'Μια βόλτα στο Σούνιο'





Μια βόλτα στο Σούνιο




Ήταν απόγευμα και νόμιζε κανείς ότι το πλοίο που φαινόταν στο βάθος του ορίζοντα  δεν θα προλάβαινε να ξεφύγει απ’ τη βουτιά του ήλιου και θα καιγόταν. Ο Άλκης καθόταν πάνω σε αμέτρητα υγρά βότσαλα. Το μυαλό του είχε αδειάσει εδώ και λίγη ώρα. Άφησε με πολύ κόπο τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και ήρθε σε μέρος γνώριμο . Η θάλασσα πάντα τον διεκδικούσε επίμονα απ’ την ματαιότητα της ζωής του. Σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει μέσα της. «Δεν είμαι ο γιός σου» της είπε δυνατά. Κάποιος που ψάρευε λίγο παρακάτω κοντοστάθηκε και τον κοίταξε. Δεν μπορούσε να βουτήξει, η άνοιξη ήταν προ των πυλών, κρύωνε. Θα το ‘θελε όμως. Να πάει μια βόλτα μέχρι απέναντι στο νησάκι, να νιώσει την καρδιά του να χτυπά δυνατά για λογαριασμό του. Αλλά να που ξεπρόβαλλε στα ζαλισμένα του μάτια η εικόνα της καταστροφής  για μια ακόμη φορά.
Ήταν μια Κυριακή μεσημέρι.  Ο Άλκης βρισκόταν στη σοφίτα του εξοχικού του σπιτιού στην Βέροια και μελετούσε ένα σχέδιο για την κατασκευή ενός αίθριου. Απ’ το παράθυρο  μπορούσε να δει την καταπράσινη κοιλάδα που απλώνονταν γύρω απ’ τα πόδια του βουνού. Ο επαρχιακός δρόμος που την έκοβε στα δύο αγκάλιαζε την νοτιοανατολική πλευρά του οικήματος και χανόταν με κατεύθυνση την εθνική. Εκείνη τη στιγμή ένα διθέσιο ανοικτό αυτοκίνητο κατέβαινε με μεγάλη ταχύτητα . Με δυσκολία κρατιόταν στο οδόστρωμα. Έπιασε να το παρατηρεί ανήσυχος. Κόντευε να φτάσει στην στροφή τους. Ο οδηγός έκανε μια δυο άτσαλες τιμονιές , ο Άλκης έφυγε απ’ το παράθυρο φωνάζοντας, κουτρουβαλώντας τις σκάλες. «Μαρία, Γιώργο…….». Το σπίτι τραντάχτηκε , γέμισε με ήχους από φρεναρίσματα, σπασμένα τζάμια, κραυγές, στριγκλιές. «Τα παιδιά ……!». Όρμησε τρομαγμένος στο σαλόνι έτοιμος να νικήσει τον Χάρο για να τα σώσει.

Τα μάτια του υγράνθηκαν. Αυτός ο εφιάλτης είχε ριζώσει για τα καλά μέσα του. «Γλύτωσαν , ναι, ευτυχώς» έλεγε λίγη ώρα μετά στην γυναίκα του «είναι απίστευτο μα τ’ αυτοκίνητο έφτασε σε απόσταση αναπνοής απ τα σώματα τους. Είμαστε στο νοσοκομείο της Βέροιας. Μην ανησυχείς .»
«Ξεκινάω, σε πέντε το πολύ ώρες θα ’μαι εκεί. Δώσε μου να τους μιλήσω…». Η Βέρα είχε παραμείνει στην Αθήνα για να παραστεί σε ένα διεθνές συνέδριο μετεωρολογίας. Οι τελευταίες ραγδαίες εξελίξεις στο κλίμα της χώρας προκάλεσαν παγκόσμιο συναγερμό , δεν θα μπορούσε να λείψει.
