Διακοπές στο Χωριό, Κεφάλαιο Πρώτο


Ι.



Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Ο Μιχάλης άφησε τη μηχανή του έξω από ένα παλιό διώροφο σπίτι και προχώρησε στην είσοδο. Είχε φτάσει εδώ έπειτα από μερικές μέρες ταξίδι.  Μόνος. Άλλωστε οι γνωστοί του βαριόντουσαν  να πάνε τόσο μακριά πόσο μάλλον με μοτοσικλέτα. ‘Πέρασαν αυτά τα χρόνια. Τώρα έχουμε οικογένειες, δεν τις αφήνουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. ‘ Του είχε πει ένας καλός φίλος. ‘ Δεν σας παίρνει ‘ του είχε απαντήσει. Εκείνος δεν είχε και πολλά να αφήσει πίσω του.  Μια σχέση με κατανόηση που αναζητούσε κι αυτή τις διακοπές της.  Ο σκύλος του θα τα κατάφερνε περίφημα με την αδερφή του.
Διάλεξε την Ιταλία διότι εδώ και χρόνια άκουγε για τις όμορφες διαδρομές της. Δεν ήξερε ακριβώς που θα έμενε. Σκέφτηκε να ανέβει από Βενετία, Φλωρεντία μετά Ρώμη και να αρχίσει την κάθοδο περνώντας από Νάπολη και καταλήγοντας αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν στη Σικελία. Εν τέλει επειδή είχε πάθει στερητικό σύνδρομο οδήγησης διέσχισε σε πολύ λίγο χρόνο όλα αυτά τα μέρη καταλήγοντας ύστερα από τρεις μέρες στο Χωριό. Ένα μέρος στο νοτιότερο άκρο της Ιταλίας, σταθμό για κότερα και ιστιοπλοϊκά  με ονομαστές ψαροταβέρνες αλλά και κοσμικά μπαράκια. Έχοντας σαν αφετηρία το μέρος αυτό θα μπορούσε να συνεχίσει να απολαμβάνει την μοτοσικλέτα του στο επαρχιακό δίκτυο της ευρύτερης περιοχής και να επισκέπτεται τα αξιοθέατα. Φαινόταν ειδυλιακό .
Η πανσιόν ήταν κτισμένη στα τέλη του 18ου αιώνα και θύμιζε πολύ ένα αρχοντικό ενός παιδικού φίλου απ την Κέρκυρα. Μπαίνοντας στο χωριό την έβρισκες στην πρώτη στροφή με τα μπαλκόνια της να κοιτάζουν το απέραντο γαλάζιο και τον κήπο της να έχει μια επιβλητική είσοδο στρωμένη με ψιλό χαλίκι που κατέληγε σε μια βαριά ξύλινη δίφυλλη πόρτα. Το σπίτι αυτό έμοιαζε τόσο πολύ με εκείνο της Κέρκυρας που επανειλημμένως  αργότερα είχε την αίσθηση ότι κάποιος το είχε μεταφέρει εκεί για να τον τραβήξει και να παραμείνει σ αυτό τον τόπο για πάντα. Πράγματι, έχοντας  για πρώτη εντύπωση αυτή την οικεία εικόνα δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί ξανά.
Στον χώρο υποδοχής συνάντησε τον Αντόνιο. Ένα λεπτοκαμωμένο ηλικιωμένο άντρα γύρω στα εβδομήντα με προσεγμένη εμφάνιση και βαμμένο μαύρο μαλλί! Διάβαζε την εφημερίδα του καθισμένος σε μια καλοφτιαγμένη δερμάτινη πολυθρόνα και σηκώθηκε για να τον εξυπηρετήσει αφού τον άφησε ένα, δυο λεπτά να περιεργαστεί το εσωτερικό του σπιτιού . Ύστερα του συστήθηκε με σπασμένα αγγλικά μιας και η πρώτη του προσπάθεια στα Ιταλικά πήγε στο βρόντο και τον ρώτησε τι θα επιθυμούσε. Η αλήθεια είναι πως ο Μιχάλης είχε αφήσει στα αζήτητα για μεγάλο διάστημα την γλώσσα που κάποτε είχε μάθει στα πλαίσια μιας ανταλλαγής φοιτητών μεταξύ του Ελληνικού και ενός Ιταλικού Πανεπιστημιού στο Μιλάνο όπου και παρέμεινε για έξι μήνες. Σίγουρα θα περνούσε ένα διάστημα προσαρμογής παρόμοιο με απανωτά επεισόδια alzheimer μέχρι να φτάσει στην άλλη άκρη μιας ολοκληρωμένης φράσης. Πόσο μάλλον συνεννόησης….
‘Ένα δωμάτιο με μπαλκόνι’ του απήντησε ύστερα από σκέψη. ‘Τι άλλο’.
Ο Αντόνιο ήταν συνιδιοκτήτης του σπιτιού με την αδελφή του την Μάρτα, είχε δει κόσμο και κοσμάκι να περνάει από κει μέσα.
«Είστε τυχερός διότι ήρθατε αρχές Ιουλίου στο Χωριό. Σε καμιά δεκαριά μέρες δεν θα υπάρχει τίποτα για διαμονή. Δεν έρχονται και πολλοί Ιταλοί για διακοπές εδώ. Δεν θα το πιστέψετε αλλά αρκετοί δεν το γνωρίζουν. Αν θέλετε, το απογευματάκι θα μπορούσαμε να πιούμε ένα ποτήρι λευκό κρασί. Βλέπω ότι ήρθατε με μοτοσικλέτα και μάλιστα ιταλική. Και εγώ έχω μια παλιά Ντουκάτι και την χαζεύω. Η μέση μου βλέπετε δεν αντέχει πια … Αλήθεια, από πού είπατε ότι είστε;»
Η ελληνική του υπηκοότητα μάλλον δεν του προκάλεσε καμία έκπληξη. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως περιμένει κάποιο καλό σχόλιο όταν αποκαλύπτει την εθνικότητα του. Ετούτος εδώ όμως δεν ασχολήθηκε.
Ανεβήκαν στον πρώτο όροφο. Στο τέλος του διαδρόμου τον περίμενε το δωμάτιο νούμερο οκτώ. Αρκετά ευρύχωρο, διακοσμημένο λιτά αλλά με γούστο και με ένα μπαλκόνι που έβλεπε μέρος του χωριού και πολλή θάλασσα.  Θα μπορούσε να ανεχτεί και κάτι υποδεέστερο στο εσωτερικό διότι αυτή η θέα από την καρέκλα σκηνοθέτη και το μικρό μπαμπουδένιο τραπεζάκι ήταν απ τις πιο όμορφες που είχε συναντήσει. Έγειρε τα πατζούρια μιας και ο μεσημεριανός ήλιος είχε άγριες διαθέσεις και τακτοποίησε τα πράγματα του. Ο Αντόνιο είχε φύγει διακριτικά χωρίς να τον πάρει είδηση. Κάπου εδώ έκανε και την εμφάνιση της η κούραση την οποία είχε τοποθετήσει προσεκτικά στο πίσω μέρος της ασκεπούς κεφαλής του – μαλλιά ούτε για δείγμα από τα είκοσι του – υπενθυμίζοντας του τα τελευταία τριακόσια και πλέον χιλιόμετρα που είχαν μεσολαβήσει απ τις οκτώ το πρωί έως τώρα. Μια μικρή σιέστα θα τακτοποιούσε την απώλεια της αντοχής της νιότης.

Ο Μιχάλης ήταν καθηγητής μαθηματικών σε ένα ιδιωτικό σχολείο στο Μαρούσι. ΄Ήταν μεσαίου αναστήματος, αθλητικός , με γαλάζια μάτια και μακρόστενο πρόσωπο. Τα  τελευταία χρόνια είχε αισθανθεί έντονα την ανάγκη να κάνει ένα ταξίδι στο εξωτερικό  μιας και τα οικονομικά του είχαν βελτιωθεί με την προσθήκη μαθημάτων από τα Βόρεια Προάστια και δεν αποτελούσαν ως συνήθως εμπόδιο. Ήταν επιρρεπής στη σπατάλη, σε πράγματα όμως που αφορούσαν την δουλειά του και τις μοτοσικλέτες. Περασμένα σαράντα μετρούσε και δεν είχε πεισθεί για τον γάμο παρόλο που η ομήγυρη κάθε άλλο παρά απαθής είχε μείνει μπροστά σ αυτό το κοινωνικό φαινόμενο, όπως συνήθιζε περιπαικτικά να τον αποκαλεί. Η σχέση του με την Βέρα ήταν ότι καλύτερο του είχε συμβεί τον τελευταίο καιρό. Εκείνη όμως είχε ήδη αποκτήσει ένα κοριτσάκι απ τον αποτυχημένο της γάμο και απολάμβανε την πρόσφατη ελευθέρια της χωρίς να σκέπτεται το μέλλον. Άλλωστε ο Μιχάλης ήταν γι αυτή ένα αίνιγμα που ακόμα δεν είχε καταφέρει να λύσει. Κι ας ήταν ο καλύτερος φίλος του Ζώη , του πρώτου της ξάδερφου. Ο Μιχάλης εμφανιζόταν μοναχικός στη σχέση του και ευχάριστα κοινωνικός με οποιονδήποτε άλλο. Ακόμα και μαυτούς που δεν συμπαθούσε. Τον Ζώη όμως τον συμπαθούσε ιδιαιτέρως, ήταν αυτός με το πατρικό στην Κέρκυρα. Αυτός με τον οποίο θα ήθελε να κάνει ετούτο το ταξίδι. Μοιράζονταν το ίδιο πάθος για τις μοτοσικλέτες μόνο που ο Ζώης , πατέρας πλέον, δυσκολευόταν να αφήσει πίσω παιδιά σκυλιά και να το παίξει ανέμελος καβαλάρης.


Κατά τις έξι αποφάσισε να αφήσει το στρώμα να τεντωθεί και πάλι και σηκώθηκε ορεξάτος για βόλτα στο χωριό. Ο Αντόνιο είχε τοποθετήσει ένα λεπτομερέστατο τουριστικό χάρτη στο κομοδίνο τον οποίο και βάλθηκε να μελετήσει για να πάρει μια ιδέα για τη ρυμοτομία του μέρους και να προσχεδιάσει τις πρώτες του αναζητήσεις. «Έχουμε λοιπόν τρεις δρόμους που το διασχίζουν, ο ένας εκτείνεται απ τη μια άκρη του λιμανιού ως την άλλη, δυο πλατείες, μια τετράγωνη την Πιάτσα ντι Ιτάλια και μια στρογγυλή την Πιάτσα Μπιάνκα, ένα καθεδρικό ναό, τον λόφο που βρίσκεται ο φάρος….και χίλιους περίπου κατοίκους.» Φόρεσε ένα κοντομάνικο κίτρινο μπλουζάκι, ένα ουρανί υφασμάτινο παντελόνι και δετά καφέ παπούτσια περιπάτου. Κατεβαίνοντας την σκάλα  συνάντησε την Μάρτα , την αδελφή του Αντόνιο.
« Ά , ο καινούργιος μας ένοικος, il greco! Πως σας φαίνεται το δωμάτιο;»
«Εξαιρετικό, πράγματι. Σας ευχαριστώ και για τον χάρτη».
«Μην διστάσετε να με ρωτήσετε ότι θέλετε για το χωριό μας. Θα σας πρότεινα μάλιστα να πάτε για ένα εσπρέσσο στο καφέ Μίο. Έχει υπέροχη θέα, είναι δίπλα στο νερό».
Η Μάρτα ήταν γύρω στα εξήντα, ξερακιανή κι αυτή αλλά πολύ περιποιημένη, μελαχρινή, με μεγάλα αμυγδαλωτά μπλε μάτια , στενό στόμα και έντονη γαμψή μύτη. Είχε παντρευτεί πριν από αρκετά χρόνια ένα γερμανό τουρίστα τον οποίο γνώρισε σ’αυτό το σπίτι. Έζησαν στο Μόναχο για αρκετά χρόνια στο σπίτι της μητέρας του. Η συμβίωση ήταν πολύ δύσκολη μιας και οι δυο γυναίκες ήταν ισχυρές προσωπικότητες και δεν υποχωρούσαν. Κάποια στιγμή η Μάρτα έπεισε τον Καρλ να μετακομίσουν. Τον πρώτο καιρό η σχέση τους πέρασε μια δεύτερη νεότητα χωρίς την παρουσία της Φράου Γκίσνερ. Όμως οι απανωτές αποτυχίες της Μάρτα να φέρει στον κόσμο ένα παιδί και η συνεχιζόμενη απόρριψη από το συγγενικό αλλά και το στενό φιλικό περιβάλλον του Καρλ έφθειραν τον έρωτα της για κέινον. Χώρισαν σαν δύο καλοί φίλοι και η Μάρτα γύρισε στην πατρίδα της για να αναλάβει εκ νέου την πανσιόν.
Ο Μιχάλης σκέφτηκε να κάνει  πρώτα την βόλτα του και έπειτα να καταλήξει στο καφέ που του πρότειναν. Κάποια στιγμή και ενώ βρισκόταν στην Πιάτσα ντι Ιτάλια αντίκρισε μια πομπή από μαυροφορεμένους άντρες και γυναίκες. Την κεφαλή της αποτελούσε μια ψηλή γυναίκα γύρω στα σαράντα με βέλο στο πρόσωπο, αγκαλιά με δύο μελαχρινούς άντρες που έμοιαζαν να την προστατεύουν. Πιο πίσω κάποιες πιο ηλικιωμένες φιγούρες και τρια μικρά κοριτσάκια ντυμένα κι αυτά στα μαύρα. Ο κόσμος σταματούσε στο πέρασμα τους και χαιρετούσε με σεβασμό την γυναίκα με το βέλο.
«Κάποιο σημαίνον πρόσωπο θα τα βρόντηξε» σκέφτηκε «και εδώ έχουμε την πορεία μετά ή πριν την κηδεία . Ποιός ξέρει». Αποφάσισε να τους ακολουθήσει διακριτικά. Αν και ο πόνος δεν θα πρεπε να αποτελεί αφορμή για ένα άλλο διαφορετικό περίπατο, ο Μιχάλης υπέκυψε στην περιέργεια του και μπήκε πάλι στα στενά κοιτάζοντας να έχει μια παράλληλη πορεία με τους υπόλοιπους. Σε ένα ανηφορικό σημείο του δρόμου βρέθηκε δίχως να το καταλάβει πολύ κοντά με την γυναίκα με το βέλο. Εκείνη ζεσταμένη απ’ το περπάτημα είχε αφήσει να φανεί το πρόσωπο της αποκαλύπτοντας ένα γωνιώδες προφίλ με έντονα ζυγωματικά και καλοσχηματισμένα χείλη.
«Θα την χόρευα ένα τανγκό εδώ, αυτή τη στιγμή. Κοντά στο ηλιοβασίλεμα, πάνω στο καλντερίμι με κίνδυνο να τσακίσει τα τακούνια της ή τον εγωισμό μου», σκέφτηκε. Και σαν να άκουσε την σκέψη του, εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Η ματιά της ήταν χαμένη, σαν να παρατηρείς κάτι και να βρίσκεσαι αλλού.
Η κυρία Ρίτα Τσέτρι ήταν χήρα πλέον του πιο ισχυρού άντρα του χωριού αλλά και ενός απ τους πλουσιότερους Ιταλούς στον Νότο. Είχε γνωρίσει τον άντρα της πριν από έντεκα χρόνια στην Ρώμη κατά την διάρκεια ενός συνεδρίου οινολογίας στο οποίο πρόεδρευε ο Πάολο Τσέτρι , γνωστός σε όλο τον κόσμο για το ιδιαίτερο λευκό κρασί που παρήγαγε στο Χωριό αλλά και για τις πλούσιες οινολογικές του γνώσεις. Έλεγαν μάλιστα ότι διατηρούσε μια συλλογή με πάνω από δύο χιλιάδες ετικέτες στην κάβα του. Ο Παόλο Τσέτρι ήταν γνωστός βέβαια και για τις περίεργες διασυνδέσεις του με όχι και τόσο έντιμους επιχειρηματίες. «Για να αποφύγω την νοθεία του κρασιού μου και να εξασφαλίσω την διανομή του χρειάζεται να είμαι μέσα στα πράγματα της χώρας μου» υποστήριζε όταν τον κατηγορούσαν.
Η Ρίτα δούλευε στην υποδοχή του ξενοδοχείου όπου γινόταν το συνέδριο και ήξερε καλά ποιος ήταν ο σινιόρ Πάολο. Προερχόταν από ένα μικροαστικό περιβάλλον, ήταν αρκετά όμορφη και επιζητούσε την κοινωνική ανέλιξη όσο τίποτε άλλο στην ζωή της. Δεν πέρασε δύσκολα χρόνια, ούτε είχε κακές σχέσεις με τους δικούς της. Της άρεσε η μεγάλη ζωή που έβλεπε από μικρή στις σαπουνόπερες και διάβαζε στα κουτσομπολίστικα περιοδικά που αφθονούσαν στο κομμωτήριο της μητέρας της, στο ισόγειο της πολυκατοικίας που έμεναν. Εκεί άκουγε για τις ζωές των «άλλων» από πελάτισσες που δήθεν τους γνώριζαν και ονειρευόταν. Σπούδασε τουριστικά επαγγέλματα χωρίς να την ενδιαφέρουν πραγματικά , παρακινούμενη και απ τον πατέρα της ο οποίος εργαζόταν για όλη του σχεδόν την ζωή σε ένα προαστιακό ξενοδοχείο της Ρώμης.
Για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του Πάολο Τσέτρι, προφασίστηκε ότι έκανε λάθος όταν κτύπησε την πόρτα του δωματίου του. «Α, μα κύριε Τσέτρι εσείς; Τι κουτή που είμαι στ’ αλήθεια. Μπέρδεψα το εννέα με το έξι. Να με συγχωρείτε. Τι να σας φέρουμε για να επανορθώσουμε για αυτή την ενόχληση. Όχι κάποιο κρασί φαντάζομαι».
«Χα,χα,χα, ωραίο το αστείο σου μπέλα. Αν και θα έπρεπε να θυμώσω που μου διέκοψες την απογευματινή μου ξεκούραση νομίζω ότι θα μπορούσαμε να πιούμε λίγο και να το ξεχάσω. Έλα μέσα» Ο Πάολο ήταν ήδη σε μια συνεχή ευθυμία απ’ την στιγμή που βρέθηκε με συναδέλφους παραγωγούς και οινολόγους και η αναπνοή του μύριζε αλκοόλ και καπνό από πούρο. Την συνάντηση τους αυτή ακολούθησαν κι άλλες πολλές όπως και ένα θυελλώδες διαζύγιο με την πρώην κυρία Τσέτρι που λίγο έλειψε να του κοστίσει τον αγαπημένο του αμπελώνα στο χωριό και το μεγαλοπρεπέστατο αρχοντικό πάνω στο λόφο.
Εκεί, μπροστά σε μια μεγάλη δίφυλλη καγκελόπορτα με το μονόγραμμα της οικογένειας στον θυρεό που στόλιζε την κορφή της, σταμάτησε για λίγο η πομπή. Κάποιοι συλλυπήθηκαν την κυρία Τσέτρι και κατηφόρισαν . Ο Μιχάλης έμεινε να κοιτάζει την θέα. Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά του και ο ήλιος ολοστρόγγυλος κατέβαινε γρήγορα πια στον βυθό της.
«Αν μπορούσε να ζητήσει κανείς τίποτα άλλο απ’ το να βλέπει αυτή την εικόνα κάθε μέρα και να ζει σ αυτό το υπέροχο σπίτι …» μουρμούρισε. Σε λίγο ο κόσμος που είχε απομείνει μπήκε μέσα στον περίβολο και οι πόρτες έκλεισαν. Ο Μιχάλης έπιασε να περπατάει κατά μήκος του φράχτη.  Δεν τον ενδιέφερε πλέον αν η παρουσία του έιχε γίνει αισθητή. Τον είχε συνεπάρει η ομορφιά της τοποθεσίας και η μαγεία του δειλινού. Κοντοστάθηκε στην πρώτη γωνία  αντικρίζοντας τον αμπελώνα των Τσέτρι να απλώνεται σε μια μικρή κοιλάδα λίγα μέτρα πιο κάτω απ το σημείο που βρισκόταν το σπίτι.
«Ωραία θέα, έ;». Ένα χέρι τον έπιασε απότομα και τον τράβηξε προς τα πίσω. «Θα μπορούσε ο κύριος να μας εξηγήσει τι τον έφερε ως εδώ;».
Ο Μιχάλης ήταν τόσο απορροφημένος που δεν είχε προσέξει ένα ψηλό γεροδεμένο κύριο που τον ακολουθούσε εδώ και λίγα λεπτά. Σκέφτηκε να μην δείξει εκνευρισμό για την χειρονομία και να απαντήσει σε ήπιο τόνο.
«Α, ένα περίπατο κάνω. Είμαι τουρίστας, απ την Ελλάδα. Είναι πολύ όμορφα εδώ πάνω».
«Γιατί μας ακολουθήσατε απ’ την Πιάτσα ντι Ιτάλια τότε; Ελάτε μαζί μου σας παρακαλώ, θέλει να σας δει η κυρία Τσέτρι».
«Ακούστε , δεν γνωρίζω την κυρία αυτή και δεν βρίσκω τον λόγο…»
«Δεν θα σας το ξαναπω. Καλό θα είναι να μην φέρετε αντιρρήσεις» είπε και τον πίεσε λίγο παραπάνω στο μπράτσο.














Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου