Διακοπές στο Χωριό, Κεφάλαιο Έκτο


VI.



Η Ρίτα τον πλησίασε, κόλλησε βίαια το σώμα της πάνω του και τον φίλησε φλογερά στο στόμα. Προσχήματα, δισταγμοί, φόβος όλα εξατμίστηκαν.
«Πάμε μέσα και κοίταξε να βγάλεις γρήγορα όλη αυτή την πανοπλία που μου φόρεσες για να ‘ρθεις εδώ μωρό μου. Περίμενα τόσες ώρες για να σε δω και δεν είμαι της υπομονής…» του είπε ενώ τον τράβαγε βιαστικά μέσα απ’ τα σκοτεινά δωμάτια του σπιτιού για να καταλήξουν σε ένα μεγάλο καθιστικό, απαλά φωτισμένο, λιτά διακοσμημένο και με θέα στο….. άπειρο. Η έξαψη που είχε δημιουργηθεί στο ελαφρώς ερυθρό πλέον ασκεπές κεφάλι του Μιχάλη δεν του άφηνε περιθώριο να αναρωτηθεί γιατί έχασε το παιχνίδι της πρωτοβουλίας εκεί στην είσοδο, μερικά λεπτά πριν. Απολάμβανε πια την πρώτη ουσιαστική επίθεση που είχε δεχθεί από θηλυκό στη ζωή του. Δεν έπαυε ακόμα και κατά την διάρκεια της ερωτικής τους Συμφωνίας να θαυμάζει την ομορφιά της, ιδιαίτερα όταν βρισκόταν από πάνω του και μουρμούριζε σε ακαταλαβίστικα ιταλικά, λεξούλες πάθους.
Για εκείνη μια ερωτική εκτόνωση αποτελούσε τρόπο ζωής και παράδοση άνευ όρων στην μεγάλη της αδυναμία, τους άντρες. Της ήταν πράγματι πολύ δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να βρεθεί πλάι σε ένα αρσενικό της αρεσκείας της που την φλερτάρει και να μην καταλήξει στο κρεβάτι μαζί του. Η συναισθηματική δέσμευση απουσίαζε σχεδόν πάντα απ’ την καρδιά της ή διαρκούσε τόσο όσο η επόμενη περιπέτεια. Οι έρωτες ήρθαν και έφυγαν με την ταχύτητα και την ένταση των νεανικών της χρόνων. Η επιφανειακή θεώρηση της ζωής κυριαρχούσε χωρίς να αφήνει περιθώρια παρά μόνο για λίγη αγάπη στα παιδιά της.

Θα ορκιζόταν ότι είχε περάσει πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα τριάντα λεπτά που χάραξε ο δεξιός δείκτης του παραλληλόγραμμου επιτραπέζιου ρολογιού μετακινώντας ελαφρά και τον τεμπέλη φίλο του απ’ τα αριστερά όταν η Ρίτα σηκώθηκε απ τον καναπέ όπου εκτυλίχθηκε το φινάλε της ερωτικής τους συνεύρεσης.  
«Πάω να φέρω λίγο κρασί» είπε χαμηλόφωνα.
«Μήπως έχεις και κάτι να το συνοδεύσουμε;»
Επέστρεψε σε λίγα λεπτά με ένα μπουκάλι λευκό κρασί και ένα μεγάλο κεραμικό πιάτο με μπαγιάτικα μπριός και μερικές φέτες προσούτο.
«Εσείς οι άντρες.... ή που θα σας πάρει ο ύπνος ή που θα πρέπει να φάτε μετά το σεξ»
«Ενώ εσύ με ένα ποτήρι κρασί πετυχαίνεις ολική επαναφορά».
«Κάπως έτσι, παίζουν ρόλο και οι συνθήκες βέβαια. Αυτή τη περίοδο αισθάνομαι μονίμως κυνηγημένη, απολαμβάνω, αλλά ξέρω ότι πατάω σε ένα τεντωμένο σχοινί».                                                                                               
«Φαντάζομαι πως θα βιάζεσαι να φύγεις, υπάρχει κάτι άλλο που σ’ ανησυχεί, το βλέπω».
«Ας μην το χαλάσουμε, περάσα πολύ ωραία μαζί σου αλλά ακόμα κι αυτές οι στιγμές ήταν μια πολυτέλεια για μένα. Κάποια στιγμή μπορεί και να μου δοθεί η ευκαιρία να σου εξηγήσω. Αλήθεια, πότε επιστρέφεις στην όμορφη πατρίδα σου;»
«Έχω άλλες τρεις μέρες στη διάθεση μου και θα ήθελα να σε ξαναδώ».
«Αυτό δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να στο εγγυηθώ. Άσε που θα πρέπει να είσαι διαθέσιμος άνα πάσα στιγμή. Η επόμενη φορά - αν υπάρξει - δεν θα είναι σ’ αυτό το ωραίο σπιτάκι».
«Κρίμα, είναι πανέμορφα εδώ πάνω». Ο Μιχάλης πλησίασε την Ρίτα και την φίλησε στον ώμο.
«Δεν νομίζεις ότι δικαιούμαι ένα δεύτερο γύρο;» της ψιθύρισε και την στρίμωξε βίαια στην άκρη του καναπέ....

«Θα την τσακίσω και αυτή και τον Έλληνα εραστή της» μουρμούριζε μέσα απ’ τα δόντια του ο Μάσιμο Ντιάρκο καθώς οδηγούσε νευρικά το μεγάλο του τζιπ κατευθυνόμενος προς το μέρος όπου είχε περάσει και αυτός όχι μια αλλά αρκετές νύχτες πάθους με την χήρα πλέον του συνεταίρου του. Γνώριζε καλά πως δεν έπρεπε να βλάψει ανεπανόρθωτα την Ρίτα μιας και όλες οι επιχειρήσεις του τεθλιπόντα απουσία επίσημης διαθήκης θα περιέρχονταν τώρα σε εκείνη. Άρα θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι συνέταιροι. Λίγες σφαλιάρες θα την έβαζαν σε σκέψεις για το αν θα συνέχιζε να τσιλιμπουρδίζει. Ο Τσέτρι το ήξερε ότι η γυναίκα του ήταν ελαφρών ηθών αλλά δεν τον απασχολούσε διότι και ο ίδιος δεν ήταν δα και κανένα ήσυχο αρνάκι. Αρέσκονταν στο  να την επιδεικνύει από δω κι από κει όπως του είχε πει και η ίδια κάποτε.  Μα εκείνος δεν ανεχόταν να γίνονται σημεία και τέρατα κάτω απ’ τη μύτη του. Πόσο μάλλον να χασκογελάνε τα πρωτοπαλίκαρα πίσω απ’ την πλάτη του. Η παρουσία της στο εστιατόριο κάτω απ’ την ερωτική τους φωλιά έγινε αντιληπτή από ένα σερβιτόρο που γνώριζε κάποιο πληροφοριοδότη του. Τα υπόλοιπα δρομολογήθηκαν εύκολα, μια επίσκεψη στον ξενώνα του Αντόνιο αποκάλυψε την ταυτότητα του άντρα και ένα τηλεφώνημα πριν από μισή ώρα το σημείο συνάντησης. Ο Ντιάρκο ήταν ένας ψηλός γεροδεμένος άντρας γύρω στα εξήντα, με πολύ κοντά γκρίζα μαλλιά, οστεώδες πρόσωπο και γκριζογάλανα μάτια. Ήταν μονίμως αξύριστος και σε κοιτούσε λες και θα έπεφτες νεκρός όπου να ναι απ’ το παγωμένο του βλέμμα. Αισθανόταν πως τα χρόνια που βάραιναν τις γυμνασμένες πλάτες του δεν ήσαν αρκετά για να αποτρέψουν την διεκπεραίωση των προσωπικών του υποθέσεων.
Τα λάστιχα του ογκώδους τετράτροχου άρχισαν να σκορπάνε εκατοντάδες πετραδάκια καθώς πάσχιζαν να αφήσουν το αποτύπωμα τους πάνω στην τραχιά επιφάνεια του χωματόδρομου. Η φασαρία και η σκόνη δεν στάθηκαν ικανές να προειδοποίησουν τους εραστές παρά μόνο όταν το δεξί πόδι του ιταλού μαφιόζου  βύθισε το πεντάλ του φρένου λίγα μέτρα πριν απ’ τον πέτρινο φράχτη του εξοχικού. Το αυτοκίνητο της Ρίτας και η άγνωστη μοτοσυκλέτα επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες που είχε λάβει πρωτύτερα και αναζωπύρωσαν το θυμό του.
«Περιμένεις κόσμο;» είπε περιπαικτικά ο Μιχάλης.
«Ήθελες να μάθεις τι είναι αυτό που σου κρύβω. Ντύσου και φύγε διότι απ’ ότι φαίνεται δεν θα ζήσεις για να το διηγηθείς». Τελειώνοντας την φράση είχε προλάβει ήδη να φορέσει τα ρούχα της και να σουλουπώσει τα μαλλιά της.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο Μιχάλης παρέμενε σχετικά ήρεμος. Έβαλε κι αυτός βιαστικά παντελόνι και πουκάμισο, άρπαξε το μπουφάν και το κράνος του και βγήκε στον κήπο για να κρυφτεί. Δεν σκόπευε να το σκάσει δίχως να μάθει ποιός αποφάσισε να του χαλάσει την βραδιά. Απ’ τον κήπο διάλεξε όμως να εισέλθει και ο απρόσκλητος επισκέπτης. Η σκηνή έμοιαζε να είναι βγαλμένη από γνωστή κωμική αστυνομική ταινία. Ο Ντιάρκο προχωρούσε σαν αίλουρος προς το πίσω μέρος του σπιτιού ενώ ο Μιχάλης ακροπατούσε σκυφτός στις μύτες των ποδιών του πηγαίνοντας προς την κεντρική είσοδο. Οι δυο άντρες βρέθηκαν ξαφνικά σε απόσταση αναπνοής. Ένα ευχάριστο αεράκι είχε φροντίσει να καμουφλάρει τους θορύβους που προκαλούσαν οι βηματισμοί τους και το ολόγιομο φεγγάρι να αποκαλύψει στον καθένα τις σιλουέτες τους. Ο Ντιάρκο δεν σκόπευε να συστηθεί και έσπευσε να ρίξει μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο του Μιχάλη κάνοντας τον να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί φαρδύς πλατύς στο έδαφος. Πριν προλάβει να παρατηρήσει τον έναστρο ουρανό και να αναρωτηθεί γιατί δεν έπεσε αναίσθητος όπως συμβαίνει σε κάθε ταινία δράσης που σέβεται τον εαυτό της, είδε το κορμί του μαφιόζου να αψηφά την βαρύτητα και να κατευθύνεται με ορμή καταπάνω του. Το ένστικτο περισσότερο και όχι η καθαρή σκέψη ανέλαβε να αμβλύνει τις συνέπειες της  σύγκρουσης δίνοντας άμεση εντολή στο αριστερό χέρι που κρατούσε το κράνος να το μετακινήσει αστραπιαία μπροστά απ’ το πηγούνι. Το μέτωπο του έκπληκτου Ιταλού κτύπησε άτσαλα στη φεγγαρόλουστη συνθετική επιφάνεια και αναπήδησε σαν μπάλα προς τα πίσω. Ο αυχένας πιέστηκε και η νύχτα έχασε για την ώρα την γήινη ομορφιά της. Ο Μιχάλης κοίταξε σαστισμένος το αναίσθητο σώμα. Την τελευταία φορά που έμπλεξε σε καυγά η Μαντόνα ήταν ακόμα παρθένα και οι U2 ξελαρυγγιάζονταν για μια ανεξάρτητη Ιρλανδία.
Η Ρίτα διέκοψε τις άκαιρες περιπλανήσεις του στο παρελθόν.
«Καλύτερα να φύγεις πριν συνέλθει»
«Όχι αν δεν μου πεις ποιος είναι».
«Τι σημασία έχει; Αρκετά έμπλεξες, σήκω φύγε, εξαφανίσου σήμερα απ την Ιταλία, μπορείς;»
«Δεν σ αφήνω εδώ ολομόναχη μ’ αυτόν».
«Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να με σκοτώσει. Δεν τον συμφέρει πίστεψε με. Εσύ όμως θα μπλέξεις πολύ άσχημα αν τα βάλεις μαζί του. Είναι σε θέση να βάλει και την αστυνομία να σε κυνηγάει».
«Φεύγω αλλά δεν σου υπόσχομαι τίποτα….».
Την ώρα που η μοτοσικλέτα του Μιχάλη πατούσε και πάλι την μαύρη άσφαλτο του επαρχιακού δρόμου μια θολούρα και ένας έντονος πόνος στο σβέρκο επανέφερε στην πραγματικότητα τον Ντιάρκο. Η φιγούρα της Ρίτας άρχισε σιγά σιγά να σχηματίζεται μπροστά του. Έκανε να σηκωθεί απότομα εκνευρισμένος, μα ο αυχένας του υπενθύμισε για άλλη μια φορά τα αποτελέσματα της πρώτης επαφής με τον Έλληνα εραστή. Ανακάθισε με κόπο στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού όπου τον είχε αφήσει ο Μιχάλης πριν αποχωρήσει.
«Είσαι μια πουτάνα, το ξέρεις;» γρύλισε και έσπρωξε με απέχθεια το χέρι της Ρίτας απ το πρόσωπο του.
«Έλα, χτύπα με, κάντο! Αυτό δεν θέλεις;».  Ναι, αυτό ακριβώς ήθελε αυτή τη στιγμή. Να την χτυπήσει, να την γεμίσει μελανιές και σπασίματα. Να την σακατέψει. Στα υπέροχα μάτια της δεν έβλεπε όμως εκείνη αλλά τον αντίζηλό του. Αυτόν ήθελε να μακελέψει, να σκοτώσει. Η οργή του έγινε διπλή όταν συνηδητοποίησε την αδυναμία που της είχε. Με δυο γρήγορα χαστούκια την ξάπλωσε στο πάτωμα. Εκείνη κατάλαβε αμέσως ότι η ερωτική της βραδιά πήρε μια αναπάντεχη παράταση……


Η υπάλληλος στην υποδοχή του νοσοκομείου ήταν κατηγορηματική. Το επισκεπτήριο για τους ασθενείς είχε λήξει πριν από μια ώρα.
«Θα κάνετε ένα κόπο να ξαναπεράσετε το πρωί από τις δέκα και μετά κύριε Γεωργίου. Σας το εξήγησα, το δωμάτιο που βρίσκεται ο γιός σας έχει άλλους πέντε ασθενείς, όλοι τους δύσκολα περιστατικά. Δεν γίνεται να τους αναστατώσουμε».
Ο Αλέξανδρος έβαλε τις φωνές και ζήτησε να δει κάποιο γιατρό. Όταν έφθασαν στο νοσοκομείο βρισκόταν ήδη σε ένταση εξ αιτίας της συζήτησης που είχε κάνει με την Δήμητρα στην διαδρομή. Η αιτία της επίσκεψης του γιού του στην Ιταλία την έκανε έξω φρενών. Γνώριζε απ’ την μητέρα της ότι ο Μάρκος προσπάθησε να εκβιάσει τον Τσέτρι αλλά δεν περίμενε ότι η χάρη του θα έφθανε ως εδώ. Το ατύχημα ήταν φυσικό επακόλουθο.
Η λεκτική φασαρία του πατριού της θορύβησε τους δυο άντρες που κουβέντιαζαν καθισμένοι στις αναπαυτικές πολυθρόνες  μπροστά απ’ τα γραφεία της υποδοχής. Ο Νικηφόρος Κριεζάτος αρέσκονταν να ανακατεύεται σε τέτοιες καταστάσεις διότι πίστευε ότι μ αυτό τον τρόπο όλο και κάποια γνωριμία θα προέκυπτε και γιατί όχι μια μελλοντική συνεργασία. Πόσο μάλλον όταν κάποιος απ’ την πατρίδα βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Το δυνατό άρωμα της Δήμητρας αναστάτωσε ευχάριστα τις αισθήσεις του και τον ανάγκασε να της απευθύνει τον λόγο.
«Γεια σας, μήπως θα μπορούσα να βοηθήσω; Ονομάζομαι Νικηφόρος Κριεζάτος και είμαι δικηγόρος».
«Α, ναι, τώρα μάλιστα θα λυθεί το πρόβλημα» πέταξε ειρωνικά ο Αλέξανδρος προλαβαίνοντας την απάντηση της.
«Στ αλήθεια είστε τόσο προκατειλημμένος με εμάς τους δικηγόρους; Είμαστε σε ένα ξένο τόπο, γιατί να μην βοηθήσει ο ένας τον άλλον;»
«Γιατί όχι;» σκέφθηκε ο Αλέξανδρος πιο ψύχραιμα.
«Συγχωρέστε με, αλλά ο γιός μου είχε ένα τροχαίο ατύχημα και….»
«Τροχαίο ατύχημα; Το όνομα του;» τον διέκοψε έκπληκτος ο Νικηφόρος.
«Μάρκος Γεωργίου».
«Και εσείς είστε συγγενής;»
«Ναι, βέβαια, είμαι η αδερφή του. Μα τι συμβαίνει;»
«Πρέπει να μιλήσουμε. Ο αδελφός σας γλίτωσε τα χειρότερα αλλά θα πρέπει να φύγει το συντομότερο δυνατό από δω».
«Αυτό είναι κάτι που θα το φροντίσω εγώ προσωπικά. » είπε ο Αλέξανδρος.
«Ακούστε κύριε Γεωργίου, δεν γνωρίζω αν έχετε υπ όψη σας σε τι είναι ανακατεμένος ο γιός σας».
«Όσο για αυτό να είστε σίγουρος ότι είμαστε αμφότεροι ενημερωμένοι» απάντησε η Δήμητρα «εσείς όμως τι σχέση έχετε με όλα αυτά;».
«Είμαι ένας απ’ τους δικηγόρους του Πάολο Τσέτρι και καλός του φίλος και ο κύριος Μαντσιάνο από δω είναι δημοσιογράφος. Μ’ αυτόν  ήρθε σε επαφή ο Μάρκος με σκοπό να εκβιάσει τον πατέρα σας απειλώντας τον ότι θα δημοσιευτεί η ερωτική περιπέτεια με την μητέρα σας και το αποτέλεσμα αυτής, δηλαδή η ύπαρξη σας».
«Ναι, αυτά τα γνωρίζω, τα έμαθα πριν από λίγο απ’ τον πατριό μου». Ο Αλέξανδρος παρακολουθούσε την συζήτηση χωρίς να έχει διάθεση να επέμβει. Είχε κουραστεί, ήθελε να σηκωθεί να φύγει μόλις ο Μάρκος γίνει καλά και να μην ξαναπατήσει στην Ιταλία μήτε να ξανακούσει τίποτα για αυτή την ιστορία. Ειλικρινά δεν τον αφορούσε. Η κόρη του ας έκανε ότι ήθελε, αρκετά την είχε ανεχθεί. Πόσο την μισούσε που ήταν καλά, ατσαλάκωτη και υγιής ενώ ο γιός του βρισκόταν οριζοντιομένος μέσα σε ένα κρύο θάλαμο με Κύριος είδε τι ουσίες να κυκλοφορούν στο αίμα του, περιμένοντας τον οργανισμό του να δώσει το πράσινο φως για το εξιτήριο.
«Σήμερα τ’ απόγευμα ο πατριός μου έλαβε ένα τηλεφώνημα από κάποιον ‘κύριο’ που τον ενημέρωσε για το ατύχημα του Μάρκου και τον προειδοποίησε ότι σε περίπτωση που δεν αναχωρούσαν το συντομότερο δυνατό απ’ την χώρα δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί κανείς για την υγεία του» συνέχιζε η Δήμητρα.
«Το πιο πιθανό είναι ότι πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που κυνηγάνε και τον δημοσιογράφο. Είναι πρώην συνεργάτες του Πάολο Τσέτρι. Αλλά για ποιο λόγο συνεχίζουν να μας απειλούν αφού ο πατέρας σας πέθανε;» συμπλήρωσε ο Νικηφόρος σαν να απευθύνεται στον εαυτό του. «Σας είχε μιλήσει ποτέ εκείνος ή η μητέρα σας για την διαθήκη του;»
Μια ενοχλητική μελωδία γνωστού ελληνικού σουξέ διέκοψε την συνομιλία. Απ’ την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε η φωνή του Μιχάλη.
