Διακοπές στο Χωριό,  Κεφάλαιο Δεύτερο



ΙΙ.




Το δικηγορικό γραφείο του Νικηφόρου Κριεζάτου βρισκόταν στον τέταρτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην αρχή της οδού Σόλωνος. Ο κοκέτης όπως τον έλεγαν οι συνάδελφοι του, εμφανιζόταν πάντα καλοντυμένος, παρφουμαρισμένος και συνεπής με ακρίβεια λεπτού στις συναντήσεις του. Το γραφείο του δεν θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου αλλού. Ήταν αρκετά ψηλός , σχετικά γεμάτος – η γυμναστική είχε πει κάποτε είναι εκδήλωση ματαιότητας και ματαιοδοξίας και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε – με στρογγυλό πρόσωπο, καστανά πυκνά μαλλιά, πράσινα μικρά και σχιστά μάτια και μια μεγάλη μύτη που κατηφόριζε με ορμή προς τα χείλη του. Η σημαντικότερη επιτυχία στην μέχρι τώρα σταδιοδρομία του ήταν η γνωριμία με τον Πάολο Τσέτρι. Ένα καλοκαίρι, πριν από επτά χρόνια, ο Τσέτρι παραθέριζε στην Κεφαλονιά με το κότερο του. Ήταν μεσημέρι όταν γυρνώντας απ την παραλία με το φουσκωτό, η εξωλέμβια μηχανή παρέδωσε πνεύμα και ο Τσέτρι έμεινε καταμεσής του κόλπου δίχως κουπιά αλλά μήτε και τηλέφωνο για να ειδοποιήσει κάποιον απ το πλήρωμα του. Ως συνήθως τα χε κοπανήσει λίγο και σε μια προσπάθεια του να διορθώσει την βλάβη – μάλλον το αλκοόλ του χε δώσει την ψευδαίσθηση ότι είχε ελπίδες να βρει την αιτία - βρέθηκε στο νερό. Ζαλισμένος, άρχισε να πίνει αρκετή ποσότητα και να πνίγεται.
Σε μικρή απόσταση απ το φουσκωτό, ο Νικηφόρος είχε διακόψει εδώ και λίγα λεπτά την περιήγηση του και παρατηρούσε τις κινήσεις του Ιταλού. Βουτούσε από μικρός στα κρυστάλλινα και γεμάτα επικίνδυνα ρεύματα νερά της ιδιαίτερης πατρίδας του και έπιανε να χαζεύει με τις ώρες τον βυθό. Οι καταδύσεις ήταν η μόνη απασχόληση που μπορούσε να συναγωνιστεί την αγάπη του για τα νομικά. Μόλις τον είδε να πέφτει άτσαλα απ το βαρκάκι του κολύμπησε γρήγορα προς το μέρος του.
Ο Τσέτρι σώθηκε , ο Νικηφόρος γευμάτισε αστακό στο κότερο του και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους του απέφερε μεγάλα οικονομικά οφέλη αλλά και υποχρεώσεις. Ο Ιταλός συμπάθησε τον πληθωρικό χαρακτήρα του δικηγόρου και τον καλούσε συχνά πυκνά στο Χωριό για την καλή του παρέα. Σε μια απ αυτές τις επισκέψεις του παρουσίασε την  διαθήκη του και τον όρισε εκτελεστή της. Η περιουσία που θα άφηνε κάποια μέρα πίσω του ήταν τεράστια και οι μνηστήρες αρκετοί. Ήθελε να εξασφαλίσει ότι θα μοιραζόταν σωστά αν και το μεγαλύτερο μέρος της φαινόταν να το καρπώνονται οι τρεις του κόρες με διαχειριστή τον ίδιο τον Νικηφόρο σε περίπτωση που ο Τσέτρι «έφευγε» πριν ενηλικιωθούν.
Λίγες μέρες πριν το αιφνίδιο θάνατο του, είχε λάβει ένα γράμμα – αυτός ήταν και ο τρόπος που επικοινωνούσαν κατά απαίτηση του Ιταλού – το οποίο έλεγε ότι έπρεπε να συναντηθούν το συντομότερο δυνατό διότι κάτι αναπάντεχο είχε προκύψει. Μια διάρρηξη στο γραφείο καθυστέρησε την αναχώρηση του και έτσι όταν πια το αεροπλάνο τροχοδρομούσε στο αεροδρόμιο του Φιουμιτσίνο το μοιραίο είχε ήδη συμβεί. Ο Τσέτρι είχε βρεθεί νεκρός το πρωί της Παρασκευής, μια μέρα πριν την άφιξη του Μιχάλη στο χωριό. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του με ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι κρασί στο κομοδίνο και ένα άδειο κουτί από ηρεμιστικά στο πάτωμα.


Ο Μιχάλης οδηγήθηκε στο εσωτερικού του σπιτιού συνοδευόμενος τώρα και από ένα δεύτερο άντρα διασχίζοντας ένα υπέροχο κήπο γεμάτο πορτοκαλιές . Απέφυγαν την κεντρική είσοδο ανεβαίνοντας από μια εξωτερική σκάλα στον πρώτο όροφο του οικήματος. Εκεί, σε ένα μικρό σαλόνι ένας ψηλός άντρας μιλούσε έντονα στην κυρία Τσέτρι.
«Μα τι λέτε αγαπητή μου Ρίτα; Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Πως χάθηκε;. Ασφαλώς κάποιος ήθελε να χαθεί η διαθήκη δεν νομίζετε;»
«Υπονοείς κάτι Νικηφόρε;». Η Ρίτα του απευθυνόταν στον ενικό ενώ εκείνος ποτέ. Υπήρχε μια αντιπάθεια μεταξύ τους. Εκείνη δεν μπορούσε να δεχθεί το γεγονός ότι ένας ξένος επιλήφθηκε την σύνταξη και εκτέλεση της διαθήκης όταν υπήρχαν στο περιβάλλον τους παλιοί καλοί φίλοι δικηγόροι αποδεδειγμένα αξιόπιστοι.
«Δεν υπονοώ, αλλά είμαι εξοργισμένος και ξέρετε γιατί; Διότι μια μέρα πριν έρθω εδώ μου διέρρηξαν το γραφείο……Μα ποιος είναι ο κύριος αυτός με τον Γκουίντο;»
Ο Μιχάλης δεν ήθελε να πανικοβάλλει τον εαυτό του μ αυτά που του συνέβαιναν και έπιασε να παρατηρεί το σαλόνι στο οποίο βρισκόταν μέχρι κάποιος να του απευθύνει τον λόγο. Άλλωστε δεν ήταν και λίγο το γεγονός ότι θα βρισκόταν και πάλι μπροστά σ αυτή την εντυπωσιακή γυναίκα.
«Αυτό ελπίζω να μας το πει ο ίδιος» είπε και προχώρησε προς το μέρος του. «Καθίστε.» Κοίταξε τον Μιχάλη από πάνω ως κάτω σαν για να βεβαιωθεί ότι αυτός ήταν που τους είχε ακολουθήσει, αυτός που της έριξε ένα βλέμμα διαπεραστικό όταν συναντήθηκαν στην γωνία του δρόμου. Ναι, δεν θα μπορούσε να το αρνηθεί στον εαυτό της, ήταν γοητευτικός. Αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για φλερτ. Πενθούσε και έπρεπε να το δείχνει, πόσο μάλλον σε ανθρώπους όπως ο Νικηφόρος. Τον τελευταίο χρόνο είχε απομακρυνθεί αρκετά απ τον Πάολο. Δεν τον άντεχε, η μεγάλη ηλικιακή διαφορά κέρδισε εύκολα την μάχη μιας σχέσης που έτσι κι αλλιώς δεν ξεκίνησε από ένα παράφορο έρωτα. Εκείνος μπορεί και να το ήξερε απ την αρχή. Η συμπεριφορά του ήταν άψογη απέναντι της με μόνη ουσιαστική απαίτηση την εκπλήρωση των συζυγικών της καθηκόντων μια φορά την βδομάδα με την βοήθεια του Θεού ή μάλλον του Βιάγκρα. Οι κοινές εμφανίσεις σε καλέσματα, εκδηλώσεις και οινολογικά συμπόσια δεν καταπίεζαν την Ρίτα. Ήταν απ τις ευχάριστες ενασχολήσεις της. Τα τρία κοριτσάκια που του χάρισε περνούσαν τον περισσότερο χρόνο με νταντάδες διαφόρων προελεύσεων αφήνοντας της έτσι και λίγο χώρο για ατασθαλίες με νεαρούς γόνους πλουσίων. Η διάθεση του Παόλο κάποια στιγμή άλλαξε. Τους δύο τελευταίους μήνες είχε συνέχεια νεύρα, η κατανάλωση αλκόολ και υπνωτικών χαπιών είχε αυξηθεί κατακόρυφα και οι συνευρέσεις του ζευγαριού έλαμπαν δια της απουσίας τους. Πέρναγαν μέρες ολόκληρες χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα και η επαφή του με τα κορίτσια που τόσο αγαπούσε περιορίστηκε στο ελάχιστο. Ένα ταξίδι αστραπή στην Κέρκυρα λίγο πριν πεθάνει τον έκανε ακόμα πιο απόμακρο. Από το δωμάτιο του στην ταράτσα μέχρι το βράδυ και από κει πάλι στο δωμάτιο του. Αυτός που φρόντιζε να του γεμίζει το ποτήρι και να τον προμηθεύει με φάρμακα, ο πιστός του υπηρέτης ο Μάριο, έλεγε ότι τον άκουγε να μουρμουράει μόνος του αριθμούς και να κάνει πράξεις, σαν να τα χε χαμένα. Την Πέμπτη το βράδυ, μια μέρα πριν πεθάνει είχε παρακαλέσει τον Μάριο να πιει μαζί του. Ήθελε να μοιραστεί με κάποιον τα καλά νέα. Ο Μάριο αναγκάστηκε να φύγει εσπευσμένα για το χωριό διότι γεννούσε η κόρη του και έτσι δεν έμαθε ποτέ τι είχε συμβεί και ο κύριος του άλλαξε διάθεση……

«Λοιπόν, πως σας φαίνετε το χωριό μας κύριε….»
«Ματρίτης. Μιχάλης»
«Ω, μα πρέπει να είναι Έλληνας» σκέφτηκε έκπληκτος ο Νικηφόρος.
«Πολύ όμορφο. Μου θυμίζει αρκετά τον τόπο μου. Είμαι Έλληνας».
«Και εκτός από Έλληνας είστε και τυχερός διότι και ο κύριος που βρίσκεται δίπλα μου είναι απ τα μέρη σας και είναι και δικηγόρος. Όποτε θα σας εξηγήσει για ποιο λόγο δεν πρέπει να μας ξαναενοχλήσετε.» Ο τρόπος ομιλίας της Ρίτας δεν παρουσίαζε ίχνος συναισθηματικής φόρτισης λόγω του γεγονότος. «Ωραία είναι και τούτη» σκέφθηκε «πέθανε ο άντρας της και είναι φρέσκια σαν το τριαντάφυλλο»
«Σας ζητώ συγνώμη για την ενόχληση αλλά παρασύρθηκα απ την ατμόσφαιρα – την τελευταία λέξη την πρόφερε στα ελληνικά – αλλά και την ιδιαίτερη παρουσία σας. Αυτή είναι η αλήθεια.»
«Νικηφόρε, θα τα πούμε σε λίγο. Εξήγησε στον κύριο Ματρίτη τι πρέπει να κάνει.»
Οι δυο άντρες έσφιξαν εγκάρδια τα χέρια και βγήκαν να περπατήσουν στον κήπο.
«Οφείλω να ομολογήσω κύριε Ματρίτη ότι βρήκατε πολύ ακατάλληλη στιγμή για να κάνετε τον περίπατο σας. Είχατε και το θράσος να της κάνετε κομπλιμέντο. Δεν σας κρύβω ότι μου άρεσε αυτό. Η κυρία Τσέτρι είναι – έσκυψε κοντά στ αυτί του Μιχάλη – μια σκύλα! Γοητευτική δεν λέω, αλλά σκύλα. Θα πρέπει να φύγετε τώρα. Που μένετε στο Χωριό;»
«Στην πανσιόν Αντόνιος».
«Α, μα εκεί μένω και εγώ. Πάντα εκεί πηγαίνω αλλά θα πρεπε να ξέρετε ότι ο Αντόνιο και η Μάρτα είναι συγγενείς του θανόντος. Καλό θα είναι να μην τους αναφέρετε το σημερινό περιστατικό. Θα τα ξαναπούμε. Καλή διαμονή φίλε μου!»
«Σε ευχαριστώ. Μίλα μου στον ενικό, νοιώθω άβολα».


«Τι απόγευμα και αυτό» μονολογούσε ο Μιχάλης κατηφορίζοντας την Βία Μεντιτεράνεα. «Γυναικάρα η κυρία Τσέτρι. Σαν να μην λυπήθηκε καθόλου για τον χαμό του συζύγου της. Θα μ άρεσε να την συναντούσα για ένα ποτό. Μήπως να το επεδίωκα μέσω του δικηγόρου; Μπα, άλλωστε εκείνος δεν φαίνεται να την συμπαθεί. Πρέπει να βρω μια αφορμή για να της τηλεφωνήσω. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι της έκανα εντύπωση.»
Το καφέ Μίο ήταν ουσιαστικά η ταράτσα ενός παλιού νεοκλασικού σπιτιού με θέα την Μεσόγειο. Μερικές πορτοκαλί ομπρέλες  και έξι επτά ανεμιστήρες βοηθούσαν τους θαμώνες τις δύσκολες ώρες της ηλιοφάνειας, καναπέδες διθέσιοι και τριθέσιοι με αφράτα χρωματιστά μαξιλάρια δημιουργούσαν το κατάλληλο περιβάλλον για χαλάρωση κάτω από ήχους έθνικ και τζαζ μουσικής. Ηλικίες διάφορες, ασουλούπωτοι άντρες από κότερα, πιτσιρίκες με μαγιό , περιποιημένες πενηντάρες και κομψοί επιχειρηματίες αποτελούσαν την σύνθεση του μωσαϊκού που αντίκρισε ο Μιχάλης, όταν έφτασε στο τέλος της φαρδιάς εξωτερικής ξύλινης σκάλας που οδηγούσε στο μπαρ. Ένα άδειο σκαμνί τον περίμενε στην μια άκρη δίπλα σε ένα τραπέζι με μια μεγάλη παρέα από γυναίκες μεγάλης σχετικά ηλικίας. Παρήγγειλε ένα μαρτίνι με λεμόνι και πάγο και έπιασε να τις παρατηρεί. Δεν άργησε να ξεχωρίσει την φιγούρα της Μάρτα ανάμεσα τους, τον είχε δει άραγε; Αργά ή γρήγορα θα τον έβλεπε γι αυτό και έσπευσε να την χαιρετήσει. Η Μάρτα σηκώθηκε απ το τραπέζι και τον πλησίασε.
«Τελικά ακολουθήσατε την συμβουλή μου αν και αργήσατε μάλλον να ρθετε. Πως σας φαίνετε το Μίο;»
«Πολύ όμορφο και γραφικό. Έκανα ένα περίπατο μέχρι την κορυφή του λόφου».
«Δεν κάθεστε μαζί μας για ένα ποτό; Εκτός αν βαριέστε να ακούτε κουτσομπολιά για το χωριό μας. Δεν θα σας κουράσουμε πολύ όμως, ελάτε.»
Ο Μιχάλης ήξερε ότι θα ήταν αγενές εκ μέρους του να αρνηθεί αν και ούτως ή άλλως δεν το είχε σκοπό. Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μάθει κι άλλες πληροφορίες για το συμβάν της ημέρας. «Τώρα που μπήκα στο χωρό ας χορέψω» σκέφτηκε. Οι διακοπές στην Ιταλία είχαν αρχίσει να αποκτούν ενδιαφέρον.
Οι τέσσερις γυναίκες του έδωσαν γνωριμία, η Άννα, η Σοφία, η Μαρία-Γκράτσια και η  Ελένα. Αφού κουβέντιασαν για την Ελλάδα και τις ομορφιές της ο Μιχάλης τους διηγήθηκε την κατάληξη της απογευματινής του βόλτας περιμένοντας με αγωνία την αντίδραση της Μάρτα.
«Ο Νικηφόρος μου είπε ότι γνωρίζετε τον θανόντα» πρόσθεσε παραβιάζοντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον Έλληνα δικηγόρο σκοπεύοντας να χοντρύνει το παιχνίδι. Εκείνη δεν φάνηκε να ταράχτηκε, ο Τσέτρι ήταν ξάδερφος της απ το σόι της μητέρας της και ήταν αυτός που την βοήθησε να χτίσει με τον αδερφό της τον ξενώνα. Της είχε ιδιαίτερη αδυναμία μέχρις ότου γνώρισε «εκείνον τον Γερμανό τον Κάρλ» τον οποίο απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη εκφράζοντας την αντιπάθεια του για ένα λαό που όπως έλεγε κατέστρεψε τον Νότο κατά την διάρκεια του πολέμου με τις ιδεολογικές του μπούρδες. Δεν της το συγχώρεσε ούτε όταν πια γύρισε πίσω μετά από πολλά χρόνια. Κυκλοφορούσαν κάποιες φήμες ότι  η Μάρτα φλέρταρε τους κατά πολύ νεότερους αλλοδαπούς παραθεριστές του ξενώνα τις οποίες εκείνη απέδιδε στην κακία του Τσέτρι.
«Ο ιατροδικαστής είπε ότι ήταν η κατάληξη μιας βαριάς μορφής κατάθλιψης κάτι που για μένα προσωπικά φαίνεται αρκετά παράξενο. Ο ξάδερφος μου ήξερε πάνω απ όλα να περνάει καλά και να μην χολοσκάει για τίποτε και για κανένα εκτός απ τα παιδιά του τα οποία και λάτρευε αν και τον περισσότερο καιρό εξ αποστάσεως.»
«Πάντως», πρόσθεσε μια απ τις φίλες της, «ακούστηκε ότι τώρα τελευταία κάτι συνέβαινε στο σπίτι, μια ‘περιπέτεια’ απ το παρελθόν του Πάολο που του δημιούργησε αυτή την μεγάλη στενοχώρια».
«Ερωτική εννοείς;» την ρώτησε η Σοφία.
«Μα αυτός ο άνθρωπος δεν καθόταν ποτέ σε ησυχία;» πέταξε η Μάρτα και έπιασε να διηγείται στον Μιχάλη για τους γάμους και την αδυναμία του για το ασθενές φίλο παραλείποντας όμως ένα σημαντικό κομμάτι απ το μωσαϊκό της ερωτικής ζωής του το οποίο έμελλε να αποκαλυφθεί.


Ήταν καλοκαίρι του 1976 όταν ο Πάολο Τσέτρι βρέθηκε για δουλειές στην όμορφη Κέρκυρα. Ύστερα από επαφές με ντόπιους παραγωγούς αποφασίστηκε από κοινού μια καλλιέργεια σταφυλιών με σπόρους απ τα δύο μέρη για την δημιουργία ενός ξεχωριστού λευκού κρασιού. Ο Τσέτρι θα έστελνε δικούς του ανθρώπους να παραμείνουν στο νησί για όσο χρειαζόταν και έπειτα θα έστηνε το δίκτυο διάθεσης σε όλη την Ελλάδα αλλά και την Ιταλία. Έκλεισε μια σουίτα στο ξενοδοχείο Royal στο γραφικό Κανόνι και νοίκιασε μια κόκκινη Άλφα Ρομέο Βελότσε για τις μετακινήσεις του. Ένα απόγευμα γυρνώντας με τ αμάξι του από μια συνάντηση με κάποιον εκπρόσωπο αποφάσισε να μην στρίψει για το ξενοδοχείο και να συνεχίσει έως το καφεζαχαροπλαστείο που βρισκόταν στην άκρη του λοφίσκου για να απολαύσει το ξακουστό παγωτό του με γεύση μόκα και να τονωθεί ευχάριστα με ένα εσπρέσο χαζεύοντας το Ποντικονήσι αλλά και τα αεροπλάνα που πηγαινοερχόντουσαν από και προς το αεροδρόμιο που βρισκόταν εκεί κοντά.
Από αυτό το αεροδρόμιο είχε φθάσει πριν από λίγο και η κομψή κυρία που καθόταν μόνη της σε ένα τραπεζάκι λίγο πιο πέρα από κει που κάθισε ο Τσέτρι. Φορούσε ένα κοντομάνικο μεταξωτό πουκαμισάκι ξεκούμπωτο μέχρι το σημείο που να δημιουργεί αναστάτωση σε όποιο αρσενικό έστρεφε το βλέμμα του πάνω της και μια μπεζ φούστα μέχρι τα γόνατα με ένα μικρό σκίσιμο στο πλαϊ. Η Μαρίνα δεν ήταν προκλητική γυναίκα, οι ενδυματολογικές της προτιμήσεις είχαν να κάνουν καθαρά με πρακτικούς λόγους. Ήταν σχετικά ψηλή, λεπτή, συνήθως με δεμένα τα καστανά μαλλιά της κότσο, στρογγυλοπρόσωπη με φίνα χαρακτηριστικά. Γεννημένη στην Κέρκυρα από γονείς μεροκαματιάρηδες, ο πατέρας της δούλευε σε βυρσοδεψείο και η μητέρα της σε ένα φούρνο στην χώρα, ξέφυγε κάποια στιγμή απ το σπίτι με τους καλούς βαθμούς της στο σχολείο και την έμφυτη κλίση της στις ξένες γλώσσες (ήδη μιλούσε αγγλικά χωρίς να έχει μελετήσει ποτέ) και έπιασε δουλειά σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο απ τα δεκαοχτώ της. Κάποια μέρα ύστερα από χρόνια και ενώ ήταν στο αεροδρόμιο για να παραλάβει ένα γκρουπ εγγλέζων για να τους συνοδεύσει στο ξενοδοχείο τους, γνώρισε τον Αλέξανδρο. Επιθεωρητής αεροσκαφών, εκπαιδευόμενος τότε στην Ολυμπιακή είχε μόλις έρθει από την Αθήνα με μετάθεση. Η σχέση τους εξελίχθηκε γρήγορα , παντρεύτηκαν και απέκτησαν και ένα γιο.
Η Μαρίνα συνήθιζε να τον επισκέπτεται στην δουλειά όποτε βρισκόταν και κείνη για κάποιο λόγο στο αεροδρόμιο και να πίνουν καφέ πριν αλλάξει η βάρδια. Ο Αλέξανδρος δούλευε με κυλιόμενο ωράριο, κάποιες μέρες πρωινά και άλλες βράδια. Εκείνη την μέρα δεν κατάφερε να τον συναντήσει και αποφάσισε να ανέβει στο Κανόνι για να πιει το αγαπημένο της ρόφημα. Η άφιξη του Τσέτρι δεν είχε περάσει απαρατήρητη. Το κόκκινο αυτοκίνητο τράβηξε το βλέμμα της Μαρίνας που προσπάθησε να διακρίνει τον οδηγό που έβγαινε από μέσα. Απέφευγε να φοράει τα μυωπικά της γυαλιά διότι όπως έλεγε «μέχρι το σούρουπο βλέπω μια χαρά». Ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με καφέ σπορ κουστούμι, σχετικά γεμάτος, μετρίου αναστήματος, με κάπως αραιά μαλλιά ήρθε να κάτσει στο διπλανό τραπέζι. Έστρεψε το κεφάλι της προς την αντίθετη κατεύθυνση, δεν ήθελε και να την πάρουν χαμπάρι, παντρεμένη γυναίκα και να νομίζουν ότι ξενοκοιτούσε. Το νησί είναι μικρό, όλο και κάποιος μπορεί να την αναγνώριζε, άλλωστε στ αλήθεια το κανε από περιέργεια. Δεν παραδεχόταν ότι της πέρναγε καμιά φορά απ το μυαλό η ερωτική περιπέτεια με κάποιον άλλο εκτός απ τον άντρα της. Ήταν πολύ συντηρητική και πίστευε ότι ο γάμος είναι ιερός και θέλει θυσίες για να διατηρηθεί, εκείνη ήταν πρόθυμη να υπομένει αλλά και να επιμένει για το καλό της οικογένειας.
Ο Τσέτρι ήταν απορροφημένος διαβάζοντας κάποια στοιχεία για την πορεία των ελληνικών κρασιών όταν μια χαρτοπετσέτα που δεν άντεξε τις πιέσεις απ το βοριαδάκι που είχε δυναμώσει, ξέφυγε απ το τραπεζάκι της Μαρίνας και προσγειώθηκε στα διαγράμματα των πωλήσεων.
«Συγνώμη, ο αέρας….  δεν πρόλαβα να την πιάσω» του είπε.
«Don’t worry, its ok, parla italiano?». Η Μαρίνα αιφνιδιάστηκε, δεν περίμενε ότι θα ανοίξουν κουβέντα και έμεινε να τον κοιτάζει αμήχανα.
«Parla italiano?» την ξαναρώτησε ενώ παράλληλα έκανε νόημα στο γκαρσόνι. Σηκώθηκε, του είπε κάτι στ αυτί, του έχωσε ένα χαρτονόμισμα στην τσέπη και ξανακάθησε αυτή τη φορά στο τραπέζι της όμως. Η Μαρίνα αφού ανάκτησε την αυτοκυριαρχία της αντέδρασε σπασμωδικά σ αυτή του την κίνηση.
«Δεν έχουμε να πούμε τίποτε κύριε. Θα σας παρακαλούσα να σηκωθείτε απ το τραπέζι. Δεν επιθυμώ την συντροφιά σας. Χαίρετε» του απευθύνθηκε σε άψογα ιταλικά.
«Μιλάτε την γλώσσα μου λοιπόν. Πολύ ωραία. Είστε πολύ όμορφη» και παίρνοντας τα τριαντάφυλλα που μόλις είχε φέρει το γκαρσόνι της τα πρόσφερε.  
«Και σεις πολύ αναιδής». Η Μαρίνα σηκώθηκε εκνευρισμένη αλλά και αναψοκοκκινισμένη για να φύγει.
«Θα τα ξαναπούμε μπέλα». Για τον Πάολο το κυνήγι είχε μόλις ξεκινήσει και με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Οι εύκολες γυναίκες ήταν βαρετές, ετούτη δω θα τον παίδευε και αυτό τον ευχαριστούσε ήδη. Πολλές φορές το κυνήγι είναι καλύτερο ακόμα κι απ την περιπέτεια που θα προκύψει.
Την επόμενη μέρα κατέβηκε στην χώρα αρκετά νωρίτερα από τις προγραμματισμένες  συναντήσεις του για να ψάξει να την βρει. Θα ήταν το πρώτο μέρος που θα κοίταζε. «Η άψογη ιταλική της προφορά πολύ πιθανό να έχει σχέση με το επάγγελμα της. Το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε είναι τουριστικό, εκπαιδευτικό….Μια βόλτα στα τουριστικά γραφεία γύρω απ την Εσπλανάντ για αρχή» σκέφτηκε. Τελικά ήταν πολύ εύκολο, θα προλάβαινε άνετα και τα ραντεβού του. Το γραφείο που δούλευε η Μαρίνα βρισκόταν δίπλα σε μια τράπεζα στον δρόμο που πέρναγε ακριβώς πίσω απ την πλατεία και επειδή η τύχη ήταν με το μέρος του Ιταλού, βρισκόταν εκείνη τη στιγμή κοντά στην είσοδο κουβεντιάζοντας με ένα ζευγάρι τουρίστες δείχνοντας τους κάποια σημεία της πόλης που άξιζε να επισκεφθούν. Ο Τσέτρι προσπέρασε χωρίς να τον δει. Σημείωσε την διεύθυνση στο μυαλό του και κατευθύνθηκε σε ένα καφέ λίγο πιο κάτω. Αφού σκέφθηκε για λίγο το επόμενο του βήμα έκανε κάποια τηλέφωνα για να μάθει το νούμερο του γραφείου που εργαζόταν η Μαρίνα. Λίγο αργότερα, ένας άντρας μπήκε στο πρακτορείο και απευθυνόμενος σε κείνη της ζήτησε να κλείσει ένα δωμάτιο σε ένα καλό ξενοδοχείο για λογαριασμό ενός σημαντικού πελάτη που θα έφτανε την άλλη μέρα οδικώς απ την Ιταλία στο νησί, και μήπως θα μπορούσε να τον συναντήσει αύριο στην πλατεία για να τον καθοδηγήσει;
Το άλλο πρωϊ ο Τσέτρι πάρκαρε την Άλφα Ρομέο στην έξοδο της πλατείας και περίμενε. Σε λίγα λεπτά την είδε να έρχεται προς το μέρος του. Ένας γνωστός του είχε αναλάβει να την ειδοποιήσει, δεν ήθελε να της μιλήσει ο ίδιος μήπως και καταλάβει την φωνή του. Η Μαρίνα που δεν ξέχασε το περιστατικό στο Κανόνι αναρωτήθηκε έντρομη μήπως αυτό το αυτοκίνητο που έβλεπε τώρα στα δέκα μέτρα μπροστά της δεν ήταν το ίδιο με κείνου του άξεστου Ιταλού.
«Ας κάνουμε ανακωχή. Πάολο Τσέτρι.» είπε εκείνος ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού, ντυμένος με το ίδιο καφέ κουστούμι προσφέροντας της ένα ωραίο μπουκέτο από άγρια λουλούδια.
«Σας είπα ότι θα ιδωθούμε ξανά, η ζωή είναι μικρή για να την αποφεύγουμε.»
«Φαίνεται ότι δεν παίρνετε εύκολα από λόγια. Γιατί με πολιορκέιτε;» του είπε σαστισμένη .
«Σας πολιορκώ και θα συνεχίσω να το κάνω. Δεν τα παρατάω όταν πρόκειται για μια γυναίκα όπως εσείς. Δεν έχετε να χάσετε τίποτα, λίγο απ τον χρόνο σας ίσως. Αντίθετα, μια φιλία μπορεί να σας φανεί χρήσιμη στο μέλλον.  Γνωρίζω αρκετό κόσμο ακόμα και δω στο νησί σας.»
«Σας είπα είμαι παντρεμένη, τι θα πει…»
«Σωπάστε και μην ασχολείστε με τους άλλους. Τι ώρα θα θέλατε να βρεθούμε;».

Η Μαρίνα απόρησε με τον ίδιο της τον εαυτό. Τι πήγαινε να κάνει; «Έρχεται μια στιγμή στην ζωή μας που όλα συνηγορούν στο να κάνουμε μια τρέλα. Μια φορά θα συμβεί και πρέπει να αγνοήσουμε τις συνέπειες» της είχε πει πολλές φορές η αδερφή της που είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού τον άντρα της για να ξενιτευτεί στην μακρινή Αργεντινή και να βόσκει γελάδια σε μια φάρμα. Δεν είχε όμως παιδιά, ούτε καθόταν και ποτέ στα αυγά της. Ακόμα και παντρεμένη ξενοπηδιόταν. Ο πρώτος γύρος της πάλης για αυτοσυγκράτηση είχε χαθεί. Αποφάσισε να βρεθεί με τον Πάολο διότι κακά τα ψέμματα την κολάκεψε με την επιμονή του και τον τρόπο που την προσέγγισε. Συναντήθηκαν την επομένη το μεσημέρι στην αποβάθρα για μικρά σκάφη. Ο Αλέξανδρος είχε βάρδια απ τις τρεις έως τις έντεκα, υπήρχε πολύς χρόνος στην διάθεση τους. Ο Ιταλός ήθελε να την εντυπωσιάσει και κανόνισε βόλτα και γεύμα πάνω σε ένα πολυτελές γιώτ. Παρ όλες τις αντιρρήσεις που έφερε στην αρχή τελικά βρέθηκε καταμεσής του πελάγου να απολαμβάνει την παρέα , το θαλασσινό αεράκι και τα φρέσκα ψάρια που είχε φροντίσει εκείνος να υπάρχουν για να την ευχαριστήσει. Εκείνο το απόγευμα σήμανε την έναρξη μιας σχέσης που κράτησε όσο και τα πήγαινε έλα του Τσέτρι στην Κέρκυρα. Η συνεργασία με τους ντόπιους εδραιώθηκε, τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα απ το αναμενόμενο και έτσι ύστερα από τέσσερα χρόνια επίβλεψης και χρηματοδότησης είχε φτάσει πια η ώρα να αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους κάτω απ την επίβλεψη ενός έμπιστου συνεργάτη του. Νέες προοπτικές και συνεργασίες διαφαίνονταν στο εγγύς μέλλον με άλλες χώρες. Άλλωστε υπήρχαν προβλήματα και απ τις δύο πλευρές. Η γυναίκα του Τσέτρι, παρατήρησε την θεαματική αλλαγή στην διάθεση του συζύγου της κάθε φορά που ετοιμαζόταν για ένα ταξίδι στο νησί και του κανε σκηνές ζηλοτυπίες προσπαθώντας με κάθε τρόπο να την πάρει μαζί του. Ο Τσέτρι παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα καθαρά για οικονομικούς λόγους. Η Λίντα προερχόταν από μια αριστοκρατική οικογένεια του Βορρά με πολλές διασυνδέσεις και μια αλυσίδα πολυτελή εστιατόρια που θα αποτελούσαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την προώθηση των κρασιών του. Την εποχή εκείνη χρειαζόταν ακόμα την υποστήριξη της για τα μεγαλεπίβολα σχέδια του , θα την κρατούσε κοντά του πάση θυσία. Η σχέση με την Μαρίνα όσο και να τον ευχαριστούσε, όσο και αν την αγαπούσε δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο για το μέλλον.
Απ την άλλη, ο Αλέξανδρος βλεπόταν όλο και λιγότερο με την γυναίκα του κάποιες συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και αναρωτιόταν αν αυτή η συνεργασία με τα μεγάλα πρακτορεία του εξωτερικού που απαιτούσε την πολύωρη ή και ολιγοήμερη μερικές φορές απασχόληση της Μαρίνας δεν έκρυβε κάτι άλλο. Όχι ότι είχε την γυναίκα του ικανή για αταξίες. Αυτά μόνο εκείνος μπορούσε και είχε το δικαίωμα να κάνει με τις αεροσυνοδούς ή τις γραμματείς των εκάστοτε αεροπορικών εταιριών. Που και που όμως του έμπαιναν σκέψεις βλέποντας τις φρεσκαδούρες της όταν επέστρεφε απ αυτές τις εκδρομές. Της πετούσε διάφορα υπονοούμενα τα οποία περισσότερο εξυπηρετούσαν εκείνον παρουσιάζοντας τον ως βράχο οικογενειακής αφοσίωσης – «μα δεν σκέφτεσαι ούτε τον γιό σου πόσο μάλλον εμένα και απουσιάζεις τόσο πολύ;» της έλεγε – . Η Μαρίνα όμως καταπιεζόταν διότι αγαπούσε τον Τσέτρι και θα ήθελε πολύ να τα βροντήξει όλα και να φύγει μαζί του. Τέτοια προοπτική δεν υπήρχε, η δικαιολογία ήταν πάντα η ίδια: «δεν μπορώ, η γυναίκα μου διαχειρίζεται σχεδόν όλη την περιουσία μας, θα τα χάσω όλα, δεν το καταλαβαίνεις; Πρέπει να περιμένουμε». Τέσσερα χρόνια ήταν πολλά. Έτσι, όταν ο Πάολο την συνάντησε εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής στο Κανόνι για να της ανακοινώσει κάτι σημαντικό, η Μαρίνα είχε διαισθανθεί ότι το τέλος ήταν κοντά. Εκείνος της εξήγησε τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να διακόψουν, η γυναίκα του δεν φαινόταν πρόθυμη να του δώσει διαζύγιο, είχε ανακαλύψει την σχέση τους προσλαμβάνοντας ιδιωτικό ντετέκτιβ και απαιτούσε την άμεση διακοπή της. Δεν είχε συμβεί βέβαια κάτι τέτοιο, αλλά το ψέμα τον βοηθούσε συχνά πυκνά στην ζωή του γιατί να μην τον βγάλει απ την δύσκολη θέση και τώρα; Συμφώνησαν ότι θα διατηρήσουν μια φιλική επαφή, ήταν κάτι που επιθυμούσαν και οι δύο.



Σχόλια