Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος Μέρος 2ο - διήγημα


Κι έτσι γράφοντας όλα αυτά κυλούσε η ώρα, η καταιγίδα φάνηκε από μακριά με κεραυνούς να σχίζουν τον ουρανό και αστραπές να ξεθωριάζουν το σκοτάδι αλλά πάνω από το πλοίο δεν πέρασε. Η θάλασσα διατήρησε την απόκοσμη ηρεμία της κι εγώ αποκαμωμένος απ’ την αναμονή ενέδωσα στη λήθη του ύπνου. Ίσως και να έβλεπα την κυρία μου εκεί, σε κάποιο όνειρο. Και να είναι όλα τόσο έντονα και απτά που να ξυπνούσα ύστερα από λίγη ώρα, τόσο βέβαιος για τις ερωτικές μας περιπτύξεις που να μην περνούσε απ’ το μυαλό μου ότι δεν είχαν συμβεί. Θα ανέβαινα στο κατάστρωμα, θα χαιρετούσα με νόημα τον καπετάνιο και τον πολύχρωμο παπαγάλο του, κι ενώ εκείνος θα πάσχιζε να καταλάβει σε τι οφείλεται η αλλαγή μου εγώ θα ήμουν έτοιμος να την δεχθώ, σημάδι μιας άλλης ζωής που μόλις τότε ξεκινούσε.
Κάποια στιγμή, μέσα κι έξω απ’ το συνειδητό, άκουσα μια πόρτα να τρίζει, σούρσιμο υποδημάτων στο ξύλινο δάπεδο και πέντε δάχτυλα να κλειδώνουν πάνω στον αριστερό μου ώμο, άσκοντας μου πίεση. Με έσπρωχναν. Σαν να κλυδωνιζόταν το πλοίο κι εγώ να βρίσκομαι εγκιβωτισμένος σε ένα φέρετρο με ανοιχτό το καπάκι.
‘Ξύπνα, ξύπνα’.
‘Επ, τι έγινε; Φτάσαμε;’ Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την κυρία Λόνγκχορν να έχει σκύψει από πάνω μου και να κοιτάζει απ’ το φινιστρίνι ενώ η καμπύλη που σχηματίζονταν στο φόρεμα απ’ το ευωδιαστό της μπούστο λίγο ήθελε να αγγίξει το πρόσωπό μου.
‘Όχι, είμαι βέβαιη ότι βρισκόμαστε στη μέση του πουθενά. Εκεί όπου κανείς δεν θα θελε να του συμβεί κάτι απρόοπτο και να βρεθεί στο νερό’.
Το στόμα μου ξεράθηκε, η ερωτική μου διάθεση κόπηκε απότομα, πιστολιά του αφέτη που έχει ακυρώσει την εκκίνηση. Τι εννοούσε;
‘Ήρθα για να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Μπορεί η  μέχρι τώρα συμπεριφορά μου να σου έχει φανεί κάπως αλλόκοτη. Αλλά έπρεπε να εξασφαλίσω τη συμμετοχή σου στο εγχείρημα μου.  Πριν όμως σου αποκαλύψω ποιο είναι αυτό, πρέπει να μάθεις τι έχει προηγηθεί και πιστεύω ότι ύστερα απ’ αυτά που θα ακούσεις θα συμφωνήσεις κι εσύ για τον τρόπο που τα αντιμετώπισα’.
‘Μα μου έχετε ήδη μιλήσει για το πρόβλημα που προέκυψε με τον αδελφό σας’.
‘Όχι, όχι. Αυτό δεν ήταν παρά απόρροια μιας άλλης κατάστασης για την οποία ο σύζυγός μου νόμιζε ότι είχα άγνοια’.
Είχα αρχίσει να μπερδεύομαι αλλά και να εκνευρίζομαι σκεπτόμενος ότι με είχε χρησιμοποιήσει. Απ’ την άλλη δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να παραμείνω καθισμένος τώρα πια στην άκρη του κρεβατιού και να την ακούσω, για άλλη μια φορά.