«Νικηφόρε, πρέπει να σε δω επειγόντως. Είχα μια αναπάντεχη συνάντηση με κάποιον που μάλλον δεν χάρηκε που με είδε. Έμπλεξα».
«Που βρίσκεσαι;»
«Είμαι λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό. Εσύ;»
«Είναι μεγάλη ιστορία. Θα τα πούμε σε καμιά ώρα στο καφέ ‘Μίο’. Α, και πρόσεχε!»
Ο Νικηφόρος πρότεινε στην Δήμητρα να έρθει μαζί τους και συνέστησε στον πατριό της να παραμείνει στην χώρα μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες για τις συνθήκες του ατυχήματος του γιού του.
«Αν μου εγγυηθείτε ότι δεν θα παραποιηθούν ή απαλειφθούν τυχόν ενοχοποιητικά στοιχεία τότε θα μείνω, αλλά επειδή είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν μπορείτε να το κάνετε θα προτιμήσω να μην ταλαιπωρηθώ άλλο».
Κατά τη διάρκεια της επιστροφής στο Χωριό, ο Λόρις έλυσε τη σιωπή του και βάλθηκε να μάθει λεπτομέρειες για την ζωή της Δήμητρας.
«Ο αθεόφοβος, με φλερτάρει. Τελικά είναι τρόπος ζωής γι αυτούς. Αλλιώς δεν εξηγείται. Και οι Ιταλοί που γνωρίζω στη δουλειά μου δεν αφήνουν γυναίκα για γυναίκα» είπε στα ελληνικά.
«Μην είσαι και τόσο σίγουρη. Δημοσιογράφος ίσον πονηρός, δεν νομίζεις;» της απάντησε ο Νικηφόρος ενώ το νοικιασμένο Φίατ έμπαινε στον πλακόστρωτο παραθαλάσσιο δρόμο του χωριού.


Ο Μιχάλης έφτασε στο καφέ λίγο πριν τα μεσάνυχτα, άφησε την μηχανή του σε ένα σκοτεινό σοκάκι για παν ενδεχόμενο και ανέβηκε διστακτικά την φαρδιά σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Κάθισε στην ίδια ακριβώς θέση που βρισκόταν το προηγούμενο βράδυ λίγο πριν συναντήσει την Μάρτα, την αδερφή του Αντόνιο.
Μα είχε περάσει μονάχα μια ημέρα; Οι γνωριμίες, οι συζητήσεις, οι εικόνες, οι σκέψεις όλα είχαν διογκώσει την χρονική τους διάσταση και το χώρο που καταλάμβαναν μέσα στο μυαλό του αφήνοντας την αίσθηση της ακαθόριστης διάρκειας. Ο φόβος απ’ την άλλη, απασχολούσε αρκετά το νευρικό του σύστημα. Παρατηρούσε τα πρόσωπα με τα οποία είχε οπτική επαφή και αναρωτιόταν ποιό απ’ αυτά θα μπορούσε να δουλεύει για τον άγνωστο άνδρα. Ούτε λόγος για επιστροφή στην πανσιόν απόψε. Σίγουρα γνώριζαν ότι διέμενε εκεί. Και ο Νικηφόρος; Μήπως ήταν κι αυτός μπλεγμένος; Διέκοψε την ατέρμονη παρατήρηση των παρευρισκόμενων απορροφημένος απ’ την επεξεργασία πιθανών σεναρίων. Η είσοδος του Νικηφόρου, της Δήμητρας και του Λόρις δεν έγινε αντιληπτή παρά μονάχα όταν πλησίασαν πια σε απόσταση αναπνοής απ’ το ψηλό αλουμινένιο σκαμπό πάνω στο οποίο στριφογύριζε κάθε λίγο και λιγάκι ψάχνωντας να βρει απαντήσεις απ’τα πολύχρωμα μπουκάλια που ήταν παραταγμένα σε διάφορα ύψη μπροστά του.
«Καλησπέρα Μιχάλη. Αργήσαμε; Ελπίζω το μισοάδειο Μαρτίνι που βλέπω να είναι το πρώτο». Ο Νικηφόρος σύστησε και τους άλλους δυο και έπιασε να διηγείται σε άπταιστα ιταλικά πώς ήρθε σε επαφή με το δημοσιογράφο και συναντήθηκε αναπάντεχα με την Δήμητρα στο νοσοκομείο. Σύντομα ήρθε η σειρά του Μιχάλη να μιλήσει.
«Σήμερα το μεσημέρι συνάντησα τυχαία την Ρίτα Τσέτρι». Το βλέμμα του Νικηφόρου σκοτείνιασε.
«Ξέρω τι θα πεις, αλλά ήταν κάτι προσωπικό. Δεν ήθελα να το αποφύγω. Πάντως η συνάντηση ήταν όντως τυχαία, να ’σαι σίγουρος»
«Όπως είμαι σίγουρος πως θα ’βρισκες τρόπο να την προκαλέσεις αν δεν σου προέκυπτε».
«Μπορεί. Το γεγονός είναι ότι ξαναβρεθήκαμε πριν από δυο ώρες στο εξοχικό της σπίτι. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται και κάποια στιγμή κατέφθασε φουριόζος ένας άντρας γύρω στα εξήντα ο οποίος μου συστήθηκε με μια δυνατή μπουνιά στο σαγόνι». Ένα μικρό σκίσιμο στο χείλος και ένα πρίξιμο στην περιοχή αποδείκνυε τα λεγόμενα του.
«Η θεά Τύχη μου χρώσταγε φαίνεται και έτσι κατάφερα να τον ακινητοποίησω για λίγο χρονικό διάστημα, τόσο όσο χρειαζόταν για ξεκουμπιστώ από κει πάνω. Το τι έχει ακολουθήσει μου είναι για την ώρα άγνωστο». Ο Μιχάλης συνέχισε για λίγο ακόμα την κουβέντα περιγράφοντας τον ιταλό μαφιόζο.
«Ο κύριος αυτός κατά πάσα πιθανότητα είναι ο βασικός συνέταιρος του Τσέτρι και ονομάζεται Μάσιμο Ντιάρκο. Το οποίο σημαίνει αγαπητέ μου ότι αυτός και η Ρίτα σου διατηρούν ερωτική σχέση η οποία κατά πάσα πιθανότητα προυπήρχε του θανάτου του Πάολο.»
«Για όλα αυτά δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι. Πάντως η Ρίτα διακατέχονταν από μια έντονη ανησυχία και φαινόταν πολύ προσεκτική στις κινήσεις της» πρόσθεσε ο Μιχάλης. Η Δήμητρα που παρακολουθούσε την συζήτηση αισθάνθηκε την ανάγκη να παρέμβει.
«Μμμ, όχι και τόσο. Γιατί να επιλέξει ως τόπο συνάντησης το εξοχικό που γνώριζε ο Ντιάρκο; Εκτός αν δεν είναι και τόσο έξυπνη ή υπολόγιζε ότι κανείς δεν θα την έψαχνε σε ένα μέρος τόσο προφανές. Απ’ την άλλη αν υποθέσουμε ότι στην είχε στημένη, υπήρχε λόγος για να το κάνει;».
«Δεν θα το λεγα. Εκτός από μια συνομιλία που είχα σήμερα το πρωί με τον Αντόνιο σχετικά με την ζωή του πρώην συζύγου της και την γνωριμία μου με τον κύριο από δω» είπε και έδειξε τον δικηγόρο  «δεν πρόφτασα να ασχοληθώ με οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να έχει σχέση». Ο Νικηφόρος έσπευσε να εξηγήσει την κακή επικοινωνία που είχε ανέκαθεν με την Ρίτα αλλά και την υποψία του για την κλοπή της διαθήκης. Είχε εκφράσει την επιθυμία του να γίνει δεύτερη νεκροψία και αυτό σίγουρα δεν άρεσε σε κάποιους με πρώτο και καλύτερο τον Ντιάρκο.
«Το ότι δεν ασχολήθηκε λοιπόν πρώτα με σένα αλλά προτίμησε να κυνηγήσει τον Μιχάλη επιβεβαιώνει κατά την γνώμη μου το γεγονός πως η ενέργεια του είχε σαν βασική αιτία τον ερωτικό θυμό» σχολίασε κάπως εύθυμα ο Λόρις. «Νικηφόρε, ποιόν εξυπηρετεί η απώλεια της διαθήκης;» πρόσθεσε.
«Ακούστε να δείτε. Ο Τσέτρι είχε έρθει σε επαφή μαζί μου λίγες μέρες πριν πεθάνει. Ζητούσε να με δει επειγόντως. Δεν ξέρω αν σχεδίαζε για κάποιο λόγο να την αλλάξει. Η επιθυμία του μέχρι τότε ήταν μια. Να αφήσει ως μοναδικούς κληρονόμους τα τρία του κορίτσια. Εκτελεστής και επιτηρητής για την σωστή εφαρμογή της θα ήταν ο υποφαινόμενος. Με την υπάρχουσα εξέλιξη όμως μοναδικός κληρονόμος είναι …..η Ρίτα!»
 «Σας ζητώ συγνώμη αλλά έχω αναβάλει αρκετές φορές απ’ το απόγευμα αυτή την επίσκεψη. Μήπως γνωρίζει κανείς προς τα πού πέφτει;» Ο Λόρις σηκώθηκε απότομα και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα.
«Θα πρέπει να τα κράταγε ώρα» είπε χαμογελώντας ο Μιχάλης. Ο δημοσιογράφος μπήκε σε ένα πεντακάθαρο αποχωρητήριο με φρεσκοβαμμένους καφέ τοίχους και κλείδωσε την πόρτα. Κατέβασε το καπάκι της λεκάνης, η μυρωδιά δεν συμβάδιζε με την καθαριότητα του χώρου, άνοιξε το κινητό του και πληκτρολόγησε βιαστικά ένα σύντομο μήνυμα. Δυο λεπτά αργότερα έλαβε την απάντηση που περίμενε και επέστρεψε στο τραπέζι της παρέας.
Προς μεγάλη του έκπληξη είδε ότι ο Νικηφόρος απουσίαζε. Η Δήμητρα τον πληροφόρησε ότι ο δικηγόρος έλαβε ένα περίεργο τηλεφώνημα από ένα υπηρέτη του Τσέτρι ο οποίος ζητούσε να τον δει επειγόντως. Ο Λόρις δεν κατάφερε να κρύψει την ταραχή του.
«Μα τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε η Δήμητρα.
«Δεν ξέρω, μάλλον κάτι με πείραξε. Ζαλίζομαι. Λέω να πάω στο ξενοδοχείο. Μην ανησυχείτε, έχω δώσει ψεύτικα στοιχεία, δεν θα με βρουν απόψε».
Ο Μιχάλης σκέφθηκε μήπως και ήταν η τυχερή του μέρα. Διαλύοντας με ευκολία μοναχού βουδιστή την ένταση που είχε προκαλέσει το αστυνομικό περιεχόμενο των τελευταίων ωρών, έβλεπε τώρα μπροστά του μονάχα την λάμψη των ματιών της Δήμητρας. Ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να ξεχάσεις μια γυναίκα; Μα φυσικά μια άλλη! Θα ήταν ψεύτης αν υποστήριζε ότι η παθιασμένη νύχτα με την Ιταλίδα χήρα είχε προλάβει να κατρακυλήσει στην κοιλάδα του υποσυνείδητου σαν μια ανάμνηση που την ανακάλεσε τόσες φορές ώστε να χάσει την δύναμη της. Ερωτευμένος δεν ήταν, γοητευμένος ναι, σίγουρα. Μα αν δεν σε έχει κυριεύσει το πρώτο, δεν σε έχει συνεπάρει, τυφλώσει….υπάρχει χώρος σε τούτο το κεφάλι και για άλλες συγκινήσεις.
Μια διαφορετικού είδους συγκίνηση όμως βρέθηκαν να βιώνουν αμφότεροι λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του Λόρις όταν ένα κοντόχοντρος τύπος γύρω στα τριάντα στρογγυλοκάθησε απρόσκλητος δίπλα στην έκπληκτη Δήμητρα.


Σχόλια