Διακοπές στο Χωριό, Κεφάλαιο Τρίτο


ΙΙΙ.


Δύο μήνες αργότερα, ο Ιταλός έλαβε ένα επείγον μήνυμα στην προσωπική του ταχυδρομική θυρίδα απ’ τη Μαρίνα. Έπρεπε να μιλήσουν. Η τηλεφωνική τους συνομιλία είχε μια αναπάντεχη τροπή για τον Τσέτρι. Η Μαρίνα ήταν ήδη τριών μηνών έγγυος και δεν σκόπευε να ρίξει το παιδί τους! Η απόφαση της ήταν τετελεσμένη. Ήθελε να μείνει κάτι απ’ τη σχέση τους πέρα απ τις αναμνήσεις και τις φιλίες.
«Και ο άντρας σου τι θα πει;»
«Ειλικρινά δεν με ενδιαφέρει. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα καταλάβει και τίποτα, τουλάχιστον στην αρχή. Είχαμε κάποιες επαφές εκείνο το διάστημα. Λίγες, αλλά είχαμε. Νόμιζα ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα κατάφερνα να σταματήσω να σε σκέφτομαι. Προσπάθησα να σε βγάλω από πάνω μου διότι κατά βάθος ήξερα ότι ποτέ δεν θα χώριζες.»
«Και στο παιδί τι θα πεις σαν μεγαλώσει;»
«Δεν ξέρω, άσε να γεννηθεί πρώτα..»



Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν αποχώρησαν και οι τελευταίοι επισκέπτες απ’ το αρχοντικό των Τσέτρι. Η Ρίτα βυθίστηκε στην ζεστή μπανιέρα της αναλογιζόμενη την συνάντηση της με τον Νικηφόρο. Ήταν απορίας άξιο το ότι χάθηκαν και τα δύο αντίτυπα της διαθήκης του άντρα της. Για την ύπαρξη του δεύτερου που κρατούσε ο Πάολο δεν ήταν καν ενήμερη. Χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο της είχε μάθει απ’ τον ίδιο ότι η διαθήκη βρισκόταν στην Αθήνα και θα ανοιγόταν μόνο παρουσία του δικηγόρου του. Ποιός άλλος λοιπόν γνώριζε το μυστικό τους; Ο ίδιος ο Νικηφόρος θα την θεωρούσε ύποπτη σίγουρα. Η αστυνομία θα μπλεκόταν τώρα στα πόδια της για αρκετό καιρό αφού όλη η περιουσία θα πέρναγε στα χέρια της. Αρκετός κόσμος θα σιγομουρμούριζε την πιθανή ενοχή της και θα ήταν δύσκολο γι αυτήν να υπερασπίζεται κάθε τρεις και λίγο την ακεραιότητα της. Έπρεπε να διατηρήσει μια στάση αναμονής για ένα διάστημα μέχρις ότου κοπάσει η καταιγίδα για να μπορέσει αργότερα να δρέψει τους καρπούς του γάμου της. Ναι, δεν ήταν καθόλου άσκημη τελικά αυτή η εξέλιξη. Ο Νικηφόρος της είπε ότι στην διαθήκη του ο Τσέτρι άφηνε ότι είχε και δεν είχε στα τρία τους κορίτσια. Τον αχάριστο! Εκείνη ξόδεψε τα νιάτα της στο πλάι του και αυτό ήταν το ευχαριστώ; Άραγε να γνώριζε για τις μικρές της περιπετειούλες; Να την είχε άχτι επειδή δεν φρόντιζε όσο έπρεπε τις κόρες της;
Τις σκέψεις της διέκοψε ένα επίμονο κουδούνισμα.
«Σας ζητούν στο τηλέφωνο κυρία Ρίτα. Απ’ την πανσιόν Αντόνιο’ς. Είναι ο κύριος Κριεζάτος».
«Τι συμβαίνει Νικηφόρε; Έχεις αϋπνίες;»
«Υπάρχει μια εξέλιξη στο θέμα της κλοπής της διαθήκης και είμαι βέβαιος ότι θα θέλατε να την μάθετε.»
«Για να ακούσω λοιπόν»
«Η αστυνομία βρήκε τον διαρρήκτη στην Αθήνα απ τις κάμερες κλειστού κυκλώματος  που έχω στο γραφείο. Είναι ένας σεσημασμένος ο οποίος ομολόγησε ότι είχε συμφωνήσει έναντι σεβαστού χρηματικού ποσού να κλέψει την διαθήκη και να την παραδώσει σε κάποιον κύριο του οποίου το όνομα δεν γνωρίζει και που πολύ πιθανόν να μην ήταν και ο ίδιος ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Πως σας φαίνεται αυτό αγαπητή μου;» πρόσθεσε με ειρωνικό τόνο.
«Μου φαίνεται ότι είσαι πολύ ταραγμένος απ’ αυτή την ιστορία και θα έπρεπε να πας για ύπνο. Όπως σου είπα και πιο πριν το απόγευμα, εγώ δεν έχω καμία σχέση με όλα αυτά. Με λάθος άνθρωπο ασχολείσαι. Τα ξαναλέμε αύριο. Καληνύχτα».
Ο Νικηφόρος έκλεισε το τηλέφωνο φανερά εκνευρισμένος. Πίστευε ότι η Ρίτα ήταν μπλεγμένη αν όχι και αυτή που τα σχεδίασε όλα αυτά. Ήταν αποφασισμένος να ζητήσει και δεύτερη νεκροψία. Ο Τσέτρι εκτός από πελάτης ήταν και καλός φίλος. Κάτι είχε συμβεί, δεν μπορεί να αυτοκτόνησε. Απ την στιγμή που το έμαθε δεν μπορούσε να ησυχάσει. Απορροφημένος όπως ήταν δεν αντιλήφθηκε την είσοδο του Μιχάλη στον ξενώνα. Εκείνος ανέβηκε σιγά σιγά τις σκάλες και γλίστρησε στο δωμάτιο του. Καλύτερα να απέφευγε μια κουβέντα μαζί του. Ήταν κουρασμένος και σκόπευε να ξυπνήσει πολύ πρωί, να φορέσει την δερμάτινη φόρμα του και να κάνει μια ωραία βόλτα με την μοτοσυκλέτα του μακριά για λίγο από όλη αυτή την ιστορία. Οι ίντριγκες και τα εγκλήματα μπορούσαν να περιμένουν……
Τέτοια ήταν η προσμονή του για αυτή την έξοδο απ’ το χωριό που ξύπνησε μισή ώρα νωρίτερα για να ετοιμαστεί. Στις έξι και μισή το πρωί επικρατούσε απόλυτη ησυχία στο σπίτι. Κατέβηκε στο πίσω μέρος της αυλής όπου είχε αφήσει την μηχανή του για ένα σύντομο έλεγχο. Αφαίρεσε λίγο αέρα απ’ το πίσω λάστιχο μιας και δεν υπήρχε πια το βάρος απ τα σαμάρια για να το επιβαρύνει, κοίταξε την στάθμη του λαδιού απ το μικρό γυάλινο παραθυράκι στο κάτω μέρος του κινητήρα, μάζεψε λίγο τα μπόσικα στην μανέτα του συμπλέκτη και επέστρεψε στο οίκημα για να φτιάξει ένα ζεστό καφέ.
«Καλημέρα σινιόρ Μικάλη. Πως είστε;». Ο Αντόνιο ξεπρόβαλε απ’ την είσοδο της κουζίνας με ένα κόκκινο φυλλάδιο στο χέρι.
«Σας άκουσα που βγήκατε στην αυλή. Πάμε εκδρομή ε; Αν δεν είστε πολύ βιαστικός ελάτε να πιούμε ένα καφέ μαζί. Δεν έχω και γω πολύ ώρα που σηκώθηκα».
«Μα, ναι γιατί όχι; Είμαι βέβαιος ότι θα φτιάχνετε καλύτερο εσπρέσο από μένα.»
Ο Αντόνιο του άφησε το φυλλάδιο στο μικρό τραπέζι που έβλεπε στην αυλή της κουζίνας και έπιασε να ετοιμάζει το ρόφημα.
«Αυτή είναι η δική μου μεγάλη αγάπη, η Ducati 750. Κράτησα το διαφημιστικό δίφυλλο που πήρα στα χέρια μου την μέρα που μπήκα σε ένα κατάστημα της φίρμας εκστασιασμένος από την ομορφιά της. Την αγόρασα πριν τριάντα πέντε χρόνια με πολύ κόπο και θα την κρατήσω για πάντα. Κόκκινη φυσικά. Μ αυτή γύρισα σχεδόν όλη αυτή τη χώρα και μ αυτή πηγαίνω κάθε χρόνο στην Νάπολη σε μια συνάντηση φίλων με το ίδιο ακριβώς μοντέλο, κόκκινο φυσικά!» Ο Αντόνιο μιλούσε με ενθουσιασμό και συγκίνηση για την μοτοσικλέτα του.
«Τώρα πια οι βόλτες μου έχουν λιγοστέψει κατά πολύ. Αν τα καταφέρω δυο τρεις φορές το μήνα κάνω μια μικρή διαδρομή που μπορώ να σου αποκαλύψω αν θέλεις. Δεν την γνωρίζουν παρά μόνο οι ντόπιοι. Μόνο προσοχή, οι οδηγοί χρησιμοποιούν πολλές φορές όλο το πλάτος του δρόμου. Μην παρασυρθείς και οδηγήσεις γρήγορα. Θα σε αποζημιώσει και με το παραπάνω η θέα και η άγρια ομορφιά του βουνού.»
Έκατσαν με τον χάρτη του Μιχάλη ανοιγμένο και κουβέντιασαν για την ευρύτερη περιοχή του χωριού. Σε μια στιγμή ο Αντόνιο γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Έμαθα ότι αντάμωσες με το σόι του ξαδέρφου μου χθες. Θα σου δώσω μια συμβουλή. Μακριά! Απόλαυσε τις διακοπές σου, μην ξαναζυγώσεις. Αν είσαι απ αυτούς που ανακατεύονται εκεί που δεν πρέπει, σήκω και φύγε απ το χωριό. Θα μπλέξεις και αυτοί δεν αστειεύονται, δεν σέβονται την ανθρώπινη ζωή. Αρκετό κακό έκανε αυτός ο άνθρωπος όσο ζούσε και αν θες την γνώμη μου ίσως και να του άξιζε να πεθάνει μ αυτό τον τρόπο!» τόνισε με σκληράδα.
«Βαριά κουβέντα μου λέτε Αντόνιο. Φαντάζομαι ότι θα χετε τους λόγους σας».
Ο Αντόνιο απέφυγε να δώσει συνέχεια στην κουβέντα. «Πρέπει να ξεκινήσεις για την βόλτα σου σινιόρ Μικάλη, τώρα που είναι ακόμα πρωί.» Μα εκείνος αποφάσισε να επιμείνει. Η περιέργεια του έκανε αντιπερισπασμό στην μέχρι πρότινος έντονη διάθεση για φυγή και φαινόταν για την ώρα να κερδίζει το παιχνίδι. Σαν ένα δυσεπίλυτο μαθηματικό πρόβλημα είχε προβάλει πλέον στο μυαλό του η υπόθεση του Ιταλού οινοπαραγωγού και αυτό από μόνο του ήταν ικανό για να υποσκελίσει και να επισκιάσει την ανάγκη του για την εκτόνωση της δίτροχης συμβίας του.
«Έχω χρόνο για λίγη κουβέντα ακόμα, δεν βιάζομαι. Όσο για τον αν θα μπλέξω ή όχι αυτό αφήστε να το αποφασίσω μόνος μου. Δεν έχω καμία διάθεση, πιστέψτε με, να διακινδυνεύσω την σωματική μου ακεραιότητα» και προφέροντας αυτές τις τελευταίες λέξεις ήξερε καλά πως η σκέψη και μόνο μιας εμπλοκής του σε μια επικίνδυνη περιπέτεια τον γοήτευε παρ όλο που πίστευε ότι κατά βάθος μπορεί και να δείλιαζε αν χρειαζόταν να κινηθεί παράτολμα για να φτάσει ως το τέλος.
Ο Αντόνιο ξεκίνησε να του διηγείται την ιστορία της Μάρτα και του Κάρλ και την στάση του Τσέτρι απέναντι της και έπειτα του μίλησε για την σχέση που είχε εκείνος με τον ξάδερφο του. Μεγάλωσαν μαζί στην ίδια αυλή και πήγαν στο ίδιο σχολείο, ήταν στις ίδιες παρέες, με τον Πάολο να έχει πάντα τον πρώτο λόγο ακόμα και όταν βρισκόντουσαν μεταξύ τους. Λίγο μετά την ενηλικίωση τους οι δρόμοι τους χώρισαν για ένα διάστημα. Ο Αντόνιο έφυγε στην Νάπολη για να σπουδάσει μηχανικός ενώ εκείνος παρέμεινε στο χωριό μαθαίνοντας την τέχνη του κρασιού απ’ τον παππού του προετοιμάζοντας το έδαφος για την παραγωγή κρασιού στην κοιλάδα του χωριού. Εκείνη την εποχή συνδέεται με δύο νεαρούς απ την Σικελία οι οποίοι κρατούσαν από ύποπτες οικογένειες και με τη βοήθεια τους αγοράζει το ένα μετά το άλλο τα αγροτεμάχια της περιοχής, απειλώντας μερικές φορές τους χωρικούς και δημιουργώντας  γκαγκστερικού τύπου φασαρίες για τον εκφοβισμό τους. Ένα μέρος απ αυτές τις εκτάσεις ανήκε σε εκείνον και στην Μάρτα. Ήρθε σε συμφωνία με την αδερφή του να του παραχωρήσουν το κτήμα προς εκμετάλλευση με αντίτιμο την συμμετοχή τους στα κέρδη απ την παραγωγή του κρασιού. Ο λόγος που στην δική τους περίπτωση ο ξάδερφος δεν χρησιμοποίησε τις γνώστες του μεθόδους ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα τους ότι θα ήταν πάντα σαν αδέρφια και ότι θα φρόντιζε ο ένας τον άλλο. Τρία χρόνια μετά, το κρασί του Πάολο είχε ήδη αρχίσει να πουλάει καλά σε όλη τη χώρα και ενώ εκείνοι δεν είχαν λάβει την παραμικρή χρηματική απολαβή απ’ τα κέρδη, η Μάρτα ζήτησε απ τον Τσέτρι λεφτά για την διαμόρφωση αυτού εδώ του σπιτιού, μισογκρεμισμένου τότε, κληρονομιά απ την γιαγιά τους. Το πόσο δεν ήταν πολύ μεγάλο αλλά εκείνος άρπαξε την ευκαιρία και ζήτησε για αντάλλαγμα το κτήμα. Η πανσιόν ήταν όνειρο ζωής για την αδερφή του αλλά και για τον Αντόνιο. Δεν είχαν την δύναμη να κυνηγήσουν δικαστικά τον Πάολο για να διεκδικήσουν αυτά που τους ανήκαν. Πήρε αυτό που ήθελε, οι επιχειρήσεις του πολλαπλασιάστηκαν και έγινε το σήμα κατατεθέν του χωριού. Ο άνθρωπος που εμφανίζονταν ως ευεργέτης με τις δωρεές και τα έργα υποδομής που έφτιαχνε για τον τόπο του, μια καλοστημένη βιτρίνα για να δικαιολογεί έξοδα και να ξεπλένει μαύρο χρήμα. Μόνο για δήμαρχος δεν κατέβηκε αλλά ποιος ξέρει αν ζούσε μπορεί και να το επιχειρούσε κι αυτό. Οι σχέσεις του με την μαφία της Σικελίας διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος του. Ο ένας εκ των δύο νεαρών που τον βοήθησαν στην αρχή της διαβόητης σταδιοδρομίας του σκοτώθηκε πριν από αρκετά χρόνια σε τροχαίο δυστύχημα ενώ ακόμα και οι πέτρες γνώριζαν ότι είχε έρθει σε ρήξη με τους άλλους δύο εξ αιτίας οικονομικών διαφορών. Φυσικά κανείς δεν πίστεψε ότι επρόκειτο για τυχαίο συμβάν. Ο έτερος συνέταιρος είναι ο Μάσιμο Ντιάρκο ο οποίος ήρθε με ελικόπτερο στην κηδεία και έφυγε εσπευσμένα αμέσως μετά. Ο άνθρωπος αυτός δεν θεωρείται απ’ τα κεφάλια της κόζα νόστρα, συνεταιρίστηκε με τον Τσέτρι την εποχή που ήταν αρχηγός μιας μικρής συμμορίας που έκανε εισπράξεις από λιανεμπόρους πουλώντας δήθεν προστασία και ανελίχθηκε μαζί με τον Πάολο όντας το δεξί του χέρι στους εκβιασμούς και τον εκφοβισμό χωριανών του αλλά και επιφανών επιχειρηματιών της Νότιας Ιταλίας.
Ο Μιχάλης νόμισε ότι θα ξεπροβάλει σε λίγο απ’ την είσοδο του ξενώνα και ο Μάρλον Μπράντο για να του συνεχίσει την αφήγηση του Αντόνιο λίγο πριν κάνει διάλειμμα και σηκωθεί απ την αναπαυτική του καρέκλα για να αγοράσει πατατάκια και μια σοκολάτα γάλακτος. Αντίθετα με ότι θα μπορούσε να πιστέψει κανείς οι ταινίες με αυτού του είδους το περιεχόμενο δεν ήταν του γούστου του. Μα όλα πια σ αυτή τη χώρα λειτουργούσαν με την βοήθεια ή την καθοδήγηση της μαφίας; σκέφθηκε. Ή μήπως αυτές ήταν υπερβολές και μυθεύματα των ντόπιων;
«Γι αυτό σε προειδοποίησα αμίκο μίο, για να ξέρεις με τι και ποιους έχεις να κάνεις αν θελήσεις να χώσεις τη μύτη σου βαθύτερα σε αυτή την υπόθεση» πρόσθεσε ο Αντόνιο βλέποντας τον συνομιλητή του λίγο αφηρημένο.
Ο Μιχάλης ευχαρίστησε τον Αντόνιο για την καλή παρέα και τον εξαιρετικό καφέ αλλά και για το ενδιαφέρον που έδειχνε για τον ίδιο, βγήκε απ’ την κουζίνα έξω στον πίσω κήπο και έβαλε μπρος την μοτοσικλέτα του. Οι πληροφορίες του παλαίμαχου μηχανόβιου πήραν την θέση τους στην μνήμη του κεφαλιού του και η ανησυχία του  τον έκαναν να αισθάνεται ότι έπρεπε να σκεφθεί ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα. Η αυτοσυγκέντρωση χάθηκε. Σταμάτησε σε ένα σημείο δεξιά του δρόμου, έβγαλε το κράνος και άναψε ένα τσιγάρο. Μήπως να σηκωθεί να φύγει εν τέλει απ’ την Ιταλία και να ξαναγυρίσει στην φυσιολογική ρουτίνα της μεγαλούπολης; Τι δουλειά είχε στ αλήθεια εδώ κάτω;
Γιατί επιδιώκει ξαφνικά να παραστήσει τον ήρωα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος;
Υπήρχε άραγε ένα μυστήριο σ αυτή την ιστορία ή ήταν μονάχα η ελκυστική κυρία Τσέτρι που τον κρατούσε δεμένο στο γραφικό λιμανάκι του Χωριού;


Πριν από μερικούς μήνες η Δήμητρα Γεωργίου έκλεινε τα τριάντα της χρόνια και είχε αποφασίσει να γιορτάσει τα γενέθλια της στην πόλη της Κέρκυρας παρέα με την μητέρα της και κάποιους παιδικούς φίλους. Χρόνια τώρα είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της αφού τελειώνοντας την σχολή μεταφραστών και διερμηνείας του νησιού έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Βέλγιο όπου και παρέμεινε μετά το τέλος της ακαδημαϊκής της καριέρας ως ενεργή επαγγελματίας στα γραφεία της ΕΟΚ στις Βρυξέλλες. Η ζωή στην βελγική μεγαλούπολη ταίριαζε γάντι με τον δυναμικό χαρακτήρα της Δήμητρας που ήθελε να βρίσκεται διαρκώς περιτριγυρισμένη από συναδέλφους και πελάτες και να μαθαίνει από πρώτο χέρι τα μελλοντικά σχέδια της Γηραιάς Ηπείρου. Στα όνειρα της δέσποζε η επικράτηση ενός παγκόσμιου οικολογικού κινήματος που θα άλλαζε τον τρόπο σκέψης και δράσης του σύγχρονου ανθρώπου και θα προστάτευε τον πλανήτη απ τον βέβαιο αφανισμό του. Η ίδια ήταν ενεργό μέλος μιας περιβαλλοντολογικής οργάνωσης που προσπαθούσε να προστατέψει την χλωρίδα και την πανίδα της Ευρώπης απ’ το μένος των πολυεθνικών αλλά και τον αμέτοχο και αδιάφορο πολίτη. Οι έντονες αντιπαραθέσεις της με συναδέλφους και φίλους είχαν ανασταλτική επίδραση στην ερωτική της ζωή. Το πορτραίτο μιας γυναίκας μαχητή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το καλό της γούστο στην γκαρνταρόμπα και την προσεγμένη εμφάνιση. Η Δήμητρα ήταν μετρίου αναστήματος, μελαχρινή με μεγάλα πράσινα μάτια κάτω από αρκετά πυκνά για γυναίκα φρύδια, μεγάλα σαρκώδη χείλη και μια αστραφτερή σειρά από καλοσχηματισμένα δόντια που δεν έπαυε με κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει. Το χαμόγελο ήταν μόνιμο ζωγραφισμένο στο στρογγυλό της πρόσωπο ακόμα και στις δύσκολες στιγμές τονίζοντας τον αισιόδοξο χαρακτήρα της. Από μικρή έζησε χωρίς πατέρα, η μητέρα της αναγκάστηκε να την σκληραγωγήσει και να μην την χαρεί στα τρυφερά της χρόνια. Ο πατριός της αντιλήφθηκε σύντομα ότι το κοριτσάκι αυτό δεν είχε καμία ομοιότητα με κείνον και πολύ μικρή με την Μαρίνα, την μητέρα της. Η αβεβαιότητα της προέλευσης της Δήμητρας τον έκανε εντελώς αδιάφορο απέναντι της και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την σχέση της με τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερο ετεροθαλή αδερφό, τον Μάρκο. Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε σε μια φυσιολογική οικογένεια ο γιός είχε αδυναμία στον πατέρα και η μητέρα στην κόρη. Το ζευγάρι χώρισε όταν η Δήμητρα ήταν ακόμα έξι χρονών. Η Μαρίνα αναγκάστηκε να ομολογήσει στον Αλέξανδρο ότι δεν ήταν κόρη του αλλά καρπός μιας εφήμερης σχέσης με ένα Ιταλό τουρίστα τον οποίο και ποτέ δεν ξανάδε. Την ίδια ιστορία είπε αργότερα και στην ίδια. Η Δήμητρα μεγάλωσε με την εντύπωση ότι ο πατέρας της ήταν ουσιαστικά ένα ανύπαρκτο πρόσωπο μιας και η μητέρα της όσες φορές και αν την είχε ρωτήσει της απαντούσε ότι το μόνο που ήξερε για αυτόν ήταν ότι τον έλεγαν Πάολο και πιθανόν να ζούσε στην Ρώμη. Με τον πατριό της δεν ξανασχολήθηκε ποτέ. Μια απ’ τις χειρότερες παιδικές της αναμνήσεις η οποία έμελλε να της δημιουργήσει φοβία ήταν η βόλτα με αεροπλάνο που της υποσχέθηκε όταν ήταν μόλις πέντε χρονών. Σε μια υποτιθέμενη κίνηση προσέγγισης ο Αλέξανδρος την κάλεσε στο αεροδρόμιο εν αγνοία της μητέρας της για μια πτήση μαζί με τον αδερφό της με ένα μονοκινητήριο αεροπλάνο ενός γνωστού του. Η εμπειρία ήταν τρομακτική για την μικρή Δήμητρα μιας και τελευταία στιγμή δεν παρευρέθηκε ο πατριός της προφασιζόμενος έκτακτη υπηρεσία. Βρέθηκε ξαφνικά με ένα ξένο μέσα σε ένα αεροπλάνο που βούιζε και τρανταζόταν σαν καρυδότσουφλο και για δέκα λεπτά που κράτησε η σύντομη πτήση έμεινε να κοιτάει τρομαγμένη το πιλοτήριο χωρίς να μπορεί μήτε να κλάψει απ’ τον φόβο της. Οι αιθέρες θα συνέχιζαν να υπάρχουν και χωρίς την παρουσία της, από τότε ορκίστηκε να μην ξαναβρεθεί σε αεροπλάνο.
Ο Αλέξανδρος ξαναπαντρεύτηκε και ο γιός του πήγε να μείνει με την καινούργια του οικογένεια μιας και ο πατέρας του είχε καταφέρει να τον απομακρύνει απ’ την Μαρίνα.
Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα του περασμένου Μάρτη η Δήμητρα καθόταν στην αυλή στο πίσω μέρος του πατρικού της μαζί με την Κατερίνα , την Ανθή και τον Άλκη και απολάμβαναν ελληνικό καφέ με σπιτικά κουλουράκια περιμένοντας να ολοκληρωθεί το ψήσιμο του γαλακτομπούρεκου που ετοίμασε η μητέρα της. Δεν θα υπήρχε τούρτα, θα έσβηνε κεριά πάνω στο αγαπημένο της γλυκό κάτω από την μουσμουλιά που σκαρφάλωνε όταν ήταν μικρή και έπαιζε με τα παιδιά που βρισκόταν τώρα πλάι της. Η Μαρίνα ειδοποίησε και τον αδερφό της αλλά κανείς δεν τον περίμενε στ’ αλήθεια. Ο Άλκης που τον γνώριζε καλά ήξερε ότι ο Μάρκος δεν θα πάταγε το πόδι του δίχως σοβαρό λόγο σ αυτό το σπίτι. Γι αυτό και ξαφνιάστηκε όταν είδε την τροφαντή του σιλουέτα να προβάλλει στην αυλόπορτα. Θα μπορούσε κανείς να τον αντιπαθήσει πριν καν μπει στον κόπο να τον γνωρίσει. Ίσως να ήταν εξ αιτίας της ίδιας και απαράλλαχτης έκφρασης στο πρόσωπο του, κάτι μεταξύ απαξίωσης και βαρεμάρας ή πάλι το κακιασμένο βλέμμα που σου ριχνε με εκείνα τα σχιστά μάτια που νόμιζες ότι κάτι συμβαίνει με σένα ή τους γύρω σου και έπρεπε να εξαφανιστείς αμέσως απ το οπτικό του πεδίο. Στα τριάντα έξι του χρόνια δούλευε και αυτός πλέον σαν επιθεωρητής  αεροσκαφών όπως ο συνταξιοδοτημένος πια πατέρας του, δήλωνε αμετανόητος εργένης και πάσχιζε να βρει τρόπους για να πλουτίσει. Οι απολαβές του ήταν ήδη καλές αλλά η μεγάλη ζωή που πίστευε ότι έκαναν όλοι αυτοί που περνούσαν τα καλοκαίρια απ’ το νησί με τα πολυτελή κότερα τους τον έθελγε τόσο ώστε έψαχνε πάση θυσία να βρει τρόπους για να την προσεγγίσει. Και αυτή την φορά πίστευε ότι η τύχη του χαμογέλασε. Ή μάλλον όχι η τύχη όπως συνήθιζε να λέει αλλά η καλή του διαίσθηση τον είχε οδηγήσει εκείνο το βράδυ στο πατρικό του, μια βδομάδα μόλις πριν την άφιξη της αδερφής του για να ζητήσει απ’ την μητέρα του ένα φωτογραφικό λεύκωμα με υλικό απ τα πρώτα του βήματα. Η παλιοπαρέα με την οποία ήταν αχώριστος απ’ τα χρόνια του λυκείου ετοίμαζε μια συγκέντρωση όπου ο καθένας απ τους τέσσερις κολλητούς φίλους θα έφερνε τις παιδικές του φωτογραφίες. Ο σκοπός πέρα απ’ τον σχετικό χαβαλέ που θα γινόταν βλέποντας ο ένας τον άλλο σε μωρουδιακές περιπέτειες, ήταν να επιλέξουν τις καλύτερες και να τις επιδείξουν στις κοπέλες τους για να δουν αν θα τους αναγνωρίσουν. Άλλωστε το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και κείνοι με τις αντίστοιχες φωτογραφίες που θα τους έφερναν τα κορίτσια. Δεν είχε αποφασιστεί ακόμα σε τι δοκιμασία θα έπρεπε να υποβληθεί όποιος έχανε.
Αυτό ακριβώς σκεπτόταν καθώς χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας. Λίγα λεπτά αργότερα έμπαινε απ’ την πόρτα της κουζίνας, η μητέρα του έλλειπε και το κλειδί τον περίμενε κάτω απ το χαλάκι όπως τα παλιά χρόνια που ήταν πιτσιρικάς και δεν μαζευόταν απ’ τις αλάνες παρά μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος.
Έψαξε στην βιβλιοθήκη, στην συρταριέρα του σαλονιού ακόμα και στον μπουφέ αλλά δεν βρήκε αυτό που γύρευε. Μπήκε αποφασισμένος στο δωμάτιο της Μαρίνας. «Εδώ θα το χε παραχώσει στα σίγουρα» σκέφθηκε. Σε κάποιο απ’ τα συρτάρια της τουαλέτας ανακάλυψε ένα εβένινο κουτί με φιλντισένια τελειώματα στο καπάκι. Παραβιάζοντας το εύκολα με μια λίμα για τα νύχια που βρήκε πάνω στο έπιπλο, μια μικρή στοίβα από γράμματα δεμένα πρόχειρα με ένα σχοινάκι εμφανίστηκαν μπροστά του. Ο πρώτος φάκελος μαρτυρούσε το ονοματεπώνυμο της μητέρας του με λατινικούς χαρακτήρες και στην πάνω αριστερή άκρη, εκεί δηλαδή που ‘κατοικούσε’ συνήθως ο αποστολέας υπήρχε γραμμένο κάπως άτσαλα ένα όνομα: Paolo Tsetri, Via Casole d´Elsa 1, Italia. «Αυτό πάλι; Έχει γούστο να  ’ναι ο τύπος που γκάστρωσε την μάνα μου και μας φόρτωσε εκείνο το χαζό την αδερφή μου;». Όλες οι επιστολές είχαν τον ίδιο αποστολέα. Ο Μάρκος έκλεισε το κουτί χωρίς να συμπεριλάβει το περιεχόμενο. Βρισκόταν σε τέτοια έξαψη με την ανακάλυψη που μόλις είχε κάνει που ξέχασε εντελώς τον λόγο της επίσκεψης του. Θα μάθαινε άραγε λεπτομέρειες για το φευγαλέο ειδύλλιο της μάνας του; Έ ρε δούλεμα που θα κανε στην αδερφή του αλλά και στον πατέρα του. Θα επέστρεφε στο διαμέρισμα του για να στρωθεί στο διάβασμα. Μα, τι κουτός που ήταν, τα γράμματα ήταν στην ιταλική πως διάβολο θα τα καταλάβαινε; Το να βρεις κάποιον να διαβάζει ιταλικά δεν είναι δα και τόσο δύσκολο στην Κέρκυρα. Γυρνώντας απ’ το πατρικό του πέρασε απ την κάβα της γειτονιάς του. Συνήθιζε να αγοράζει λίγο χύμα κρασί και να το πίνει καθισμένος στην βεράντα, χαζεύοντας το έμπα του λιμανιού, πειράζοντας τις κοπελιές που πέρναγαν κάτω απ’ το σπίτι. Μ’ αυτό τον τρόπο χαλάρωνε απ το άγχος που του προκαλούσε η δουλειά. Η επιθεώρηση ενός αεροσκάφους δεν άφηνε περιθώρια λάθους. Έπρεπε να γίνει σε πολύ σύντομο χρόνο, οι αφίξεις και οι αναχωρήσεις έμοιαζαν να μην έχουν τελειωμό.
«Πως πή’αμε σήμερα;» τον ρώτησε μια μεσόκοπη γυναίκα που είχε το μαγαζί.
«Όπως πάντα, κυρά Ζωγραφούλα μου. Πολλή δουλειά».
«Το συνηθισμένο;»
«Ξέρεις κάτι; Δεν μου φέρνεις λίγο λευκό σήμερα; Έτσι για αλλαγή».
Περιμένοντας να τον εξυπηρετήσει το βλέμμα του ‘σκόνταψε’ σε ένα κιβώτιο που βρισκόταν πάνω στον πάγκο με την ταμειακή μηχανή. Τα μάτια του γούρλωσαν.
Με μεγάλα ευκρινέστατα γράμματα η λέξη Τσέτρι χόρευε μπροστά του. Χόρευε!
Ένας ποταμός χρημάτων έλουσε το πακέτο, τον ίδιο, όλο το μαγαζί. Πνιγόταν στα λεφτά, κολυμπούσε, εκείνος, τα μπουκάλια, η Ζωγραφούλα.
«Μάλλον το παράκανες κυρ Μάρκο σήμερα και χάζεψες!». Η τσιριχτή φωνή της γυναίκας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Δεν μου δίνεις και ένα μπουκάλι από τούτα; Ιταλικό ε;».
«Όι δα, εδώ τα φτιάνουνε».
«Το κιβώτιο λέει άλλα».
«Αυτός που λέει το κουτί είναι απ’ απέναντι, Ιταλιάνο. Αλλά τα χει κάμει πλακάκια με κάτι δικούς μας και τα αμολάνε παρέα, κατάλαβες εσύ;»
Που και που δυσκολευόταν όντως να καταλάβει τι του λεγε η Ζωγραφούλα. Μίλαγε πάντα γρήγορα και με προφορά δωδεκανησιώτικη, κρατούσε απ’ τη Λέρο. Τούτη τη φορά όμως τα λόγια της ηχούσαν σαν το γάργαρο νερό μεσ’ στο κεφάλι του. Δεν χρειάζεται λοιπόν καν να διαβάσει το περιεχόμενο των γραμμάτων. Δεν τον ενδιέφερε. Θα κρατούσε βέβαια ένα αντίγραφο πριν τα επιστρέψει στην μάνα του αφού πρώτα αφήσει να τα δει και κείνη η καημένη η αδερφούλα του…


Σχόλια