και σαν να μου έδωσαν την άδεια, έκαναν στην άκρη για να περάσω. Την ώρα που γυρνούσα το κλειδί, ο ένας από αυτούς μου είπε με ένα βλέμμα που υπονοούσε πονηρές σκέψεις: ‘Έχει λίγο κρασί ακόμα, έλα να πιείς μαζί μας’. ‘Ναι, έρχομαι σε λίγο’ άκουσα τον εαυτό μου να λέει. Μπήκα, πέταξα την τσάντα μου, έβγαλα το ρολόι του πατέρα μου που φρόντιζα να μην το βάζω χωρίς λόγω σε κίνδυνο και βγήκα να κάτσω μαζί τους. Πρέπει να ’χαμε την ίδια ηλικία μα όχι και την ίδια διάθεση για κουβέντα. Τους απαντούσα μονολεκτικά δίνοντας τους να καταλάβουν ότι η παρέα μου θα περιοριζόταν στην ακρόαση και στην οινοποσία. Και ήπια. Ήπια πολύ. Το χαρτόκουτο θα πρέπει να ανανεώθηκε κάποια στιγμή αλλά δεν το πήρα χαμπάρι. Άρχισα να κυλιέμαι απ’ την αγκαλιά του ενός στην αγκαλιά του άλλου. Ένοιωθα τα χέρια τους να με ψαχουλεύουν και τις γλώσσες τους να ανταμώνουν τη δική μου. Και έπειτα θυμήθηκα το τρενάκι σε ένα προάστιο. Ήμουν σε ένα στενό βαγονάκι, μια μπάρα σχεδόν με έπνιγε εμποδίζοντας με απ’ το να πέφτω μπροστά και η ταχύτητα γέμιζε το κεφάλι μου με αίμα ανεβάζοντας την ίδια στιγμή και το στομάχι στον λαιμό έτσι ακριβώς όπως συνέβαινε και τώρα που διακοσμούσα τους τοίχους και τα πατώματα με χολή. Μονάχα που εκεί δεν τρόμαζα αφού σε κάθε βουτιά στο κενό συναντούσα το χαμόγελο του πατέρα μου που βρισκόταν μπροστά μου καθισμένος ανάποδα, με κίνδυνο να ξεφύγει πάνω στις ράγες, να διαλυθεί και με καμάρωνε. Εργαζόταν πάνω από δώδεκα ώρες σε όλα τα πόστα του λούνα παρκ εδώ και μερικές βδομάδες και ήταν η πρώτη φορά που μας είχε καλέσει με την μητέρα μου για να δούμε που δουλεύει. Ο κόσμος είχε φύγει, οι πόρτες είχαν κλείσει και σε μεγάλη απόσταση από εκείνο το μέρος δεν υπήρχε άλλη ζωή εκτός από αυτή που πρόδιδε ο στριγκός ήχος των μηχανικών μερών που έβαζαν σε λειτουργία τα αξιοθέατα του πάρκου. Ήταν μια μαγευτική βραδιά παραμονής Χριστουγέννων λίγο διαφορετική είναι η αλήθεια από αυτήν που εξελισσόταν τώρα, στο κτίριο που έμενα. Στεκόμουν πάνω από μια λεκάνη και τη μια στιγμή μου ερχόταν η βόλτα με το τρενάκι, την επόμενη έβλεπα τα νερά της τρύπας να αλλάζουν χρώμα. Παράξενο να συνδυάζει κανείς μέσα απ’ τη μέθη το υπέροχο με το βρομερό. Δεν μου είχε ξανασυμβεί. Άκουγα και φωνές αλλά μου πήρε χρόνο για να καταλάβω ποιος ήταν. Σε λίγο ένοιωσα τα κρύα πλακάκια να παγώνουν την πλάτη μου και έπειτα βυθίστηκα επιτέλους.
Όταν ξύπνησα νόμισα ότι θα αντικρίσω ένα σφυρί φωτεινό σαν τον ήλιο να χτυπάει το κεφάλι μου που ακουμπούσε στο περβάζι του παραθύρου. Έπειτα κατάλαβα ότι το φως ήταν πολύ λιγότερο και ερχόταν από το κιτρινισμένο λαμπατέρ που βρισκόταν στο ραφάκι πάνω από ένα σκουριασμένο θερμαντικό σώμα. ‘Μα όλα θα είναι μαύρα σήμερα;’. Τα χείλη μου δεν κουνιόντουσαν κι όμως θα ορκιζόμουν ότι ήμουν εγώ που είχα μόλις προφέρει αυτές τις λέξεις. Ο Λάμπης στεκόταν σκεπτικός πάνω απ’ το κρεβάτι μου. ‘Καλά Χριστούγεννα’ μου είπε. ‘Σου ήταν πολύ δύσκολο να με περιμένεις, ε;’ – ‘Τι εννοείς;’ - ‘Μόλις έβγαλα έναν απ’ τους φίλους σου έξω. Ευτυχώς που όλοι τους είναι λιώμα γιατί δεν θα τα έβγαζα πέρα με τόσους. Έχεις καλή παρέα, με το ζόρι τράβηξα το σουτιέν σου απ’ το χέρι του’ – ‘Πίστεψε με ακόμα και τύφλα καταλαβαίνω αν με πηδάνε ή όχι’ – ‘Τυχαία την γλύτωσες’ – ‘Δεν είμαι κανένα μικρό κοριτσάκι, ξέρω τι μου γίνεται και γιατί το κάνω. Με διώξανε απ’ τη δουλειά, δεν είχα κέφι για αξιοπρέπειες … - ‘Τουλάχιστον τώρα έχεις κέφι για μια βόλτα;’ Χωρίς να το σκεφτώ έκανα να σηκωθώ, ζαλίστηκα και κάθισα για λίγο στην άκρη του κρεβατιού. ‘Να αλλάξω και φεύγουμε’ του είπα μετά από λίγα λεπτά.
Κατεβήκαμε στο δρόμο που δεν έλεγε να αδειάσει. Ναι, ήταν γιορτή κι ας είχα εγώ τις μαύρες μου. Σε μια γειτονιά σαν κι αυτή σαν να υπήρχε ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη για ξεφάντωμα, ο κόσμος έπνιγε τις πίκρες και τις σκοτούρες χορεύοντας, τραγουδώντας, πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Η αναπάντεχη ομορφιά που γέμιζε το οπτικό μου πεδίο μου έφτιαξε την διάθεση. Δίπλα μου ο Λάμπης περπατούσε αμίλητος αλλά ευχαριστημένος. Ήξερε ότι είχε πετύχει μια μικρή νίκη αφού κατάφερε να με βγάλει απ’ το σπίτι. ‘Τι θα κάνουμε;’ τον ρώτησα – ‘Θα πάμε να βάλουμε μια μπουκιά να συνέλθει το στομάχι σου’ – ‘Και έπειτα βλέπουμε’ πρόσθεσα. Γύρισε και με κοίταξε για λίγο δίχως και πάλι να μιλήσει. Φτάσαμε σε ένα κουτούκι που είχε ανοίξει πρόσφατα στην περιοχή και πιάσαμε ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. ‘Σε ευχαριστώ’ του είπα – ‘Γιατί;’ – ‘Που ήρθες’ – ‘Ξέχασες να πάρεις το δώρο σου, γι αυτό ήρθα.’ – ‘Που το ‘χεις; Δεν βλέπω κανένα μεγάλο κουτί’ του είπα χαμογελώντας – ‘Ναι, η αλήθεια είναι ότι αν το ’βλεπες πάνω σε ένα τραπέζι δεν θα το ’βαζε ο νους σου’ – ‘Ότι είναι δώρο;’ – ‘Ότι είναι για δώρο’ – ‘Έλα, πες … θα με σκάσεις’ – ‘Υπομονή’ μου έκανε εκείνος. ‘Σου ’χω και εγώ ένα δώρο’ του είπα. Με κοίταξε και πάλι, αυτή τη φορά φανερά έκπληκτος. ‘Για να δω’ – ‘Υπομονή’ του είπα με τη σειρά μου και βάλαμε τα γέλια. Παλιά ρεμπέτικα μας συνόδευσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες ενώ και οι δύο είχαμε σιωπηρά συμφωνήσει να μην αποκαλύψουμε τις εκπλήξεις μας.
‘Λοιπόν;’ μου είπε ενώ επιστρέφαμε σιγά σιγά στο σπίτι μου με την κούραση να έχει ζωγραφίσει στα χαρακτηριστικά μας την πραγματική μας ηλικία. ‘Εσύ πρώτος’. Έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα φάκελο και τον κούνησε μπροστά στο πρόσωπο μου. ‘Άσε με να μαντέψω’ του είπα. ‘Θα αρχίσεις να βγάζεις κουνέλια από μέσα, είναι το καινούργιο σου κόλπο’. Δεν ήξερα τι να υποθέσω. Χριστουγεννιάτικα δώρα δεν έχω λάβει πολλά στη ζωή μου. Σε μορφή φακέλου, κανένα. Ο Λάμπης έβγαλε δυο σελίδες και μου τις έδωσε να τις διαβάσω. ‘Ορκίσου ότι δεν έχεις βάλει καμία σκόνη που θα με παραλύσει’ του είπα εύθυμα.
Αγαπητέ ξάδερφε,
Πόσο καιρό έχουμε να μιλήσουμε; Πολύ, χρόνια. Θυμάσαι τότε …
Δίπλωσα το γράμμα και του το έδωσα πίσω. ‘Είναι μεγάλη ευκαιρία Μάρω. Θα φύγουμε από όλη αυτή τη μιζέρια. Έχει δουλειά και για σένα εκεί. Ο ξάδερφος μου θα φροντίσει, είναι καλός άνθρωπος. Μόνος μου δεν μπορώ να το κάνω. Μην βιαστείς να πάρεις απόφαση, σκέψου το. Δεν μας βιάζει κανείς’ – ‘Δεν πρόκειται’ του είπα ‘το αποφάσισα κιόλας. Δεν θα ’ρθω. Σε ευχαριστώ πολύ αλλά δεν φεύγω από εδώ’ – ‘Επειδή ξέρω ότι σκέφτεσαι επιπόλαια δεν πρόκειται να σε πιέσω. Απάντησε μου σε μερικές μέρες, εντάξει;’ – ‘Όχι, μην επιμένεις, δεν γίνεται’.
Ο Λάμπης έφυγε μετά από ένα μήνα απ’ τη ζωή μου. Πήγε σε μια άλλη χώρα για να βρει την τύχη του. Κάναμε έρωτα, κλάψαμε, γελάσαμε. Είδαμε τον ήλιο να γεμίζει τον ουρανό με χρώματα, καθίσαμε δίπλα στην θάλασσα. Άλλοτε σαν δύο φίλοι και άλλοτε σαν εραστές. Όλο αυτό το διάστημα έσχιζα μια μια τις μέρες απ’ τον ημεροδείκτη που ήταν κολλημένος σε ένα χαρτόνι με κάποιους Άγιους πάνω απ’ το κρεβάτι μου και έδινα στον εαυτό μου άλλη μια ευκαιρία. Κάθε μέρα. Απ’ την άλλη όμως, σαν να έπαιρνα θάρρος, σαν να ήξερα ότι από αυτή τη σχέση που σύντομα θα τελείωνε θα έβγαινα ακόμα πιο δυνατή για να αντιμετωπίσω την υπόλοιπη ζωή μου. Θυμάμαι όταν ήρθε να με χαιρετήσει για τελευταία φορά. ‘Ξέρεις, εσένα το δώρο σου κράτησε ένα μήνα’ μου είπε. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να τον φιλήσω στο στόμα. Εκείνος χάιδεψε τα μαλλιά μου και καθώς τραβούσε το δεξί του χέρι, από μέσα τους εμφανίστηκε ένα μικρό χριστολούλουδο …

Τέλος


025-012-2012

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου