Διακοπές στο Χωριό, Κεφάλαιο Τέταρτο


ΙV.

Ο Μάρκος καλησπέρισε τους φίλους της Δήμητρας , της ευχήθηκε χρόνια πολλά και κάθησε σε μια πάνινη καρέκλα πλάι στην έκπληκτη μητέρα του.
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να έρθεις. Δεν το περίμενα» του είπε η εορτάζουσα.
«Σ΄ ευχαριστώ, η αλήθεια είναι ότι με τίποτα δεν θα θελα να το χάσω. Είναι μια σπουδαία μέρα για σένα» είπε με αδικαιολόγητο στόμφο. Η Μαρίνα είχε αρχίσει ήδη να ανησυχεί. Σηκώθηκε νευρικά και πήγε στην κουζίνα για να κοιτάξει το γλυκό.
«Μα εσύ Μάρκο μου δεν έχεις παρευρεθεί και σε πολλά γενέθλια της αδερφής σου. Μόνο τηλεφωνικά της εύχεσαι όποτε και αν το θυμηθείς» του πέταξε η Ανθή. «Άλλωστε η αδερφή σου λείπει τόσα χρόνια απ την Ελλάδα και δεν φιλοτιμήθηκες μια φορά να ανεβείς να την δεις».
«Ούτε και κείνη όμως έκανε προσπάθεια για να βρεθούμε. Γι αυτό και εγώ αποφάσισα να της κάνω ένα μεγάλο δώρο για να καταλάβει πόσο πραγματικά την νοιάζομαι» και βγάζοντας επιδεικτικά από μία σακούλα το δέμα με τα γράμματα το ακούμπησε στο τραπεζάκι που ήταν μπροστά του. Η Μαρίνα που ερχόταν εκείνη τη στιγμή με το γλυκό στα χέρια, πάγωσε. Η πιατέλα γλίστρησε και έσκασε με δύναμη στο πλακόστρωτο της αυλής. Είχε αναγνωρίσει την αλληλογραφία της με τον Ιταλό. Η Δήμητρα κοίταξε σαστισμένη την μάνα της και έπειτα τον αδερφό της.
«Τι σημαίνουν αυτά;» τον ρώτησε φοβισμένη.
«Αυτά γράφουν για τον πατέρα σου Δήμητρα. Διάβασε τα να μάθεις να μου πεις και μένα. Τα βρήκα κατά τύχη τις προάλλες ενώ έψαχνα για παιδικές φωτογραφίες. Η μητέρα μας τα ’χε μπλέξει με ένα διάσημο Ιταλό οινοπαραγωγό, έτσι δεν είναι;» έστρεψε το βλέμμα του απευθυνόμενος στην Μαρίνα.
«Εσύ δεν έχεις ούτε ιερό ούτε όσιο. Ψάχνεις τα προσωπικά μου αντικείμενα, τα παραβιάζεις και τα χρησιμοποιείς για να μας φαρμακώσεις. Γιατί τόσο μίσος; Τι σου έκανα; Γιός μου δεν είσαι;» του είπε οργισμένη.
«Γιός σου ήμουν και όταν ερωτοτροπούσες με τον Τσέτρι, έτοιμη φαντάζομαι να τα αφήσεις όλα για χάρη του. Αλήθεια τι συνέβη και δεν μας παράτησες; Σ’ άφησε εκείνος; Και στην κόρη σου που τόσο λες ότι αγαπάς γιατί δεν της φανέρωσες την αλήθεια; Ήσουν τόσο εγωίστρια που την έφερες στον κόσμο χωρίς να σκεφθείς τις συνέπειες. Αυτό είσαι. Τον εαυτούλη σου κοίταξες»
«Μιλάς χωρίς να ξέρεις. Νομίζεις ότι ο πατέρας σου ήταν ο άγιος σύζυγος; Για τρέχα ρώτα τον να σου πει πόσο ασχολιόταν με τον γάμο του και με μένα. Είχε βουίξει όλο το αεροδρόμιο με τις βρωμοδουλειές του και εγώ τα ανεχόμουνα για σένα. Για να μην χωρίσουμε και βρεθείς με μια διαλυμένη οικογένεια. Αλλά δεν άντεξα, δεν άντεξα την αδιαφορία και την υποκρισία του. Ναι, ο Αλέξανδρος, το υπόδειγμα οικογενειάρχη. Μέχρι και ξύλο μου ριχνε».