Η κυρία Λόνγκχορν είχε παντρευτεί από συμφέρον τον άντρα της. Και τι μ’ αυτό; θα μπορούσε να πει κανείς. Ούτε η πρώτη ήταν μα ούτε κι η τελευταία. Τα πράγματα δεν ήταν όμως καθόλου απλά. Ο κύριος Λόνγκχορν φαίνεται πως έκανε κατάχρηση της θέσης του και της ισχύος του και εκμεταλλευόταν όποιο θηλυκό του γυάλιζε το μάτι. Γι αυτή του την συμπεριφορά δεν φρόντιζε να είναι διακριτικός. Αντίθετα θα ’λεγε κανείς πως διατυμπάνιζε στους στενούς του κύκλους την γοητεία που ασκούσε στις πελάτισσές του αλλά και τον τρόπο με τον οποίο κάποιες φορές έπαιρνε τελικά αυτό που ήθελε. Μ’ αυτούς τους κύκλους έτυχε να έχει κάποιες σχέσεις και ο Χιλ. Πριν λοιπόν ακόμα παντρευτεί η αδελφή του, φρόντισε να την ενημερώσει για το ποιόν του Λόνγκχορν λέγοντας της πως αν όντως προχωρούσε σ’ αυτό τον γάμο και στο μέλλον προέκυπτε κάποιο ζήτημα, θα έκανε χρήση αυτών των πληροφοριών για να την προστατεύσει.
Όπως ήταν αναμενόμενο η αδελφή του τον παντρεύτηκε κι ο Λόνγκχορν βέβαια, δεν άλλαξε συνήθειες. Οι επισκέψεις του Χιλ αποσκοπούσαν στο να κρατάνε ενήμερη την κυρία μου για τις αταξίες του συζύγου της. Προσπαθούσε κάθε απόγευμα Παρασκευής που συναντιόντουσαν να την πείσει να αλλάξει γνώμη και να σηκωθεί να φύγει όσο ήταν καιρός από κοντά του. Τα πλούτη δεν είναι το παν της έλεγε. Δεν μπορούσε να την βλέπει να μαραζώνει σε εκείνο το σπίτι, να στερείται τον πραγματικό έρωτα σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία. Κάτι που εκείνος είχε ήδη γλεντήσει και δεν έλεγε να σταματήσει για κανένα λόγο να αποζητά με οποιοδήποτε τίμημα. Όπως αποζητούσε κι εκείνη με οποιοδήποτε κόστος την εύκολη και γεμάτη ανέσεις ζωή. Όσο περισσότερο περνούσε ο καιρός τόσο πιο δύσκολα θα έπαιρνε την απόφαση να τον αφήσει. Η πολυτέλεια, η ασφάλεια του χρήματος, η κοινωνική ζωή στα μεγάλα σαλόνια ήταν εθισμός. Εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις του έλεγε γιατί μπορείς και μπαινοβγαίνεις στα σπίτια των πλουσίων χωρίς να τους παντρεύεσαι. Η αλήθεια ήταν ότι ο Χιλ είχε βρει την χρυσή τομή χρησιμοποιώντας το κοφτερό του μυαλό αλλά και την τύχη που τον ευνοούσε απροκάλυπτα. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από εκείνο το βράδυ που βρέθηκε να σερβίρει κρασί σε μια έπαυλη λίγο έξω απ’ το Σάρεϋ.