«Πάρε τα παιδιά και πήγαινε τα να ξεσκάσουν, ευκαιρία είναι.» του είχε πει. Τα νεύρα όλων τελευταία είχαν υποστεί μεγάλη πίεση. Οι συνεχείς αυξομειώσεις της θερμοκρασίας  και τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα τους ταλαιπωρούσαν εδώ και δύο χρόνια. Ουσιαστικά δεν υπήρχαν εποχές. Μέσα σε ένα μήνα μπορούσες να βιώσεις και τις τέσσερις μαζί. Αλλά και η σχέση του με την Βέρα περνούσε κρίση ύστερα από δεκατρία χρόνια γάμου και τα παιδιά το είχαν αντιληφθεί. Ενδεχομένως πριν κι απ’ τον ίδιο! Οι ατελείωτες ώρες στο γραφείο και η απουσία ερωτικής διάθεσης στάθηκαν αρκετά για την έναρξη μιας περιόδου εκνευρισμού που φαινόταν να μην έχει τέλος. Και έπειτα συνέβη αυτό το ατύχημα που θα ‘πρεπε να τους είχε φέρει πιο κοντά. Μα αυτό κράτησε  για λίγες μόνο μέρες. Δεν υπήρξαν τραυματισμοί. Τα παιδιά υπέστησαν ένα μικρό σοκ που βρισκόταν ήδη στη φάση της εκτόνωσης. Ο οδηγός του αυτοκινήτου βγήκε ουσιαστικά αλώβητος εκτός από λίγες εκδορές και μερικά θλαστικά τραύματα. Μετά όλα φάνηκαν να επανέρχονται στην ίδια νοσηρή πραγματικότητα.
Ο Άλκης σηκώθηκε και περπάτησε κατά μήκος της παραλίας. «Δεν ωφελεί» σκέφθηκε «δεν ωφελεί να τα φέρνω στο νου μου. Το πρόβλημα είναι η σχέση μου με τη Βέρα». Έφτασε στο σημείο όπου είχε αφήσει την μοτοσυκλέτα του. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του μια γρήγορη βόλτα στο Σούνιο, χωρίς σκέψεις, μια βόλτα παρέα με την αδρεναλίνη μα δεν τα χει καταφέρει και πολύ καλά ως τώρα. Είχε σταματήσει για να ξεπιαστεί και τον πήραν χαμπάρι οι αναμνήσεις και οι σκοτούρες. Τώρα φορούσε το κράνος και τα γάντια του, κούμπωνε μέχρι πάνω το μπουφάν του και ξεκινούσε. Θα μετρούσε τις στροφές. Θα πήγαινε απ’ το Λαύριο μέχρι την Ανάβυσσο και μετά πάλι πίσω φλερτάροντας με την άσφαλτο.
«Θα πάω μέχρι το Λαύριο και θα επιστρέψω» έλεγε η Άννα στον εαυτό της ενώ ποδηλατούσε κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου. Θυμήθηκε τα εφηβικά χρόνια που έκανε προπόνηση με την ομάδα ώρες ατελείωτες μέχρι τελικής πτώσης. Πριν από λίγο καιρό είχε περάσει απ’ τον παλιό ποδηλατικό όμιλο και έχει συναντήσει κάποιες επίδοξες πρωταθλήτριες. Πόση ζήλεια μπορεί να νοιώσει κανείς; Όχι περισσότερη απ’ αυτήν που ένοιωσε εκείνη την μέρα όταν συνειδητοποίησε ότι τα νιάτα που βούιζαν γύρω της δεν θα ξαναγυρνούσαν ποτέ για κείνη.  Έπρεπε να γίνει σαράντα χρονών για να το βιώσει τόσο έντονα; «Έπρεπε να πάθει η μάμα μου Αλτσχάιμερ για να ξαναρχίσω τις βόλτες;» σκέφθηκε και ο ήλιος πόνεσε τα μάτια της ξεθωριάζοντας με χαρακτηριστική άνεση την γκρίζα επιφάνεια του δρόμου. Έσμιξε λίγο τα βλέφαρα της προσπαθώντας να δει μέχρι την αρχή της επόμενης στροφής. Άλλαξε ταχύτητα, η διαδρομή άρχισε να γίνεται κάπως ανηφορική.
