Διακοπές στο Χωριό, Κεφάλαιο Έβδομο


VII.



«Γνωριζόμαστε;» του πέταξε ενοχλημένη. Εκείνος την κοίταξε μέσα απ’ τα σχιστά του μάτια με ένα περιφρονητικό βλέμμα και απευθύνθηκε στον Μιχάλη. Στα μέρη του οι γυναίκες προορίζονταν για συγκεκριμένες χρήσεις.
«Άκου πως έχουν τα πράγματα. Σηκώνεστε χωρίς φασαρία και εξυπνάδες, μ’ ακολουθείτε μέχρι τ’ αυτοκίνητο, κάθεστε μπροστά και οδηγάς. Ξεκινάμε;». Αφού γλίστρησε και το τελευταίο γράμμα απ’ τα σφιχτά του χείλη, έκανε την διακριτική του εμφάνιση ο αποκλειστικός βοηθός για την διεκπεραίωση του σχεδίου. Το όπλο που αναπαυόταν κάτω απ’ την ιδρωμένη μασχάλη του υπέρβαρου πιστολέρο βρέθηκε σε κοινή θέα καθώς το δεξί χέρι του αφεντικού του έπιασε την εβένινη λαβή και το ελευθέρωσε απ’ το θηκάρι. Η Δήμητρα έβγαλε μια οξύτατη τσιρίδα που τον ξάφνιασε. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Και αμέσως μετά βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα μπουκάλι το οποίο δεν πρόφτασε να αποφύγει. Το πέταξε με δύναμη ο Μιχάλης και τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί φαρδύς πλατύς στο δάπεδο του μπαρ. Το πιστόλι ακολούθησε και αυτό την ίδια πορεία χωρίς όμως πια να υποστηρίζεται απ’ το χέρι του μπράβου. Η Δήμητρα το κλώτσησε μακριά και κατάφερε μια δυνατή κλωτσιά στο αναπαραγωγικό του σύστημα.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ταραγμένη τον Μιχάλη ο οποίος έσπευσε να μαζέψει το όπλο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρευρισκόμενων.
«Τώρα τρέχουμε. Σε μηχανή έχεις ανέβει ποτέ;»
Κατέβηκαν σχεδόν κουτρουβαλώντας την σκάλα και χώθηκαν στο στενό που είχε αφήσει την μοτοσυκλέτα.
«Για στάσου, μήπως όμως θα ήταν καλύτερα να χαθούμε στα δρομάκια του χωριού; Με την μηχανή που θα πάμε; Εκτός και αν σκέφτεσαι να φύγουμε από δω. Και οι άλλοι;»
«Ανέβα και φόρα το κράνος μου». Η μοτοσυκλέτα πετάχτηκε βίαια μπροστά και το πίσω λάστιχο βάλθηκε να χορέυει για κάποια δευτερόλεπτα προσπαθώντας μάταια να βρει πρόσφυση στις γλιστερές πλάκες του δρόμου.
«Ποιούς άλλους εννοούσες; Πως μας βρήκαν εδώ το σκέφθηκες;» συνέχιζε να μιλάει  ενώ ο αέρας πάλευε με το εκτεθειμένο του κεφάλι αλλοιώνοντας την χροιά της φωνής του. «Πρέπει να λάλησε ο Λόρις. Δεν τον είδες πως έφυγε; Ο Νικηφόρος κινδυνεύει....».

Το μέγαρο των Τσέτρι έστεκε επιβλητικό στην κορυφή του λόφου. Το φεγγάρι φώτιζε την αρχοντική του πρόσοψη και η βαριά σκιά που έπεφτε στο πίσω μέρος του κήπου εξασφάλιζε την διακριτική διάβαση του Νικηφόρου απ’ την μικρή ξύλινη πόρτα που έχασκε μισάνοιχτη. Ο Μάριο είχε φροντίσει να την ανοίξει λίγα λεπτά μετά την τηλεφωνική συνομιλία με τον δικηγόρο του παλιού του αφεντικού.
Δύο μέρες τώρα πάλευε με φοβίες και τύψεις. Το μοιραίο βράδυ που γέννησε η κόρη του αναγκάστηκε να φύγει και να μην σταθεί πλάι στον Τσέτρι όπως τόσο συχνά είχε κάνει το τελευταίο διάστημα, πίνοντας μαζί του το αγαπημένο του λευκό κρασί και σχολιάζοντας τα αναπάντεχα καλά νέα που σύμφωνα με εκείνον είχαν προκύψει. Μπήκε στη δούλεψη του όταν ήταν μόλις δέκα χρονών ύστερα από παράκληση του πατέρα του που φρόντιζε να γυαλίζει τα ακριβά παπούτσια της οικογένειας σε ένα μικρό υπόγειο πίσω απ’ την Πιάτσα Μπιάνκα όπου και ζούσε μαζί με την γυναίκα του και τον μονάκριβο γιό τους. Ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές του ο Μάριο έγινε η σκιά του αφεντικού του, ο άνθρωπος που βρισκόταν πάντα διαθέσιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του και να υπομένει τα καπρίτσια του, να ακούει αφήνοντας ασχολίαστα τα κατορθώματα του και να συμπάσχει στις δύσκολες στιγμές.
Ο Τσέτρι προτιμούσε να μην αναγνωρίζει την αξία του πιστού του υπηρέτη και άφηνε να εννοηθεί ότι επρόκειτο για άλλον έναν απ’ το πολυπληθές προσωπικό του. Μ’ αυτό τον τρόπο συντηρούσε την ψευδαίσθηση της απόλυτης εμπιστοσύνης που του ενέπνεε αυτή η σχέση υποτέλειας. Μια παρόμοια αίσθηση του δημιουργούσε και το αποτέλεσμα της γνωριμίας του με τον Νικηφόρο. Κανείς απ’ τους δυο τους όμως δεν γνώριζε λεπτομέρειες για την ύπαρξη του άλλου στο περιβάλλον του Ιταλού. Έτσι, όταν ο Νικηφόρος γλιστρούσε προσεκτικά κάτω απ’ τις φορτωμένες πορτοκαλιές για να φθάσει στην είσοδο του μαγειρείου όπου θα συναντούσε τον υπηρέτη, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι σε λίγα λεπτά θα βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής απ’ τον άνθρωπο κλειδί αυτής της ιστορίας. Το καμπουριασμένο κορμί του ακουμπούσε στην σιδερένια κάσα της πόρτας και τα κουρασμένα του μάτια έψαχναν με αγωνία στο σκοτάδι περιμένοντας την άφιξη του δικηγόρου.
Ο χώρος που προετοίμαζαν την ημερήσια διατροφή του έμψυχου δυναμικού του σπιτιού θύμιζε κουζίνα εστιατορίου. Στην μέση υπήρχε η χοάνη του απορροφητήρα που φρόντιζε να στέλνει στα μπαϊλντισμένα περιστέρια τις μυρωδιές απ’ τις φιλότιμες προσπάθειες του μάγειρα ενώ γύρω της οι άδειοι μεταλλικοί πάγκοι που συχνά πυκνά αναστέναζαν απ’ το βάρος των τροφίμων φιλοξενούσαν απόψε τα σοβαρά πρόσωπα των δυο συνομιλητών που καθρεφτίζονταν παραμορφωμένα με μια πρασινωπή απ’ τις λάμπες φθορίου απόχρωση στην ψυχρή τους επιφάνεια.
Ο υπηρέτης στριφογύριζε νευρικά γύρω απ’ τον εαυτό του ενώ διηγούνταν στον Νικηφόρο τα συμβάντα εκείνης της νύχτας.


«…………Ευτυχώς η γέννα της κόρης μου δεν κράτησε πολύ ώρα. Έκατσα μαζί της μέχρι τις δυο το πρωί και έπειτα αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι του αφεντικού. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα τον έβρισκα ξύπνιο μιας και τον τελευταίο καιρό υπέφερε από αϋπνίες. Ανεβαίνοντας τη σκάλα που οδηγούσε στο σαλόνι, είδα φώτα και άκουσα έντονες ομιλίες. Μην θέλοντας να ενοχλήσω περίμενα στο διάδρομο και άθελα μου έστησα αυτί. Ξέρω, θα μπορούσα να είχα φύγει εκείνη τη στιγμή και ίσως να ήταν καλύτερα αλλά δεν το ’κανα». Ο Μάριο συνέχιζε να τρέμει. Τι και αν είχαν περάσει δυο ώρες απ’ την συνάντηση του με τον Νικηφόρο. Οι εικόνες από εκείνα τα εφιαλτικά λεπτά εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτια του με τέτοια συχνότητα που πολλές φορές πίστευε ότι το δράμα δεν είχε τελειώσει και ότι η πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ από την σκοτεινή αίθουσα του μαγειρείου.
Δεν θα είχε περάσει ούτε ένα τέταρτο από την άφιξη του δικηγόρου και την αρχή της συνομιλίας τους όταν αντιλήφθηκε τη σκοτεινή φιγούρα του Ντιάρκο να σχηματίζεται στον τοίχο και να προδίδει με την μορφή ενός όπλου τις δολοφονικές του διαθέσεις. Δίχως να προλάβει να αρθρώσει λέξη άρχισε να πυροβολεί στα τυφλά με τις διαδοχικές λάμψεις απ’ την κάνη του περίστροφου να φωτίζουν για κλάσματα δευτερολέπτου το παγερό του βλέμμα. Ο Νικηφόρος που είχε γυρισμένη την πλάτη προς την κατεύθυνση του εισβολέα δεν προλάβε να αντιδράσει. Δέχθηκε μια σφαίρα στον ώμο και μια δεύτερη λίγο κάτω απ’ τον αυχένα καθώς σωριάζονταν στα φθαρμένα πλακάκια του δαπέδου. Ο Μάριο έτρεξε προς την πόρτα που έβγαζε στον κήπο. Ο επόμενος κρότος συνοδεύτηκε από ένα έντονο κάψιμο στο δεξί του πόδι και στιγμές αργότερα βρέθηκε να σέρνεται μπρούμυτα λιπόθυμος στο ψιλό χαλίκι της κεντρικής εισόδου. Ο έντονος πόνος απ’ τη σφαίρα που είχε καρφωθεί στον μηρό του επανέφερε τις αισθήσεις του λίγο πριν το επιχειρήσει η Δήμητρα που καθόταν στο κεφαλόσκαλο περιμένοντας μαζί με τον Μιχάλη και τον αναίσθητο Νικηφόρο την άφιξη της αστυνομίας και κάποιου ασθενοφόρου.
Ο Ντιάρκο που σκόπευε να αποτελειώσει τον υπηρέτη δεν υπολόγισε ότι η μοίρα είχε αποφασίσει να ξαναβρεί στο διάβα του τον εραστή της Ρίτας. Ο Μιχάλης και η Δήμητρα έφτασαν στο μέγαρο των Τσέτρι λίγο πριν την επίθεση. Στη δεξιά πλευρά κατά μήκος του πέτρινου φράχτη ξεκουραζόταν μια γνώριμη μεταλλική μορφή. Ο μαφιόζος είχε σταθμεύσει το μεγάλο του τζιπ πριν ακόμα φθάσει ο Νικηφόρος το αυτοκίνητο του οποίου κρυβόταν άτσαλα πίσω από ένα κυπαρίσσι στην αντίθετη κατεύθυνση.
«Ελπίζω να μην έχουμε αργήσει» είπε ο Μιχάλης καθώς έσκυψε για να διαβεί την ξύλινη πόρτα. Προχώρησαν προσεκτικά ανάμεσα απ’ τα δέντρα φροντίζοντας να μην ακουστούν και να βρίσκονται όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα στις σκιές τους. Οι πρώτοι πυροβολισμοί πάγωσαν το βάδισμα. Έπειτα εμφανίστηκε η ψιλόλιγνη σιλουέτα του υπηρέτη να βγαίνει τρέχοντας απ’ το μαγειρείο και να σωριάζεται λίγα μέτρα απ’ το σημείο που είχαν σταματήσει βγάζοντας το μυαλό του Μιχάλη απ’ την λήθη του τρόμου. Ο Ντιάρκο προχώρησε αργά και σίγουρα προς το θύμα με σκοπό να βάλει ένα τέλος στον άνθρωπο που απειλούσε να τινάξει στο αέρα το σχέδιο του. Ο Λόρις Μαντσιάνο επικοινώνησε μαζί του καθώς αποχωρούσε απ’ το εξοχικό της Ρίτας με ένα δυνατό πονοκέφαλο στο σβέρκο και τον εγωισμό του πληγωμένο. Η είδηση της επικείμενης συνάντησης του δικηγόρου με κάποιον υπηρέτη του Τσέτρι έκανε το κεφάλι του να βράζει από θυμό. Τελικά αυτό το σημείο του σώματος του δεν έμελλε να έβρισκε ησυχία απόψε. Μην χάνοντας χρόνο και αφήνοντας τον κίνδυνο και τις πιθανότητες για ανεπιθύμητα αποτελέσματα στην Δήμητρα που στεκόταν σοκαρισμένη σαν να παρακολουθούσε τις περιπέτειες και τα παθήματα από ερασιτεχνικές λήψεις ενός αυτόπτη μάρτυρα, άρπαξε το κράνος απ’ τα χέρια της και όρμησε μέσα απ’ τα δέντρα κραυγάζοντας με σκοπό να αιφνιδιάσει τον μαφιόζο αλλά και να εμψυχώσει τον εαυτό του σ’ αυτή την παράτολμη επίθεση. Για δεύτερη φορά μέσα σε μια νύχτα ο Ντιάρκο ήρθε σε επαφή με ένα αντικείμενο που ούτε καν έμπαινε στον κόπο να παρατηρήσει κάθε φορά που κάποιος μοτοσικλετιστής βρισκόταν στο διάβα του. Το πολύχρωμο κράνος του Μιχάλη μεταμφιέστηκε σε τσεκούρι με φτερά και κορδόνια και ο ίδιος στον τελευταίο των Μοϊκανών καθώς ορμούσε κάπως άχαρα στο στιβαρό κορμί του Ντιάρκο. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του σαστισμένος απ’ τις ιαχές πολέμου, το δεξί του χέρι έσφιξε το όπλο. Μα ήταν αργά. Ο αυχένας του αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί για την βάναυση μεταχείριση που είχε ήδη υποστεί και με ένα οξύτατο πόνο έθεσε για μια στιγμή εκτός λειτουργίας το κέντρο αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων. Η βίαιη επαφή με την συνθετική επιφάνεια του πρωτότυπου όπλου του Μιχάλη δεν προκάλεσε απώλεια των αισθήσεων αλλά κάτι εντελώς αναπάντεχο. Μια καρδιακή προσβολή.  
Το αν έπασχε ή όχι απ’ την καρδιά του πιθανόν να το μάθαινε αν κατάφερνε να περάσει ανώδυνα το επόμενο σαρανταοκτάωρο. Για την ώρα βρισκόταν κάτω από αστυνομική επιτήρηση στο ίδιο νοσοκομείο, με τον υπηρέτη, τον δικηγόρο αλλά και τον Μάρκο Γεωργίου, τα τρία πρόσφατα θύματα του.
Ο πατριός της Δήμητρας είχε βολευτεί σε ένα από τους καναπέδες της αίθουσας αναμονής και λαγοκοιμόταν ακουμπισμένος στο εμπριμέ μπράτσο του επίπλου όταν κατέφθασε το ασθενοφόρο και ένα περιπολικό αναστατώνοντας την μεταμεσονύκτια ηρεμία.  Ο  θόρυβος ξύπνησε τον Αλέξανδρο που έμεινε να κοιτάζει απορημένος την κόρη του.
«Τι έγινε; Γιατί γυρίσατε;» της είπε.
«Εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου παίζει παράξενα παιχνίδια» του είπε ο Μιχάλης. «Ο κύριος που μας συνοδεύει» μιλούσε ενώ έκανε νόημα για κάποιον κοντό άντρα με μαύρο σακάκι που έδινε οδηγίες σε ένστολους αστυνομικούς «και που δεν θα ήθελες να  γνωρίσεις είναι ο επιθεωρητής Ζαλέτι. Ο άνθρωπος αυτός ήρθε στο Χωριό απ’ την Γενική Ασφάλεια της Νάπολης για την εξακρίβωση της αυτοκτονίας του Τσέτρι. Ακόμα δεν ξέρει λεπτομέρειες για την υπόθεση παρά μονάχα αυτά που του είπαμε εμείς. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε αφήσει έξω το όνομα του γιού σου. Το κακό όμως είναι ότι ο δημοσιογράφος που είχε γνωρίσει ο Μάρκος είναι ο κύριος υπεύθυνος του μακελειού που έγινε απόψε και παρ’ ολίγο να μας στείλει όλους στον αγύριστο. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε τον ψάχνουν. Αν μιλήσει……».
Η Δήμητρα του αφηγήθηκε εν συντομία αυτά που είχαν προηγηθεί. Ο Αλέξανδρος αισθάνθηκε το κεφάλι του να βουίζει. Η επιθυμία του να φύγει εκείνη τη στιγμή απ’ την Ιταλία ήταν τόσο έντονη που ήταν έτοιμος να πάρει με το φορείο τον Μάρκο και   να εξαφανιστεί με ένα ασθενοφόρο μέσα στη νύχτα.
Ήταν τρεις τα ξημερώματα όταν ο Ζαλέτι έδωσε το πράσινο φως για ξεκούραση. Ο Αλέξανδρος θα συνέχιζε το ξενύχτι πλάι στον γιό του και θα περίμενε την επόμενη επίσκεψη του επιθεωρητή αργότερα μέσα στη μέρα. Οι άλλοι δυο θα επέστρεφαν στο χωριό. Η επιθυμία της Δήμητρας να επισκεφθεί τον τάφο του πατέρα της θα έπρεπε να περιμένει μερικές ώρες ακόμα για να πραγματοποιηθεί. Το περιπολικό τους άφησε στην Πιάτσα Μπιάνκα.
«Πως σου φάνηκε η κατάθεση του Μάριο;» την ρώτησε ο Μιχάλης καθώς βάδιζαν στην έρημη πλατεία.
«Άκρως διαφωτιστική. Ο Ντιάρκο μαζί με την Ρίτα είναι πίσω απ’ όλη αυτή την ιστορία ή έστω μονάχα εκείνος. Είναι φανερό ότι σκοπός του ήταν να καταστρέψει τον πατέρα μου και κάποια στιγμή την ίδια την Ρίτα. Η επίσκεψη εκείνο το βράδυ στο σπίτι έγινε για να φορτίσει ψυχολογικά τον Τσέτρι διότι γνώριζε ότι ήδη ζοριζόταν με την υπόθεση του εκβιασμού που του έκανε ο αδερφός μου. Του αποκάλυψε ότι έχει παράνομο δεσμό με τη γυναίκα του και ότι είχε μόλις σκηνοθετήσει ένα τροχαίο ατύχημα για να βγάλει απ’ τη μέση τον Μάρκο».
«Θα πρέπει να ξερε και για τις διαθήκες. Μα κι αν κάνουν άνω κάτω το σπίτι του πιθανότατα δεν θα βρεθούν. Στην θέση του θα τις κατέστρεφα. Ο Τσέτρι φαίνεται ότι είχε μεγάλη αδυναμία στην μητέρα σου και προσπαθούσε να προλάβει τα χειρότερα αλλά και οι πιέσεις που θα δεχόταν για την υποψηφιότητα του θα ήταν αφόρητες. Δεν τ’ άντεξε».
«Η σχέση της μητέρας μου με τον πατέρα μου είναι κάτι εντελώς προσωπικό. Ούτε εγώ μπόρεσα να καταλάβω πως συντηρήθηκε στο μυαλό του καθενός χωρίς να φθαρεί αλλά και να μεταλλαχθεί σε μια βαθιά αγάπη που εμφανίστηκε στην επιφάνεια μοναχά σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές». Το ζευγάρι είχε φθάσει πια στην είσοδο του ξενοδοχείου.
«Θα πας αύριο στον τάφο;» της είπε ο Μιχάλης.
«Ναι, γι αυτό άλλωστε δεν ήρθα; Έλα μαζί μου, δεν θα ήθελα να πάω μόνη» και πρόσθεσε χαμογελώντας «μόνο φέρε και εκείνο το κράνος….ποτέ δεν ξέρεις».

Ο Μιχάλης βρέθηκε να ακολουθεί την ίδια διαδρομή που είχε κάνει εκείνο το απόγευμα, δυο μέρες πριν, όταν συνάντησε στην πλατεία την πομπή της κηδείας. Αν και ήταν πολύ κουρασμένος αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να αφήσει την μοτοσικλέτα έξω απ’ το μέγαρο των Τσέτρι. Ανεβαίνοντας κοντοστάθηκε σε εκείνο το ανηφορικό σημείο του δρόμου που το βλέμμα του είχε απαντήσει την ιδιαίτερη μορφή της χήρας. Η όμορφη αυτή εικόνα έχασε τη σειρά της από μια άλλη λιγότερο ευχάριστη που καρφώθηκε στο μυαλό του πριν από λίγη ώρα στο νοσοκομείο. Εκεί ξαναείδε την Ρίτα, καταβεβλημένη, με δυο μεγάλες κοκκινίλες στα μάγουλα σημάδια κάπως σκληρής μεταχείρισης απ’ τον Ντιάρκο συνοδευόμενη από ένα άνθρωπο της Ασφάλειας. Τα όμορφα μάτια της σκοτείνιασαν μόλις την πλησίασε. Το βλέμμα της είχε θολώσει απ’ το μίσος. Η ερωτική τους συνεύρεση είχε εξαφανιστεί απ’ την πρόσφατη μνήμη της και τη θέση της είχε πάρει μια αηδία για τον άντρα που στεκόταν τώρα μπροστά της. Το πρόσωπο της πλησίασε το δικό του. «Ο πρωταγωνιστής της βραδιάς! Καμαρώστε τον!» είπε κουνώντας ειρωνικά το κεφάλι της και πρόσθεσε  «Τα κατάφερες λοιπόν. Ήρθες από το πουθενά και μπλέχτηκες στα πόδια μου για να παίξεις. Είσαι ένα παράσιτο και σαν τέτοιο θα σου φερθούμε. Κάτσε και θα δεις. Ανθρωπάκι!». Πόσο σκληρή είχε γίνει ξαφνικά. Μα για κείνον παρέμενε γοητευτική. Εκείνη και η σύντομη τους περιπέτεια. Άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε το σώμα του πάνω στο κρύο μέταλλο της μηχανής. Τα μάτια του πονούσαν απ’ τη νύστα και η κούραση είχε επιβραδύνει την κινητική του ευχέρεια. Μια ανάμνηση απ’ την Αθήνα ήρθε να του κάνει παρέα και να φράξει για λίγο το ορμητικό ποτάμι από πρόσωπα, τοποθεσίες, ήχους, μυρωδιές αλλά και φοβίες που πλημμύριζαν το ταλαιπωρημένο μυαλό του. Ήταν η ήρεμη μορφή της Βέρας της κοπέλας του παρέα με την κόρη της και τον σκύλο του σε ένα εγκαταλειμμένο άλσος όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν όλοι μαζί για βόλτα. Φαίνεται πως είχε φθάσει η στιγμή που η αδρεναλίνη στέρεψε. Το μικρό τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει η ζωή του πριν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι εκτονώθηκε, μαζεύτηκε, έγινε μια μικρή σφικτή μπάλα και χάθηκε στον κάδο ανακύκλωσης του εγκεφάλου. Για πρώτη φορά απ’ την στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ιταλία ένιωσε μια γλυκιά νοσταλγία και μια επιθυμία να επιστρέψει σε όλα αυτά που του ήταν γνώριμα.



Σχόλια