Ήταν ουσιαστικά μια βραδιά χαρτοπαιξίας από εκείνες που χάνονταν αμύθητα ποσά για να ικανοποιηθούν τα καπρίτσια μιας χούφτας ευγενών. Ο Χιλ είχε υπολογίσει τα χαρτιά που παιζόντουσαν σε ένα γύρο και προσφέρθηκε σε ένα βαρόνο που σηκώθηκε για να πάει προς νερού του να πάρει τη θέση του. Το σούσουρο που ακολούθησε δεν τον απέτρεψε απ’ το να πάρει μόνος του την έγκριση και να κάτσει στην πολυθρόνα, το βελούδινο μαξιλάρι της οποίας μόλις είχε ξεκινήσει σιγά-σιγά να επανέρχεται στο αρχικό του σχήμα. Ο Χιλ κέρδισε πολλές χιλιάδες λίρες μέχρι τα ξημερώματα παίζοντας για λογαριασμό του βαρόνου δίχως να απαιτήσει ούτε μια για αντάλλαγμα. Μ’ αυτό τον τρόπο είχαν μόλις ανοίξει οι πόρτες ενός άλλου κόσμου για εκείνον. Και μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο φρόντισε να ενσωματωθεί και η αδελφή του.
Ο Χιλ αισθανόταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την κατάσταση την οποία βίωνε η κυρία μου. Της είχε γνωρίσει τον Λόνγκχορν χωρίς να περιμένει ότι εκείνη θα αποφάσιζε μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να τον παντρευτεί. Αυτό όμως ακριβώς είχε συμβεί και το πρόβλημα που είχε προκύψει πρόσφατα, όταν δηλαδή άρχισε να με πολιορκεί και να μου υπόσχεται ερωτικές περιπέτειες ήταν ότι ο Λόνγκχορν είχε παραμείνει για μεγαλύτερο απ’ ότι συνήθως διάστημα με μια απ’ τις καινούριες ερωμένες του. Και σαν να μην έφτανε αυτό ο Χιλ είχε μάθει ότι ο δικηγόρος είχε εκφράσει την επιθυμία να κάνει μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του. Μήπως άραγε η αλλαγή αυτή θα είχε σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση της τωρινής του συζύγου για χάρη κάποιας άλλης;
Ο Χιλ φρόντισε να νοικιάσει μια αγροικία λίγο έξω απ’ τη Λυών, έτοιμη να δεχτεί την αδελφή του σε περίπτωση που θα συνέβαινε το χειρότερο. Ο Λόνγκχορν είχε  αρχίσει να εμφανίζεται δημόσια με την ερωμένη του και κάθε φορά που η κυρία μου του ανέφερε τις φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά μ’ αυτήν, οργιζόταν και έστηνε φοβερούς καβγάδες σαν ο ένοχος να ήταν η ίδια η γυναίκα του κι όχι αυτός. Είχε φτάσει μάλιστα και στο σημείο να χειροδικήσει κάποιες φορές. Απειλούσε δε την γυναίκα του ότι δεν θα την αφήσει ποτέ από κοντά του υπονοώντας ότι θα πρέπει να υπομένει δια βίου τα καπρίτσια του. Και ποιος ήταν τελικά ο ρόλος μου μέσα σ’ όλη αυτή την τρέλα;
‘Δεν άντεχα άλλο. Έπρεπε να φύγω. Ο λόγος που ο Χιλ δυσφορούσε τόσο και ιδιαίτερα την τελευταία φορά που έφυγε για την Γαλλία ήταν επειδή δεν του άρεσε να μ’ αφήνει μόνη μου με τον άντρα μου. Στο μεταξύ είχε καταφέρει κάνοντας εισαγωγές μιας μικρής ποσότητας κρασιού που το διέθετε σε πλούσιες οικογένειες, να γνωρίσει ντόπιους και να προετοιμάσει σιγά-σιγά το έδαφος για την φυγή μου. Πριν από ένα σχεδόν χρόνο το πήραμε από κοινού απόφαση. Κι ελπίζω να με συγχωρέσεις αλλά στο σχέδιο μας συμπεριλάβαμε και εσένα. Τον πιο έμπιστο υπηρέτη μας. Κι ο λόγος που κλεινόμασταν με τις ώρες στην βιβλιοθήκη ήταν γιατί ο αδελφός μου μού μετέφερε κάθε φορά τις νεοαποκτηθείσες γνώσεις του στην γαλλική’.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα άφηνα την πατρίδα μου για να ζήσω σε μια άλλη χώρα υπηρετώντας μια γυναίκα χωρίς τελικά να υπάρχει το ερωτικό στοιχείο ανάμεσά μας. Αυτή η προοπτική που έμελλε να γίνει πραγματικότητα σε λίγες ώρες, τότε που το πλοίο θα προσάραζε στο Καλαί, μ’ άφηνε με ανάμικτα συναισθήματα. Απ’ τη μια σκεφτόμουν ότι εύκολα θα μπορούσα να το σκάσω και να επιστρέψω στον Λόνγκχορν, ευελπιστώντας ότι θα τον μεταπείσω, να πιστέψει την δική μου εκδοχή κι όχι αυτή που θα έχει φτιάξει ήδη ο ίδιος στο μυαλό του. Κι απ’ την άλλη υπήρχε η ελπίδα ότι ακόμα κι αν παρέμενα υπηρέτης της κυρίας μου κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, σε βάθος χρόνου η σχέση μας να άλλαζε και να μετατρέπονταν σε αυτό που συχνά πυκνά ονειρευόμουν εδώ και καιρό.