Υπάρχει πάντα η κωμική πλευρά των καταστάσεων αρκεί να είναι σε θέση κανείς να την αντιληφθεί. Πριν από τρεις μήνες την κάλεσε στη δουλειά μια αστυνομικός και την πληροφόρησε πως η μητέρα της βρισκόταν στο τμήμα του Ν. Ψυχικού αναζητώντας επίμονα τον γάτο της. Ναι, γάτος υπήρχε, με τη διαφορά όμως ότι βρισκόταν στο σπίτι της στην Ανάβυσσο και ουδέποτε είχε φύγει όντας ηλικιωμένος και βαριά άρρωστος με νεφρική ανεπάρκεια. Ύστερα από μια σειρά εξετάσεων εξακριβώθηκε η αιτία για την αιφνίδια αλλαγή στην συμπεριφορά της μάνας της και η Άννα το ‘ριξε στο …. ποδήλατο. Ο τελευταίος εν ζωή συγγενής της είχε ξεκινήσει την μοναχική του πορεία προς το θάνατο και εκείνη άρχισε να καλύπτει δεκάδες χιλιόμετρα λες και η καλύτερη φυσική κατάσταση που θα αποκτούσε θα αποτελούσε την λύση για να αντιμετωπίσει την επώδυνη απώλεια. Ίσως πάλι να το έκανε επειδή κάποιες στιγμές κατάφερνε να γεμίζει το μυαλό της με τις ενδείξεις του ψηφιακού πολυόργανου που ήταν στερεωμένο με μια λωρίδα βέλκρο στο αλουμινένιο τιμόνι του δικύκλου της και την πληροφορούσαν για την απόσταση που είχε διανύσει, την μέση ωριαία ταχύτητα και τις θερμίδες που έκαιγε αφήνοντας για λίγο κατά μέρους τα επεισόδια απώλειας μνήμης της μητέρας της που πύκνωναν επικίνδυνα. Η φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσε δεν φαινόταν να έχει αποτέλεσμα και το αποκορύφωμα είχε έρθει το προηγούμενο μεσημέρι όταν γυρνώντας το μεσημέρι απ’ την δουλειά της, η Αργυρώ, μια περήφανη γυναίκα απ’ τον Μοριά που είχε μεγαλώσει σχεδόν μόνη της την Άννα ύστερα απ’ τον αναπάντεχο θάνατο του συζύγου της δεν κατάφερε να αναγνωρίσει την ίδια της την κόρη. Αυτό το τελευταίο συμβάν της είχε κόψει τα φτερά. Η Άννα ήταν αισιόδοξος άνθρωπος. Δεν το έβαζε εύκολα κάτω, αντιδρούσε. Όπως τώρα. Κατηφόριζε και επιτάχυνε όσο άντεχαν τα πνευμόνια της έχοντας το Γαϊδουρονήσι να διακόπτει τη συνέχεια του Αιγαίου στα δεξιά της και τους υπέροχους απόκρημνους βράχους από κάτω της να προδικάζουν τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης αφηρημάδας.  Η εικόνα της μητέρας της καθισμένης στο τραπέζι της κουζίνας υπό το άγρυπνο βλέμμα μιας Βουλγάρας οικιακής βοηθού που σίγουρα κάπως αλλιώς θα είχε φανταστεί το μέλλον της σ’ αυτή την ηλιόλουστη χώρα, είχε γλιστρήσει στο πίσω μέρους του κεφαλιού της μαζί με τη φράση ‘ποια είσαι κορίτσι μου;’ που στόλιζε το καινούργιο πορτραίτο που της είχε ζωγραφίσει η μοίρα.
Ο Άλκης είχε αρχίσει να ανεβάζει ρυθμό. Ο εξοπλισμός αναβάτη πίστευε πως αποτελούσε μια μετεξέλιξη της μεσαιωνικής πανοπλίας. Μια καλύτερη εκδοχή με πιο ελαφριά υλικά. Προστατευτικά παντού, στις μπότες, στα γάντια, στους ώμους, στην μέση, στην πλάτη. Όλα αυτά είχαν νόημα όταν βρισκόταν σε κίνηση. Μόλις σταματούσε όμως του ερχόταν να τα πετάξει από πάνω του. Αν ήταν μάλιστα και κουρασμένος δυσκολευόταν να κατέβει κιόλας. Και μάλλον αυτό συνέβαινε τώρα. Είχε καιρό να διανύσει αποστάσεις μεγαλύτερες απ’ τα δέκα χιλιόμετρα που χρειαζόταν για να πάει και να ‘ρθει απ’ το τεχνικό του γραφείο. Τα παιδιά επικρατούσαν καθολικά στον ελεύθερο χρόνο του σαββατοκύριακου. Ακόμα και να μπορούσε να αφιερώσει στον εαυτό του λίγες ώρες για να πάει μια γρήγορη βόλτα και να τις στερήσει από εκείνα, η κακή συναισθηματική του κατάσταση εξασφάλιζε αιώνια κακοκαιρία στη διάθεση του. Σήμερα όμως που έλειπε η Βέρα και τα παιδιά βρισκόντουσαν για πρώτη φορά στο εξοχικό της αδερφής του, συνειδητοποίησε πως είναι μάταιο να αναζητά την τέλεια δικαιολογία για να κάνει κάτι που πραγματικά τον ευχαριστεί. Η κούραση είχε φθάσει με την μορφή μειωμένων αντανακλαστικών και ελαφριάς δυσκαμψίας κατά την τοποθέτηση του σώματος στις στροφές. Ένα δυο μικρά λαθάκια άναψαν το κόκκινο λαμπάκι της αυτοσυγκράτησης. Ο ρυθμός κατέβηκε και αποφασίστηκε γλυκιά υποχώρηση στην αρχαία αγκαλιά του Ναού του Ποσειδώνα. Σταμάτησε ανάμεσα σε δυο λευκές παύλες που αποτελούσαν μέρος της ατέρμονης άλλοτε διακεκομμένης και άλλοτε συνεχούς λωρίδας που διαχώριζε το πήγαινε απ’ το έλα του δρόμου, για να γυρίσει προς τα  πίσω. Περίμενε υπομονετικά την  ασθμαίνουσα ποδηλάτισσα που φαινόταν να ταλαιπωρείται απ’ την ξαφνική άνοδο της έντασης του ανέμου καλύπτοντας σχεδόν όρθια τα τελευταία μέτρα που την χώριζαν απ’ το να βρεθεί σε απόσταση αναπνοής από εκείνον. «Μα τι κάνει αυτός ο τύπος στη μέση του δρόμου;» μουρμούρισε η Άννα. Μόλις πέρασε από δίπλα το αγριεμένο βλέμμα της συνάντησε δυο μαύρα μεγάλα μάτια να χαμογελούν μέσα απ’ το κράνος του. «Όλοι οι μηχανόβιοι μην δουν θηλυκό, έτοιμοι για σχόλια και εξυπνάδες είναι» σκέφθηκε και συνέχισε με πάθος την ποδηλασία. Ήξερε ότι μέχρι ν’ ανέβει στον Ναό θα έχανε κάνα κιλό ιδρώτα το οποίο βέβαια θα προτιμούσε να μεταφραζόταν σε πόντους από την πλούσια περιφέρεια της. Μ’ αυτήν την φρούδα ελπίδα αλλά και με την προοπτική ενός δροσερού χυμού να τονώνει τον οργανισμό της ολοκλήρωσε τις απαραίτητες  πεταλιές  που χρειάστηκαν για να φθάσει στον χώρο  στάθμευσης. Εκεί άφησε το ποδήλατο δίπλα στην μηχανική του εξέλιξη που είχε την μορφή της μοτοσυκλέτας του Άλκη και ανέβηκε τα πέτρινα σκαλάκια που οδηγούσαν στο καφεστιατόριο. «Οι τουρίστες πάνε κατ’ ευθείαν στον Ναό κι αν τους μείνει χρόνος επιστρέφουν για να πιούν ή να φάνε κάτι. Εμείς πίνουμε ένα καφέ και αν μας μείνει χρόνος φεύγουμε για να πιούμε άλλον έναν λίγο πιο κάτω. Δεν συμφωνείτε;». Το μοναδικό άδειο τραπέζι με καλή θέα στο ηλιοβασίλεμα βρισκόταν δίπλα σ’ αυτό  που είχε καθίσει μόλις πριν από λίγο ο Άλκης. Συνηθισμένος στο να απευθύνει το λόγο σε ανθρώπους που αγαπάνε κάθε μορφή οχήματος που έχει δυο τροχούς είπε δυνατά αυτό που μόλις είχε σκεφθεί βλέποντας μια μικρή ομάδα νεαρών γυναικών με ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά που παρέπεμπαν σε βόρειες χώρες να προσεγγίζουν τον αρχαίο χώρο.
«Πρωτότυπο. Δεν μου έχει τύχει να με πλησιάζουν κάνοντας καυστικά σχόλια για την φυλή μας» του απάντησε κάπως ειρωνικά η Άννα βγάζοντας από ένα υφασμάτινο σακίδιο ένα μικροσκοπικό συνθετικό δεματάκι που σε δευτερόλεπτα θα μεταμορφωνόταν σε ένα μπλε ελεκτρίκ αδιάβροχο. Το έριξε πάνω της γιατί ήταν ιδρωμένη και κρύωνε.
«Λέτε να βρέξει;» την ρώτησε περιπαικτικά ο Άλκης κοιτάζοντας ψηλά τον καθαρό ουρανό.
«Βλέπω ότι εκτός από πνευματώδης είστε και χωρατατζής».
«Με λένε Άλκη και κερνάω μπύρα».
«Με λένε Άννα και πίνω χυμό» του απάντησε εύθυμα εκείνη και η κουβέντα  χώθηκε ανάμεσα στους δυο συνομιλητές σαν να το είχε ξανακάνει άπειρες φορές στο παρελθόν. Μίλησαν για τους Έλληνες και τις ιδιομορφίες τους, τις αδυναμίες τους, για τις δουλειές του καθενός για την μαγεία της ισορροπίας ανάμεσα σε δυο τροχούς. Καθώς η ώρα περνούσε και αισθανόντουσαν ακόμα πιο άνετα πέρασαν και στα προσωπικά τους.
«Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε συνέχεια την αλλαγή από τη μια κατάσταση στην άλλη από πριν, τι θα κάνουμε δηλαδή όταν θα ’ρθει. Ας έρθει και μετά και εμείς αναγκαστικά θα προσαρμοστούμε. Η μητέρα σου κάποια μέρα θα φύγει. Μέχρι τότε πολλά μπορεί να έχουν συμβεί. Δες και το σημερινό. Μια αναπάντεχη γνωριμία στο περιθώριο μιας δυσάρεστης κατάστασης.» της είπε ο Άλκης.
«Το ίδιο ισχύει και για σένα. Μην προδικάζεις την διακοπή της σχέσης σου με τη Βέρα, ίσως για ένα διάστημα να χρειαστεί να μην βλέπεστε συχνά.»
«Εσύ θα μπορούσες να διατηρείς μια σχέση χωρίς να είσαι κοντά με τον άλλον;»
«Κάπως έτσι είμαι με τον Θέμη, τον φίλο μου. Εκείνος κάθε τρεις και λίγο εξαφανίζεται. Για παράδειγμα τώρα έχω να τον δω είκοσι μέρες».
«Ώρα είναι να μου πεις πως δεν σε ενοχλεί κιόλας, διότι αν κάτι τέτοιο συμβαίνει τότε μάλλον το κεφάλαιο ‘Θέμης’ περιέχει μια νοσηρή σχέση».
«Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις εσύ που βρίσκεσαι απέξω» του πέταξε κάπως θυμωμένα η Άννα. Ο Άλκης αντιλήφθηκε το λάθος του. Είχε αρχίσει να κρίνει καταστάσεις που δεν γνώριζε. Πρότεινε αναχώρηση.  Άλλωστε είχε σχεδόν βραδιάσει και ήταν επικίνδυνο για την καινούργια του φίλη να ποδηλατεί στα σκοτεινά στροφιλίκια του Σουνίου
«Θα πάμε παρέα μέχρι την Ανάβυσσο» της πέταξε.
«Είμαι μεγάλη κοπέλα, μην ανησυχείς θα τα καταφέρω. Έχει φεγγάρι απόψε.» του είπε χαμογελώντας.
«Όχι, όχι δεν γίνεται. Θα σε συνοδεύσω».
«Μα εσύ πας πολύ πιο γρήγορα. Θα την κάψεις την ασημί βολίδα σου αν τρέχεις με 20 και με 30 χιλιόμετρα». Στεκόντουσαν ήδη μπροστά απ’ την μηχανή του. Απ’ το πίσω μέρος του λόφου μπορούσε κανείς να δει την θάλασσα να σκουραίνει καθώς χήρευε απ’ το φως του ήλιου. Τα χέρια τους σχεδόν ακουμπούσαν. Μια παρόρμηση φάνηκε να κυριεύει προς την στιγμήν την Άννα. Γύρισε να κοιτάξει τον Άλκη, να βρει τα χείλη του. Ίσως κάτι παρόμοιο να πέρασε κι απ’ το δικό του μυαλό μα η αντίδραση του ήταν να βάλει το κράνος του.
«Τι έγινε;» της είπε καθώς απάντησε το βλέμμα της.
«Τι να ‘γινε» του απάντησε εκείνη μπερδεμένη.
«Ξέρεις τι σκέφθηκα;» της είπε.
«Τι;»
«Θα πιάνεσαι απ’ την χειρολαβή, να εδώ πίσω» της έδειξε το σημείο στην μοτοσυκλέτα του  «και θα σε τραβάω στις ανηφόρες για να μην κουράζεσαι». Η Άννα περίμενε κάποια άλλη απάντηση μα σύντομα επανήλθε στην πραγματικότητα. «Τι κουτό» σκέφθηκε «πως μου ήρθε να το κάνω αυτό;». Εξήντα λεπτά είχαν σταθεί αρκετά για να αισθανθεί μια οικειότητα και μια έλξη που την οδήγησαν χωρίς κόπο ή δεύτερες σκέψεις στην επιθυμία να τον φιλήσει. Οι δυο τους ξεκινούσαν τώρα, εκείνη μπροστά στο πρώτο κατηφορικό κομμάτι και εκείνος να ακολουθεί. Τα άστρα είχαν αρχίσει πλέον να φέγγουν και το φεγγάρι ανέβαινε σιγά σιγά μέχρι την κορφή του ορίζοντα γαληνεύοντας τις διεσταλμένες κόρες των δυο οδηγών που γευόντουσαν το οδικό τους παιχνίδι σαν να αποτελούσε το πρελούδιο του ξαφνικού έρωτά τους.
Φτάνοντας σε μια κλειστή στροφή μια δέσμη από φώτα κάποιου οχήματος που πλησίαζε απ’ την άλλη μεριά φάνηκε να τους αποσπά την προσοχή. Στιγμές αργότερα κατέληξαν στο χαντάκι του δρόμου στην προσπάθεια τους να αποφύγουν το αυτοκίνητο που είχε βρεθεί από κάποιο λάθος υπολογισμό στην δική τους κατεύθυνση.  Λίγα μέτρα πιο κάτω το αμάξι σταμάτησε και από μέσα βγήκε ένα ζευγάρι. Η οδηγός ήταν φανερά ταραγμένη. Έτρεξε μαζί με το συνοδό της στο σημείο όπου βρισκόντουσαν τα πληγωμένα δίκυκλα και αναζήτησε τους επιβαίνοντες. Αναίσθητοι στην άκρη του δρόμου κείτονταν αγκαλιασμένοι ο Άλκης με την Άννα.
«Μα αυτός είναι ο άντρας μου» είπε σιγανά η Βέρα μην πιστεύοντας στα μάτια της.
Μέσα στην αναμπουμπούλα θα μπορούσαν να είχαν σχολιάσει την απίθανη στάση των δυο τραυματισμένων. Μα το σοκ είχε προέλθει απ’ την αναγνώριση. Αργότερα στο νοσοκομείο η Βέρα σκεφτόταν πως όλα αυτά έγιναν εξ αιτίας μιας έντονης φιλονικίας που είχε με τον συνοδηγό της. Ο τελευταίος δεν ήταν άλλος απ’ τον εραστή της, τον άνθρωπο που περίμενε εδώ και καιρό από εκείνη να διαλύσει το γάμο της και που όταν κατάλαβε πως δεν ήταν σε θέση να το κάνει, έριξε το αυτοκίνητο του πάνω στον τοίχο του εξοχικού σπιτιού της στην Βέροια βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή των παιδιών της. Αυτά συζητούσαν την ώρα που οδηγούσε. Ήθελε πια να τελειώσει αυτή η περιπέτεια μαζί του και να ξαναγυρίσει στον άντρα της. Δεν γνώριζε όμως πως ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Άλκης και η Άννα συνήλθαν και συνέχισαν μαζί την βόλτα της ζωής …..




Τέλος


Σχόλια