«Ας σηκωνόσουν να φύγεις. Να τον παράταγες και ας έκανες μετά ότι ήθελες. Για μένα δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Και να ξέρεις, θα τον βρω τον Ιταλό και θα του μιλήσω. Πρέπει να αποκαταστήσει το όνομα της αδερφής μου».
«Αν κάποιος πρέπει να τον βρει και να του μιλήσει αυτή είμαι εγώ» του πέταξε η Δήμητρα που παρακολουθούσε εμβρόντητη την φιλονικία. Η αποκάλυψη για την ύπαρξη του πατέρα της ήταν συγκλονιστική αλλά το ξαφνικό ενδιαφέρον του Μάρκου για την τιμή της έκρυβε κάποιο σχέδιο από πίσω.
Ζήτησε από τους φίλους και τον αδερφό της να φύγουν και να την αφήσουν μόνη της. Έπρεπε να κουβεντιάσει με την μητέρα της.
Η Μαρίνα της διηγήθηκε για την σχέση της με τον Τσέτρι. Παραδέχθηκε ότι είχε φερθεί επιπόλαια με το να αποφασίσει να την φέρει στη ζωή αλλά της εξήγησε ότι εκείνη την εποχή έτρεφε ελπίδες πως ίσως με την γέννηση της να άλλαζε η αρχική απόφαση του Ιταλού μιας και δεν είχε παιδιά απ’ τον πρώτο του γάμο.
«Μα εσύ μου είπες ότι εκείνος δεν χώριζε γιατί είχε ανάγκη την οικονομική υποστήριξη της γυναίκας του. Πως και ξαναπαντρεύτηκε;» απόρησε η κόρη της.
Η Μαρίνα έγινε έξαλλη όταν έμαθε ότι ο Τσέτρι χώρισε την γυναίκα του για μια κατά πολλά χρόνια νεώτερη του και έπαψε πια να έχει επαφή μαζί του. Εκείνος προσπαθούσε επανειλημμένα να έρθει σε επικοινωνία μαζί της, σε ένα γράμμα του μάλιστα της εξηγούσε ότι δεν μπορούσε να συγκρίνει την μια σχέση με την άλλη μιας και τα πράγματα είχαν αλλάξει, η συμβίωση με την νεότερη γυναίκα του ήταν μια τυπική συμφωνία, δεν υπήρχε έρωτας παρά μόνο συμφέρον. Αλλά εκείνη δεν μπορούσε πια να πεισθεί. Θα του χε πάρει σίγουρα τα μυαλά για να αποφασίσει να διαλύσει το γάμο του.
«Πήγες και εσύ και βρήκες άνθρωπο για να μπλέξεις. Θέλω να με φέρεις σε επαφή μαζί του. Καταλαβαίνεις ότι είναι πολύ σημαντικό για μένα. Θέλω να τον γνωρίσω και ας μην νοιώθω τίποτα μέσα μου γι αυτόν»
«Στάσου, στάσου, γιατί δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα Δήμητρα. Ξέρω ότι αυτά που θα σου πω δεν θα σ αρέσουν αλλά εδώ που φτάσαμε δεν γίνεται κι αλλιώς. Ο πατέρας σου είχε παραιτηθεί απ’ την πρώτη στιγμή απ τον ρόλο του και δεν έχει καμία διάθεση να σε αναγνωρίσει. Προθυμοποιήθηκε πολλές φορές στο παρελθόν να με βοηθήσει για το μέλλον σου χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του και την οικονομική του ευρωστία αλλά δεν δέχθηκα ποτέ τίποτα. Δεν ήθελε με τίποτα να μαθευτεί ότι υπάρχεις και μου είχε απαγορέψει να σου αποκαλύψω την αληθινή του ταυτότητα.»
«Δηλαδή δεν ρωτούσε ποτέ για μένα;».
«Τον πρώτο καιρό ναι, αργότερα που αραίωσαν και οι επαφές μας, σχεδόν καθόλου. Ο πατέρας σου είναι ένας αθεράπευτος γυναικάς αλλά και αδίστακτος επιχειρηματίας με άλλα λόγια ένας παλιοεγωίσταρος. Όλοι πρέπει να ασχολούνται μ’ αυτόν και εκείνος να ασχολείται και να βοηθάει αυτούς που επιλέγει από αυταρέσκεια.»
«Παρόλα αυτά εσύ τον ερωτεύτηκες, τον αγάπησες»
«Οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Εκείνη την εποχή αισθανόμουν άδεια χωρίς το ενδιαφέρον του πατέρα σου. Ο Τσέτρι ήρθε σαν σίφουνας και με πήρε για λίγο στον δικό του κόσμο, με μάγεψε και σηκώθηκε και έφυγε. Η απόσταση, η γοητεία του ακατόρθωτου, οι ωραίες στιγμές που περνάγαμε μαζί όταν ερχόταν για λίγες μέρες εδώ, εξιδανίκευσαν την ερωτική ανάταση που αναζητούσα και συντήρησαν για ένα μεγάλο διάστημα τον έρωτα μου γι αυτόν. Την κακή του πλευρά δεν μπορούσα να την δω, δεν τον ζούσα άλλωστε, μια ζωή τον περίμενα. Δεν ήξερα καν πως ήταν όταν θυμώνει. Αυτά τα ανακάλυψα αργότερα όταν χωρίσαμε. Παραδέχομαι ότι ο πατέρας σου είναι ότι πιο έντονο έζησα στην ζωή μου, δεν είχα ποτέ την δύναμη όμως να πάω να τον βρω και να τον διεκδικήσω. Ίσως και να μαι λάθος. Η αξιοπρέπεια μου με εμπόδισε ως τώρα να το κάνω».
«Η δική μου πάντως δεν θα με εμποδίσει καθόλου πίστεψε με μαμά. Νομίζω ότι μου το χρωστάς, φέρε με σε επαφή μαζί του. Όχι τώρα, όχι αμέσως, γιατί δεν είμαι έτοιμη ακόμα. Θέλω να πάρω μια ανάσα, να γυρίσω στη δουλειά μου, να δω τα πράγματα με καθαρό μυαλό. Αισθάνομαι….μπερδεμένη». Η Δήμητρα σηκώθηκε ταραγμένη πέρασε την τσάντα της στον ώμο και έκανε να φύγει. Δεν άντεχε άλλο σ’ αυτό το σπίτι, σ’ αυτό το νησί, ήθελε να χαθεί μέσα σ ένα πλήθος από αγνώστους, να μην της μιλάει κανείς, να σπρώξει με οργή, να τρέξει, να φτάσει σε ένα άδειο σταυροδρόμι λαχανιασμένη, να κάτσει κάτω στη μέση του δρόμου και να κλάψει για ώρα πολλή. Να αδειάσει το βάρος που της πλάκωνε το στήθος. Η μητέρα της την έπιασε απ’ το χέρι και την συνόδεψε μέχρι την αυλόπορτα.
«Όταν θα θελήσεις πες μου και θα κάνω ότι μπορώ. Κάνε μου και συ μια χάρη πριν φύγεις. Πιάσε εκείνο τον αδερφό σου και μάθε τι έχει στο μυαλό του. Σε μένα δεν πρόκειται να μιλήσει».
Η Δήμητρα συναντήθηκε δύο μέρες αργότερα με τον Μάρκο. Εκείνος αρνήθηκε ότι θα ασχοληθεί με όλη αυτή την ιστορία που πολύ τον είχε λυπήσει. Ότι είπε εκείνο το απόγευμα το είπε λόγω συναισθηματικής φόρτισης. Ας έκανε ότι νομίζει με τον πατέρα της. Ήταν δικός της λογαριασμός. Η Δήμητρα αναχώρησε ανακουφισμένη απ το νησί. Η δουλειά την περίμενε, εργασιοθεραπεία για την ψυχική της υγεία.
Το πραγματικό σχέδιο του αδερφού της ήταν απλό. Θα ερχόταν σε επαφή με τον Τσέτρι και θα τον απειλούσε ότι θα τον εξέθετε στα ελληνικά και ιταλικά μέσα ενημέρωσης εξιστορώντας με λεπτομέρειες την σχέση του με τη μητέρα του,  αποκαλύπτοντας την ύπαρξη της κόρης του, αν δεν τον έχριζε γενικό αντιπρόσωπο της εταιρίας του στην Ελλάδα! Η μεγαλομανία του, του είχε θολώσει το μυαλό.

Τρεις βδομάδες μετά την αποκάλυψη της ταυτότητας του πατέρα της Δήμητρας, η Μαρίνα επιστρέφοντας από την δουλειά βρήκε ένα τηλεφωνικό μήνυμα απ’ τον Τσέτρι. Της ζητούσε να έρθει επειγόντως σε επικοινωνία μαζί του και να μην τον αγνοήσει όπως έκανε χρόνια τώρα. Της άφησε ένα νούμερο για απ’ ευθείας συνομιλία οποιαδήποτε ώρα μπορούσε. Το ξανάκουσε, ήταν αστείο, τόσο καιρό ανέβαλε να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στην κόρη της και να ρθεί σε επικοινωνία μαζί του και να που τώρα προέκυψε να το προκαλέσει ο ίδιος. Τι να συνέβαινε όμως; Οι δισταγμοί της κάμφθηκαν μονομιάς με την σκέψη και μόνο ότι ο γιός της ίσως να είχε κάνει την παρουσία του στο περιβάλλον του Ιταλού. Πριν αφήσει το μυαλό της να περάσει στην όχθη του παραλόγου, σχημάτισε το νούμερο που είχε σημειώσει στην πράσινη συσκευή που βρισκόταν εγκλωβισμένη στις ιδρωμένες παλάμες της. Η φωνή του Τσέτρι ακούστηκε σπασμένη, κουρασμένη.
«Τι κάνεις μπέλα; Πάει καιρός πολύς που δεν σε ακούω. Θα έχουμε προβλήματα ξέρεις, με τον γιό σου, πρέπει να τον μαζέψεις. Μα πως το ‘μαθε μου λες;» μιλούσε αργά αλλά ο τόνος της φωνής του ήταν ήπιος, φιλικός. Αυτό ηρέμησε κάπως την Μαρίνα που του εξήγησε με λίγα λόγια τι είχε συμβεί πριν λίγο καιρό.
«Μου φαίνεται ότι ο γιός σου δεν σου ‘μοιασε καθόλου. Αν σου πω τι μου ζήτησε σε αντάλλαγμα για τη σιωπή του. Να τον διορίσω διευθυντή της θυγατρικής μου εταιρίας που εδρεύει στην Κέρκυρα μαζί με ένα πακέτο μετοχών της. Μα ποιος του φούσκωσε τα μυαλά; Ο πατέρας του; Μάλιστα δεν μου μίλησε ο ίδιος είχε κάποιον μαζί του για διερμηνέα. Άρα υπάρχει ήδη κι άλλος που τα ξέρει».
«Και εσύ τι του απάντησες;»
«Κοίταξε, δεν τον άφησα να μου πάρει τον αέρα, τον απείλησα ότι δεν ξέρει με ποιον πάει να μπλέξει αλλά εκείνος με ξανακάλεσε και μου επανέλαβε ότι θα τα βγάλει όλα στη φόρα. Μου δίνει μια βδομάδα να το σκεφτώ! Μα είναι τρελός! Καταλαβαίνεις ότι αν αυτά διαρρεύσουν στον Τύπο θα έχω σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσω. Μόνο η γυναίκα μου…..»
«Ναι, ξέρω» τον διέκοψε εκνευρισμένη η Μαρίνα «αυτά δεν μου λεγες και μένα τότε; Τώρα είσαι παντρεμένος με κάποια άλλη όμως και θα στοιχημάτιζα ότι δεν εξαρτάσαι από κείνη οικονομικά ή μήπως κάνω λάθος;»
«Αν το μάθει η Ρίτα θα χει απαιτήσεις, θα διεκδικήσει το μέλλον των παιδιών μας. Εγώ θα αναγκαστώ να αναγνωρίσω την κόρη σου το οποίο αυτόματα θα σημαίνει ότι θα έχει δικαιώματα στην περιουσία μου. Αυτό δεν θα αρέσει καθόλου στη γυναίκα μου. Δεν έχω καμία διάθεση για μπλεξίματα με δικηγόρους και διακανονισμούς». Υπήρχε όμως και κάτι άλλο. Ο Τσέτρι ετοιμαζόταν να πολιτευτεί, δεχόταν αφόρητες πιέσεις απ’ τους ανθρώπους που τον βοήθησαν στα πρώτα του βήματα όπως ο Μάσιμο Ντιάρκο, για να χρησιμοποιηθούν τα κανάλια διανομής του κρασιού από τη Μαφία. Ο ίδιος ο Μάσιμο που ήταν κρυφό στέλεχος των επιχειρήσεων του Ιταλού δεχόταν απειλές για τη ζωή του προκειμένου να τον πείσει. Η είσοδος του στην πολιτική ζωή του τόπου θα τον βοηθούσε να ισχυροποιήσει την θέση του και να ελέγχει τις σκοτεινές υποθέσεις προσφέροντας άλλου είδους ανταλλάγματα, αφήνοντας έτσι απέξω τις δικές του οικονομικές δραστηριότητες. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, τον τελευταίο καιρό είχε επιδοθεί σε ένα αγώνα προβολής του κοινωνικού του προφίλ για να προετοιμάσει το έδαφος για την εκλογή του. Το ύποπτο παρελθόν του ήταν λίγο πολύ γνωστό σε αρκετούς ανθρώπους. Το να εξαγοράσει κάποιους δεν θα ήταν δύσκολο αλλά όλο και κάτι θα διέρρεε στον Τύπο. Το μόνο που του ’λειπε λοιπόν αυτή τη στιγμή ήταν το σκάνδαλο της Μαρίνας για να αρχίσουν οι δημοσιογράφοι να σκαλίζουν ακόμα περισσότερο το παρελθόν του. Ο Τσέτρι ήταν ανήσυχος. Αν δεν σταματάγανε τον Μάρκο εγκαίρως θα κινδύνευε και ο ίδιος.
«Με τον Μάρκο δεν τα πάμε καλά. Ο πατέρας του κατάφερε να δηλητηριάσει τη σχέση μας. Είδες τι πήγε και έκανε, είναι πολύ φιλόδοξος και η συμπεριφορά του μπορεί να γίνει νοσηρή για να το πετύχει. Θα του μιλήσω πάντως διότι αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση είναι πιο σοβαρή απ’ ότι θέλεις να την παρουσιάζεις. Δεν είσαι δα και κανένας άγιος και ο Μάρκος δεν παύει να ναι γιός μου. Θα χεις σύντομα νέα μου».
Κλείνοντας το τηλέφωνο συνειδητοποίησε ότι είχε ιδρώσει. Πως θα κατάφερνε να αλλάξει τα μυαλά του γιού της; Έπρεπε να επικοινωνήσει με τον Αλέξανδρο. Δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε ο Πάολο κάτω από πίεση, μπορεί η γνωριμία τους να τον απέτρεπε από το να προβεί σε ακρότητες αλλά για πόσο.
Τρεις μέρες και κάμποσα τηλεφωνικά μηνύματα αργότερα κατάφερε να τον συναντήσει – τι ειρωνεία – στο Κανόνι. Στο ίδιο μέρος που πριν από χρόνια ξεκίνησε η γνωριμία της με τον Τσέτρι. Ο Αλέξανδρος την υποδέχθηκε δήθεν ενοχλημένος από την επιμονή της να βρεθούν επειγόντως. Τι της συνέβαινε; Γιατί τον θυμήθηκε έτσι ξαφνικά; Ακούγοντας τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να βρίσκεται εκείνο το απόγευμα πλάι της, συνέχισε να τηρεί την ίδια ενοχλημένη στάση απέναντι της μην δείχνοντας όμως κάποια έκπληξη για την αποκάλυψη της ταυτότητας του πραγματικού πατέρα της Δήμητρας. Ναι, καλά το φαντάστηκε, ο Μάρκος τον είχε ενημερώσει. Του έδειξε και τα γράμματα που είχε σουφρώσει. Δεν μπήκε στον κόπο να τα διαβάσει διότι τον αηδίαζε και μόνο η σκέψη ότι θα μάθαινε γλυκανάλατες λεπτομέρειες απ’ αυτή την ιστορία. Η ιδέα του γιού του δεν του φάνηκε καθόλου άσχημη και ήταν εκείνος που τον βοήθησε να επικοινωνήσει με τον Ιταλό!
Η Μαρίνα άρχισε να πνίγεται, δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνουν όλα αυτά. Προσπάθησε και πάλι να εξηγήσει στον άνθρωπο που βρισκόταν απέναντι της ότι ο γιός του και εκείνος ο ίδιος παίζουν με τη φωτιά. Ο Τσέτρι ήρθε σε επικοινωνία μαζί της για να την προειδοποιήσει. Δεν μπορούσε κανείς να ξέρει τι θα επακολουθήσει μετά από μια τέτοια ενέργεια εκ μέρους του Μάρκου.
«Δεν έχετε ιδέα με ποιόν πάτε να τα βάλετε. Αφήστε αυτή την ιστορία εκεί που ήταν θαμμένη εδώ και τόσο καιρό. Δεν σας φτάνει που αναστατώσατε την ζωή της Δήμητρας;» του είπε πολύ ταραγμένη.
«Ο γιός μου θέλει να εκδικηθεί τον άνθρωπο που διέλυσε αυτή την οικογένεια» της απάντησε «δικαίωμα του είναι».
«Για ποια οικογένεια μιλάς; Ας μην αρχίσουμε πάλι τα ίδια για το ένδοξο παρελθόν της σχέσης μας. Ζήτησα να σε δω για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Πιάσε τον Μάρκο και σταμάτα τον πριν να είναι αργά. Σε παρακαλώ, καν το». Η απελπισμένη έκκληση θορύβησε κάπως τον Αλέξανδρο. Της υποσχέθηκε ότι θα του μιλήσει.

Στο μεταξύ ο Τσέτρι έσπευσε να δηλώσει την υποψηφιότητα του για τις επερχόμενες εκλογές, προσέλαβε ανθρώπους για την προετοιμασία της εκστρατείας του και συναντήθηκε με δημοσιογράφους για να εξασφαλίσει την έγκαιρη προβολή του στα μέσα ενημέρωσης. Άφησε πίσω του το συμβάν με τον γιό της Μαρίνας πιστεύοντας πως τελικά αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Πόσο λάθος είχε κάνει…..


Ήταν αργά το μεσημέρι όταν ο Μιχάλης επέστρεφε στο Χωριό ύστερα από αρκετές ώρες οδήγησης. Ακολουθώντας τις υποδείξεις του Αντόνιο έκανε τον γύρο της ανατολικής ακτής περνώντας ένα πανύψηλο βουνό, απολαμβάνοντας στριφτερές διαδρομές, σταματώντας σε πολλά σημεία για να ξεκουραστεί και να χαρεί τη θέα του απέραντου γαλάζιου που απλωνόταν στα πόδια του. Το μυαλό του άδειασε για όλο αυτό το διάστημα και η μόνη σκέψη που έκανε την εμφάνιση της προς το τέλος της βόλτας ήταν οι γαστριμαργικές φαντασιώσεις που δημιουργούσε το άδειο του στομάχι. Λίγα χιλιόμετρα πριν την είσοδο του χωριού βρήκε ένα απομονωμένο εστιατόριο στο τέλος ενός χωματόδρομου, άφησε την μοτοσικλέτα του δίπλα σε ένα πολυτελές αυτοκίνητο και βγήκε στην βεράντα για να βρει τραπέζι. Το εστιατόριο ήταν χτισμένο πάνω σε ένα γκρεμό. Κάτω απ την βεράντα έβλεπε κανείς μια δύσβατη παραλία με μεγάλα βότσαλα περιτριγυρισμένη από απόκρημνα βράχια. Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη και η Ρίτα Τσέτρι πάσχιζε να κρατήσει δεμένο το μαύρο μαντήλι στα μαλλιά της. Το μέρος ήταν σχεδόν άδειο και είχε επιλέξει να κάτσει σε ένα πέτρινο τραπεζάκι δίπλα στο στηθαίο. Ήταν αδύνατον να μην την προσέξει. Τελικά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο σκέφτηκε και προχώρησε προς το μέρος της.
«Καλησπέρα κυρία Τσέτρι»
Η Ρίτα ξαφνιάστηκε που είδε τον απρόσκλητο επισκέπτη του προηγούμενου απογεύματος  μπροστά της αλλά προσπάθησε να μην το δείξει.
«Τι κάνετε κύριε Ματρίτη; Να υποθέσω ότι ακολουθήσατε την συμβουλή μου και φεύγετε απ το χωριό μας;» είπε με ένα περιπαικτικό τόνο στην φωνή της.
«Δεν θα το έκανα δίχως να σας χαιρετήσω».
«Α, βλέπω ότι συνεχίζετε να είστε θρασύς. Πως και τριγυρνάτε λοιπόν ντυμένος έτσι;»
«Την φόρμα την φοράω κάθε φορά που οδηγώ για να καλύψω κάποια μεγάλη απόσταση όπως σήμερα που έκανα μια υπέροχη βόλτα στα βουνά της περιοχής. Εσείς πως τα πάτε;»
«Καλά μέχρι τώρα. Πίστευα ότι εδώ θα έβρισκα λίγη ησυχία αλλά . . . αλήθεια πως στην ευχή το βρήκατε αυτό το μέρος;». Ένα μικρό χαμόγελο ξέφυγε απ το σφιγμένο πρόσωπο της.
«Κατά τύχη, είδα την μικρή ταμπέλα και έστριψα. Είδατε που με οδήγησε; Σε ένα μέρος ιδιαίτερα όμορφο…. Όπως εσείς!»
«Λοιπόν είστε πολύ επιθετικός, φλερτάρετε μια διάσημη χήρα χωρίς να λαμβάνετε υπ’ όψη τις συνέπειες»
«Αν είναι να υπάρξουν συνέπειες τότε μάλλον καλά κάνω» πρόσθεσε χαμογελώντας κι αυτός με τη σειρά του. Δεν ήξερε πώς, αλλά η γυναίκα αυτή του προκαλούσε ένα επικίνδυνο  χαλάρωμα της γλώσσας, δεν μπορούσε να σκεφτεί από πριν την βαρύτητα αυτών που έλεγε. Ήταν ξεκάθαρο γι αυτόν ότι δεν θα άφηνε την ευκαιρία να την πλησιάσει όσο γινόταν περισσότερο. Ήταν απ’ αυτές τις γυναίκες που δεν βρίσκεις εύκολα στο διάβα σου. Η δεύτερη συνάντηση ήρθε απλά να το επιβεβαιώσει. Μα και απ’ το μέρος της Ρίτας υπήρχε ενδιαφέρον παρ όλο που μια ‘ανάρμοστη’ συμπεριφορά τέτοια ώρα και στιγμή θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική.
«Ακούστε κύριε Ματρίτη, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση εξ’ αιτίας αυτού του δικηγόρου που γνωρίσατε στο σπίτι μου. Για κάποιο λόγο που μόνο εκείνος ξέρει, εγώ είμαι υπεύθυνη για το θάνατο του συζύγου μου. Δεν ήμουν το υπόδειγμα καλής νοικοκυράς αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα να τον βλάψω. Το γεγονός της εξαφάνισης της διαθήκης δεν μπορεί να με ενοχοποιήσει μιας και ο ίδιος ο Νικηφόρος ξέρει ότι δεν γνώριζα μέχρι την μέρα που με άφησε ο Τσέτρι το περιεχόμενο της. Δεν είχα κάποιο πρόβλημα στη σχέση μου με τον Πάολο. Το ότι δεν ήμασταν και το πιο αγαπημένο ζευγάρι δεν επηρέαζε κανένα απ’ τους δυό. Ότι ήθελα το είχα στη ζωή μου».
«Θα σε πείραζε να μιλάμε στον ενικό; Ξέρεις, απ τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το χωριό βρέθηκα μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβω σ’ αυτή την ιστορία με τον άντρα σου. Στ’ αλήθεια η διαθήκη έκανε φτερά; Έκατσα και σκέφτηκα αυτά που μου συνέβησαν μέσα σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες και δεν έχω καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα εκτός απ΄ το γεγονός ότι η γνωριμία μας μου δημιούργησε μια έντονη επιθυμία να σε ξαναδώ. Αντιλαμβάνομαι ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το να σε φλερτάρω φαντάζει εξωφρενικό αλλά είδες ότι ακόμα και η τύχη με ξανάφερε κοντά σου».
Η Ρίτα ένοιωσε την ερωτική επιθυμία στο βλέμμα του Μιχάλη. Της άρεσε η αμεσότητα του, ήξερε τι ήθελε και το διεκδικούσε. Του εξήγησε ότι δεν θα έπρεπε να παραμείνουν άλλο μαζί διότι από στιγμή σε στιγμή κάποιος γνωστός μπορεί να τους έβλεπε. Του ζήτησε το νούμερο του κινητού του και φεύγοντας του υποσχέθηκε πως θα έβρισκε τρόπο και τόπο για να τα ξαναπούνε. Εκείνος να μην προσπαθούσε να έρθει σε επικοινωνία μαζί της.
Ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάζει την σιλουέτα της καθώς απομακρυνόταν απ’ το τραπεζάκι όπου καθόταν.
«Τι διάολο πάω να κάνω;» μουρμούρισε.
«Παρακαλώ τι θα επιθυμούσε ο κύριος;» τον διέκοψε απότομα ο σερβιτόρος.
Παρήγγειλε λίγο κρασί και μια μακαρονάδα και έπιασε να παρατηρεί τα αφρισμένα κύματα που έσπαγαν με μανία στους βράχους. Με τέτοια πιθανόν μανία θα τον ταρακούναγε και η Βέρα η φιλενάδα του πίσω στην Αθήνα αν μάθαινε για τη συμπεριφορά του και τις ακατάλληλες σκέψεις που είχαν κατακλύσει εδώ και λίγα λεπτά το μυαλό του. Θυμήθηκε ότι είχε να μιλήσει μαζί της εδώ και δύο μέρες. Έπρεπε να της τηλεφωνήσει αλλά ήταν εντελώς απορροφημένος από αυτά που του συνέβαιναν εδώ. Αισθανόταν πλέον οικεία με το περιβάλλον, με τη χώρα ακόμα και με τους ανθρώπους. Ενώ ετοιμαζόταν να φύγει απ’ το εστιατόριο κουδούνισε το κινητό του. Απ την άλλη μεριά της γραμμής ακούστηκε η δυνατή μπάσα φωνή του Νικηφόρου Κριεζάτου.
«Που είσαι φίλε μου; Τι κάνεις; Έχεις λίγο χρόνο για ένα εσπρέσο;»
«Καλά είμαι Νικηφόρε, θα προτιμούσα να τα λέγαμε κάποια άλλη στιγμή. Είμαι στο δρόμο και γυρνάω στην πανσιόν. Έχω ανάγκη επειγόντως από ξεκούραση»
«Έχει καλώς, κοιμήσου, διότι αύριο το απόγευμα θα σου χω μια έκπληξη»
«Τι έκπληξη;……….».


Σχόλια