Διάλεξα λοιπόν ένα παραμύθι και έπειτα από λίγες μέρες ταξίδι στα ενδότερα της γαλλικής επαρχίας εγκατασταθήκαμε σε μια αγροικία λίγο έξω από τη Λυών. Τον πρώτο καιρό ο Χιλ μας επισκεπτόταν δυο φορές τη βδομάδα και μαζί του ερχόταν κάποιος γάλλος ευγενής που έσπευδε να γνωρίσει στην αδελφή του. Η ζωή κυλούσε ήρεμα και το μόνο νέο που είχαμε μάθει απ’ τον Λόνγκχορν ήταν ότι είχε βγάλει τη γυναίκα του ανισσόροπη και στη θέση της βρισκόταν ήδη η πιο πρόσφατη ερωμένη του. Το διαζύγιο δεν ήταν πάντως ακόμα στα σχέδια του. Εξ άλλου η έκδοσή του ήταν πολύ δύσκολη ακόμα και για ένα δικηγόρο, αφού χρειαζόταν να γίνει δίκη που θα διαρκούσε μήνες με αμφίβολη έκβαση και έξοδα διόλου ευκαταφρόνητα.
Η κυρία μου είχε ηρεμήσει αρκετά, ασχολούνταν με τις δουλειές του Χιλ, έκλεινε συμφωνίες, επισκεπτόταν συνοδευόμενη από μένα οινοπαραγωγούς της ευρύτερης περιοχής και εμφανίζονταν δειλά-δειλά σε πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης. Μόνο τα βράδια υπήρχαν φορές που την άκουγα να αγωνιά βγάζοντας ακατάληπτες φράσεις. Όταν την επομένη την ρωτούσα αν είχε δει κανένα εφιάλτη, εκείνη φρόντιζε να αλλάζει αμέσως την κουβέντα.
Μια Κυριακή βράδυ, κι ενώ μόλις είχα ξαπλώσει, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια αλλαγή της συμπεριφοράς της απέναντί μου, μπήκε απροειδοποίητα στο δωμάτιο μου, έσβησε τη λάμπα πετρελαίου που σιγόκαιγε στο μικρό τραπεζάκι, δίπλα στο κρεβάτι μου και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. ‘Νομίζω ότι μια και η διαμονή μας εδώ προβλέπεται να παραταθεί επ’ αόριστον, θα ήταν καλό να κάνουμε τα βράδια μας πιο ευχάριστα. Δεν προτίθεμαι να συνεχίσω να κοιμάμαι μόνη μου όπως επίσης δεν θα ήθελα να το κάνω με ένα Γάλλο. Αν τα επιχειρήματά μου σου αρκούν από σήμερα το βράδυ είμαι στη διάθεσή σου. Αν πάλι δεν συμφωνείς δεν πρόκειται να υπάρξει δεύτερη ευκαιρία’.
Η ανάσα της μύριζε αλκοόλ. Το δέρμα της ένα μίγμα κανέλας με πατσουλί. Τα μαλλιά της έπεφταν ξέμπλεκα μέχρι την μέση της. Δεν υπήρχε χρόνος για εκλογίκευση. Το βλέμμα μου πρέπει να έδωσε την απάντηση που περίμενε, γιατί με αργές κινήσεις σηκώθηκε, κι αφού έλυσε το φόρεμα της και το άφησε να γλιστρήσει μένοντας με το σφιχτό κορσέ και την λινή λευκή βράκα της, ανέβηκε πάνω μου και έσμιξε με πάθος τα χείλη της με τα δικά μου. Αυτή ήταν και η πρώτη μου ερωτική επαφή με γυναίκα. Ήμουν άτσαλος, άγαρμπος. Τέλειωσα γρήγορα. Κι έπειτα ξανά. Και ξανά. Εκείνη έμοιαζε να μην χορταίνει με τίποτα. Συνεχίσαμε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Εξαντληθήκαμε.
Την επόμενη μέρα η συμπεριφορά της κυρίας μου δεν μαρτυρούσε τίποτα σχετικό με τη νύχτα πάθους που είχαμε περάσει. Ήταν σαν να υπήρχαν κι άλλοι στο σπίτι και έπρεπε να κρατάει τα προσχήματα. Στην αρχή μου φαινόταν αδιανόητο ότι έπρεπε να συνεχίσουμε να παίζουμε αυτό το θέατρο. Βλέποντας όμως ότι δεν υπήρχε διάθεση απ’ την πλευρά της για κάποια αλλαγή, αναγκάστηκα κι εγώ να προσαρμοστώ παρόλη την αναστάτωση που βίωνα. Κι αυτό διότι κάθε βράδυ ήταν μια μικρή γιορτή και για τους δύο μας. Οι ερωτικές μας περιπτύξεις συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση κι απόλαυση.
Έτσι πέρασαν δύο μήνες κι όλα έδειχναν ότι τίποτα δεν μπορούσε να σπάσει την αρμονία που είχε ουσιαστικά εκείνη επιβάλλει στη συμβίωσή μας: η κυρία κι ο υπηρέτης μέχρι το βράδυ, η κυρία κι ο εραστής μέχρι το πρωί.
Μέσα στο μικρό μου το μυαλό παρέμεναν αναπάντητα κάποια ερωτήματα. Γιατί δεν άφηνε τον εαυτό της να δείξει αυτά που πραγματικά αισθανόταν για μένα; Αν όντως δεν τα αισθανόταν, πως κατάφερνε να προσποιείται τόσο καλά τις ώρες που βρισκόμασταν πάνω ή κάτω απ’ τα σκεπάσματα; Κι απ’ την άλλη τι είχε γίνει με τον κύριο Λόνγκχορν και μας είχε αφήσει στην ησυχία μας; Δεν πίστευα ότι ένας άντρας με την δική του επιρροή και δύναμη είχε παραδώσει στα χέρια της τύχης την μοίρα του. Ειδικά γι’ αυτό το τελευταίο ερώτημα δεν θα αργούσα να πάρω μια πειστική απάντηση. Σε ότι αφορά όμως τα δύο προηγούμενα αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου και να πιέσω με όποιο τρόπο μπορούσα την κυρία μου για να μάθω τί κρυβόταν πίσω απ’ τη στάση που διατηρούσε απέναντί μου. 
Άρχισα λοιπόν να αμελώ τα ερωτικά μου καθήκοντα. Στην αρχή μέρα  παρά μέρα κι ύστερα καθώς δεν έβλεπα καμία αντίρρηση από μέρους της, μια ολόκληρη βδομάδα. Ήταν Κυριακή απόγευμα όταν με φώναξε στο δωμάτιο της, ζητώντας μου να της ετοιμάσω τσάι. Κι όταν εμφανίστηκα στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας μου είπε:
‘Άσε τον δίσκο στο τραπέζι κι έλα δίπλα μου να μου εξηγήσεις τι σου συμβαίνει’. Ο αυταρχικός της τόνος δεν ήταν αυτό που περίμενα ν’ ακούσω εκείνη τη στιγμή.
‘Θα ήθελα εσείς να μου εξηγήσετε κάτι’ της είπα μαζεύοντας όσο κουράγιο μπορούσα.
‘Σ’ ακούω’ μου είπε εκείνη. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν όμως γαβγίσματα και απ’ το παράθυρο του δωματίου είδαμε τα σκυλιά να τρέχουν στην είσοδο του κτήματος. Μια μικρή άμαξα με δύο άλογα είχε σταματήσει μπροστά της και λίγο πιο πίσω δυο έφιπποι αστυνομικοί.
‘Πήγαινε να δεις τι θέλουν και συνεχίζουμε μετά’ μου είπε.
Πόσο μπορεί κανείς να ζει σε ένα κλειστό περιβάλλον και να μην ασχολείται μ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του; Αν έχεις συνηθίσει στον μικρόκοσμο ενός αρχοντόσπιτου, αν έχεις ανοίξει τα μάτια σου εκεί και τα περισσότερα βήματά σου σε έχουν φέρει μέχρι τον πέτρινο φράκτη που το ορίζει, νομίζεις ότι η χώρα τελειώνει στην πιο κοντινή πόλη ή χωριό που βρίσκεται μιας ώρας δρόμο με το κάρο. Οι άνθρωποι είναι το πολύ μερικές χιλιάδες και οι υπόλοιποι διασκορπισμένοι σε ολόκληρη τη γη μοιάζουν με μια φανταστική ιστορία την οποία δεν μπορείς να κατανοήσεις. Είχα καταφέρει βέβαια μέχρι εκείνο το απόγευμα να διασχίσω θάλασσα, βουνά και πεδιάδες σε ξένο έδαφος μα πάλι σε ένα σπίτι κλείστηκα. Και με τέτοια συντροφιά, ακόμα κι αν είχα πρόθεση να γνωρίσω το νέο μου περιβάλλον καθόλου εν τέλει δεν ασχολήθηκα. Ένα απ’ τα πράγματα που ενδεχομένως να είχα μάθει αν συγχρωτιζόμουν με τους ντόπιους, θα ήταν και το ότι οι εμπορικές συναλλαγές με την πατρίδα μου απαγορεύονταν. Οι Γάλλοι δεν επιτρέπονταν να εξάγουν τα προϊόντα τους και υπήρχαν αυστηρές ποινές για αυτούς που θα το αποτολμούσαν. Οι δουλειές λοιπόν που είχε ανοίξει ο Χιλ – μεταφορά κρασιών προς την Αγγλία – υπέπεσαν στην αντίληψη ενός ευγενούς που γνώριζε πολύ καλά το πρώην αφεντικό μου. Μπορεί ο Λόνγκχορν να είχε αφήσει για την ώρα το κυνήγι της πρώην πλην όμως νομίμου συζύγου του αλλά μια τέτοια πληροφορία τού αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον διαβλέποντας αρκετά ευοίωνες προοπτικές για την έκδοση του διαζυγίου τους.
Έτσι λοιπόν, εκείνο το απόγευμα ύστερα από έρευνα που έγινε σε όλα τα κτίσματα που βρισκόντουσαν σε εκείνο το χωράφι, η κυρία μου τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό και υποχρεώθηκε σε δύο μέρες να εγκαταλείψει την χώρα και να επιστρέψει στην πατρίδα της. Ο Χιλ είχε ήδη συλληφθεί στο Καλαί και είχε παραδοθεί στις αγγλικές αρχές. Ο Λόνγκχορν κατάφερε με τις διασυνδέσεις που είχε να εκβιάσει τα δυο αδέλφια και να βγάλει το διαζύγιο με πολύ ευνοϊκούς όρους. Η δίκη που προηγήθηκε της έκδοσής του είχε τη μορφή μιας τυπικής διαδικασίας κι έτσι, ένα μήνα μετά την επιστροφή της κυρίας μου στο Λονδίνο, το επίθετό της έγινε και πάλι Χιλ. Ο αδελφός της κατέβαλε ένα υπέρογκο ποσό για εγγύηση εξασφαλίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την ισόβια παραμονή τους μακριά από τα δυσώδη κτίρια των φυλακών. Εκτός όμως απ’ αυτά, θα παρέμεναν μακριά κι απ’ τα πλούτη, την αριστοκρατία, τους εύπορους γνωστούς και φίλους που έσπευσαν να πάρουν το μέρος του συζύγου.
Εγώ επέστρεψα στη δούλεψη του κυρίου Λόνγκχορν χωρίς να μάθω αν η κυρία μου με είχε αγαπήσει στ’ αλήθεια. Όταν ύστερα από καιρό έψαξα να τη βρω κυκλοφορούσε ήδη μια φήμη ότι είχε περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με τον αδελφό της προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Κι ενώ το μυαλό μου αναζητούσε εις μάτην ένα μηχανισμό αποδέσμευσης της μνήμης από τις τελευταίες εικόνες ευτυχίας που με είχαν στοιχειώσει, ο παλιός καλός μου φίλος Ντάρκντειλ πέρασε απ’ το σπίτι για να μάθει από κοντά τα νέα που είχαν φτάσει στ’ αυτιά του. Με ρώτησε τι είχε συμβεί και είχα φύγει αιφνιδίως στο εξωτερικό κι ότι κάποιος τον είχε ρωτήσει αν γνώριζε που βρισκόμουνα. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη αποφάσισε να μην με αναζητήσει και να περιμένει να μάθει από μένα ή από κάποιον άλλο κοινό γνωστό τι είχε συμβεί. Το διαζύγιο των Λόνγκχορν και η υπόθεση με το λαθρεμπόριο οίνου είχαν γίνει τα δημοφιλέστερα θέματα συζήτησης στο Λονδίνο και μέσα στις κουβέντες που γινόντουσαν στα καπηλειά κυκλοφορούσε και το όνομά μου.
Κάτσαμε λοιπόν στην κουζίνα της οικίας Λόνγκχορν παρέα με λίγη μπύρα και του διηγήθηκα όλα τα παραπάνω. Ο φίλος μου εντυπωσιάστηκε απ’ τις περιπέτειες μου, τα ταξίδια μου, την ερωτική μου σχέση με την κυρία μου.
‘Είπες πως το μόνο που σου έμεινε τελικά απ’ αυτή την ιστορία είναι ένα γράμμα. Πως ήρθε αυτό το γράμμα στα χέρια σου;’
‘Ένα πρωινό καβάλησα ένα απ’ τ’ άλογα του στάβλου μας για να πεταχτώ μέχρι τον σιδερά που είχε το εργαστήριο του στην άλλη πλευρά της πόλης και να παραλάβω κάποιες κλειδαριές που έπρεπε να αλλάξω στο δωμάτιο της νέας γυναίκας του αφεντικού μου. Μόλις έκλεισα την πύλη και ετοιμάστηκα να ξανανέβω στο άλογο, είδα τον Χιλ. Φορούσε ένα φθαρμένο παλτό και ένα τσακισμένο καπέλο, ήταν αξύριστος και περπατούσε σα μεθυσμένος στη μέση του δρόμου. Τι λέω σαν, στουπί πρέπει να ήταν. Παρόλο που βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση με αναγνώρισε πρώτα εκείνος. Μου χαμογέλασε θλιμμένα και μου είπε ότι έπρεπε να τον πάω στην αδελφή του γιατί δεν τον έπαιρναν τα πόδια του. Προσπάθησα να τον ανεβάσω στο άλογο μα ήταν αδύνατον. Σαν να κουβαλούσα ένα σακί με εκατό κιλά πατάτες. Απ’ τη μια τον έβαζα κι απ’ την άλλη γλιστρούσε κι έπεφτε κάτω. Φαίνεται πως τα χτυπήματα στον κεφάλι τον συνέφεραν για τα καλά κι έτσι θυμήθηκε πώς και γιατί είχε βρεθεί έξω απ’ την έπαυλη του Λόνγκχορν. Έψαξε τις τσέπες του και έβγαλε ένα γράμμα. Αυτό είναι απ’ την αδελφή μου μού είπε. Με αποχαιρέτισε και ξεκίνησε να περπατάει με δυσκολία μέσα στις λάσπες που είχαν δημιουργηθεί απ’ την πρωινή βροχή.’
‘Και τι έλεγε αυτό το γράμμα; Ή μήπως τον ακολούθησες πριν το διαβάσεις;’
‘Όχι, όχι. Σκέφτηκα ότι για να μου το στείλει θα ήθελε τουλάχιστον πρώτα να το διαβάσω πριν βρεθούμε από κοντά. Στο γράμμα μου εξηγούσε ότι είχε δώσει μια μεγάλη μάχη με τον εαυτό της. Στην αρχή δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι οι ερωτικές μας συνευρέσεις της είχαν γεννήσει τρυφερά συναισθήματα απέναντι μου. Σ’ αυτό το πρώτο διάστημα οι έγνοιες εξ αιτίας της εγκατάστασής μας σε μια ξένη χώρα κατάφερναν να την ξεγελούν και να την αφήνουν να παίζει μαζί μου αυτό το παιχνίδι χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Όταν όλα μπήκαν σε μια σειρά κι η ζωή μας κυλούσε ήρεμα, κατάλαβε ότι με το να με συλλογίζεται ολοένα και περισσότερο και να αισθάνεται έντονα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας κι όχι μονάχα τα βράδια έμοιαζε πια με μια φυσιολογική κατάσταση που της προκαλούσε υπέρμετρη ευχαρίστηση. Κι έπειτα, όταν ήταν έτοιμη να μου ομολογήσει τον έρωτα της συνέβησαν τα γεγονότα με τον αδελφό της. Έζησε τον απόλυτο ξεπεσμό, επέστρεψε σε μια φτώχεια που δεν είχε καν γνωρίσει. Έμαθε ότι ξαναγύρισα στη δούλεψη του Λόνγκχορν αλλά δεν μπορούσε να μου κρατάει κακία για αυτό. Τώρα πια ζούσε σε άθλιες συνθήκες σε μια κακόφημη συνοικία του Λονδίνου. Στο γράμμα υπάρχει η διεύθυνση και μια πρόσκληση από μέρους της. Θα ήθελε πολύ να με ξαναδεί’. Λέγοντας για μια ακόμη φορά την ιστορία μου στον Ντάρκντειλ κι ακούγοντας την κι εγώ ο ίδιος, συνειδητοποίησα πως όλη η στεναχώρια μου πήγαζε από την άρνησή μου να την ξαναδώ κι όχι εν τέλει από μια σχέση που έμεινε στη μέση. Ο φίλος μου κοίταξε για αρκετή ώρα τον πάτο του ποτηριού σαν να περίμενε κάτι να ξεπηδήσει από κει μέσα και μετά μου έκανε νόημα να το ξαναγεμίσω.
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και αφού έδιωξε τον αφρό που είχε ασπρίσει το πάνω του χείλος μου είπε:
 ‘Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος*. Αν ήθελες πραγματικά αυτή τη γυναίκα δίπλα σου, δεν θα υπολόγιζες τίποτα, θα έκανες τα πάντα για να την κάνεις δική σου. Ερωτεύτηκες τις στιγμές και μονάχα αυτές και τις άφησες πίσω σου. Ο πρόλογος τελείωσε. Ξεκίνα τώρα την ιστορία. Στην υγειά μας!’
(* Σέξπιρ)
Τέλος





Σχόλια