Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος, Μέρος 1ο - διήγημα


17 Οκτωβρίου 1867. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του καπετάνιου του οποίου το ροχαλητό μοιάζει να πηγαινοέρχεται μέσα στ' αυτιά μου, σε λίγες ώρες θα έχουμε καταιγίδα. Έχω σκεπαστεί μέχρι πάνω με την κουβέρτα και κοιτάζω απ' το φινιστρίνι τη θάλασσα που φαίνεται σαν να με κοροϊδεύει. Τίποτα δεν κινείται. Το φεγγάρι που έχει αρκετές μέρες ακόμα για να συμπληρώσει την περίμετρό του ρίχνει λίγο φως στο νερό που μοιάζει με λίμνη και όχι με τον Ατλαντικό ωκεανό.
Το ότι κατάφερα να αποσπάσω μερικές κουβέντες απ' τον αρχηγό του σκάφους ήταν από μόνο του σημαντικό κατόρθωμα μια και ο ίδιος εκτός απ' το να δίνει διαταγές στους δύσμοιρους ναύτες του, συνομιλεί μονάχα με έναν εντυπωσιακά όμορφο παπαγάλο. Εκείνος του απευθύνεται στ' αγγλικά και το πουλί κρώζει σε μια γλώσσα που θυμίζει γερμανικά. Αν κάτσεις όμως και τους παρατηρήσεις, εκεί, δίπλα στην ξύλινη τιμονιέρα με το μπρούτζινο στεφάνι παίρνεις όρκο ότι όχι μόνο κατανοεί ο ένας τον άλλο αλλά κι ότι πολύ πιθανό να έχουν κάποια συγγένεια. Η μύτη του ενός είναι παρατηρώντας την απ' το πλάι, ίδια με το ράμφος του άλλου. Και για τί μιλάνε; Ο καπετάνιος αφηγείται στον παπαγάλο πως πήγε η μέρα του και εκείνος παρεμβάλλεται όπως θα το έκανε οποιοσδήποτε όμοιος μας με σχόλια που κατά πάσα πιθανότητα χωρίς να ξέρω γερμανικά σημαίνουν: 'α, ναι;', 'τι λες βρε παιδί μου', 'και πολύ καλά έκανες', καιρός να αλλάξεις πορεία'.
Το λίκνισμα του πλοίου δεν είναι τέτοιο που να δικαιολογεί απώλεια των λογικών μου. Αλκοόλ δεν βάζω στο στόμα ποτέ όταν ταξιδεύω. Εξάλλου τις παρατηρήσεις μου μπορεί να τις επαναλάβει ακόμα πιο πειστικά κι ένα λαμπρό γυναικείο μυαλό. Αυτό της κυρίας Λόνγκχορν, η οποία δυστυχώς βρίσκεται στο βάθος του διαδρόμου, σε μια καμπίνα μια ανάσα πριν την πρύμνη. Και λέω ότι μπορεί να το κάνει αφού βρίσκεται συνέχεια δίπλα μου απ' την αρχή του ταξιδιού όχι όμως για λόγους που ίσως να σπεύσατε να βάλετε με το νου σας. Η κυρία Λόνγκχορν είναι το αφεντικό μου κι εγώ ο υπηρέτης της. Ή καλύτερα ο γιός του μπάτλερ. Καλύτερα για μένα. Το 'υπηρέτης' δεν υπηρετεί τις συχνές ονειροπολήσεις μου. Αλλά ας πούμε ότι κατάφερα να αφήσω για λίγο το γεγονός της καταιγίδας δίχως αυτό να έχει ήδη συμβεί, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να μην πρέπει να το χαρακτηρίσω ως τέτοιο, και να ρίξω λίγο φως σε εκείνες τις γωνίες της μνήμης που τόσο με ευχαριστούν αλλά και συνάμα παιδεύουν τα τελευταία χρόνια που έχω ανακαλύψει ότι το – ο Θεός να το κάνει - ασθενές φύλο με έλκει τόσο μα τόσο πολύ.
Η ιστορία δεν είναι δα καμία μεγάλη ή σπουδαία, συνοψίζεται όμως στο αληθινό ενδιαφέρον που επέδειξε σε μένα μια γυναίκα είκοσι χρόνια μεγαλύτερη. Σε μένα που μέχρι τότε δεν ήξερα τι σημαίνει έρωτας. Αλλά και σε κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: στην αιτία αυτού του ενδιαφέροντος. Διότι πάντα υπάρχει μια τουλάχιστον απ' τη δική μας οπτική γωνία κι άλλες τόσες απ' αυτές των άλλων που βρίσκονται γύρω μας. Θα ήταν σε θέση να μπει σε μια παρόμοια διαδικασία αν ο σύζυγός της δεν επιδείκνυε μια συμπεριφορά που κάθε άλλο παρά λογική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε ένα ζήτημα μείζονος σημασίας για την ίδια; Πραγματικά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Μου είναι βολικό να σκέφτομαι ότι μπορεί και να το έκανε. Με κολακεύει ακόμα περισσότερο και το αφήνω στην επιφάνεια των σκέψεών μου για να με διασκεδάζει όταν προσπαθώ να διώξω τη σκιά μιας δυσοίωνης εξέλιξης. Αυτής που κάθε υπηρέτης ή κάθε κατώτερος κοινωνικά άντρας, ευρισκόμενος στην ίδια θέση θα έχει πάντα κατά νου. Γιατί ιστορικά μονάχα να το εξετάσει κανείς θα βρεθεί χαμένος. Σημειωτέον ότι ιστορία δεν γνωρίζω, έχει μελετήσει όμως πάρα πολύ ένας φίλος, αυτός που διάλεξα τότε να του εκμυστηρευτώ την δική μου περιπέτεια. Αλίμονο αν δεν την μάθαινε και κάποιος, θα έσκαγα! Αυτός λοιπόν μου έβαλε και τα δυο μου πόδια εκεί που ανήκαν, στο έδαφος δηλαδή αν και κάτι τέτοιο είχε αναπάντεχα ήδη συμβεί.
Ο κύριος Λόνγκχορν με προσφωνεί ως ο γιός του μπάτλερ και με κλείνει μ’ αυτόν τον τρόπο σε όλες τις πτώσεις. Στη δε κλητική προσθέτει πολλές φορές και ένα ‘ω’: ‘ω γιέ του μπάτλερ φέρε μου την κούπα με το τσάι που άφησα πάνω στο τζάκι δίπλα από την πανοπλία του προγόνου μου’. Ο κύριος Λόνγκχορν απεχθάνεται να φοράει περουκίνι και για να τιμωρήσει τον εαυτό του που παρόλα αυτά το κάνει, το αφήνει άπλυτο ακόμα και για μήνες, να κιτρινίζει στις άκρες του και να ζέχνει απ’ την πολλή πούδρα. Είναι απορίας άξιο πως ένας άντρας με το δικό του παρουσιαστικό έχει τόσο μεγάλη επιτυχία όπως λένε με τις γυναίκες και ακόμα μεγαλύτερη με τη δική του.
Ο κύριος Λόνγκχορν είναι ένας επιφανής δικηγόρος που ταλαντεύεται κατά βούληση μεταξύ των κριμάτων της υψηλής κοινωνίας και των εγκλημάτων των φτωχών. Ιδιαίτερα δε όταν συνδυάζονται τα μεν με τα δε δεν χάνει ευκαιρία να παρέχει πολλές φορές αμοισθί τις υπηρεσίες του. Μπροστά στην ίντριγκα, σε ένα μυστήριο, μια δολοφονία με ταξικές προεκτάσεις το χρήμα δείχνει να μην παίζει κανένα ρόλο γι αυτόν. Αλλά ούτως ή άλλως κάτι τέτοιο μάλλον συμβαίνει. Οι γονείς του τού άφησαν μια τεράστια περιουσία που θα αρκούσε και για τα εγγόνια του ακόμα.
Υπάρχει μια ένταση στη σχέση του με τη γυναίκα του. Ίσως να την προκαλεί η διαφορά ηλικίας – δεκαεπτά χρόνια δεν είναι και λίγα – που με τη σειρά της προκαλεί την ανασφάλεια, θα έσπευδε να πει κανείς απ’ την πλευρά του άντρα. Αλλά η κυρία Λόνγκχορν πιστεύει ότι ο άντρας της αδιαφορεί για τον γάμο τους. Θεωρεί ότι την παντρεύτηκε για να συμπληρώσει την εικόνα του πετυχημένου, εύπορου αλλά και δίκαιου ευγενή που οι περισσότεροι θα ήθελαν να έχουν γνωρίσει. Η δική της ομορφιά περνάει σε δεύτερη μοίρα, δεν αντιλαμβάνεται την αναστάτωση που προκαλεί όταν εμφανίζεται δημοσίως παρά ασχολείται σε κάθε περίπτωση με την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του άντρα της απέναντι στις συνεχείς προκλήσεις των κυριών που τον περιβάλλουν.
Ένα απόγευμα λοιπόν, πριν λίγο καιρό, μου χτύπησε την πόρτα την ώρα που ετοιμαζόμουν να βάλω λίγο καπνό και να απολαύσω το δρύινο μου τσιμπούκι. Αυτό συνέβαινε συνήθως αμέσως μετά το σερβίρισμα του δείπνου. Μάζευα τα πιάτα με την  Μαίρη, την υπηρέτρια του οίκου Λόνγκχορν και ενόσω ο πατέρας μου συνομιλούσε με το αφεντικό του – έκανε κοινώς τον ηλίθιο λέγοντας του ναι και όχι έτσι ώστε να μην υπάρχει αντίλογος - ξέκλεβα λίγο χρόνο, αυτές τις ελάχιστες στιγμές που οφείλω στον εαυτό μου για να βρεθώ μόνος μου, στην πίσω μεριά του κήπου και να φυσήξω τουλούπες καπνού στο ημίφως του δειλινού. Το τσιμπούκι ήταν του πατέρα μου. Δεν ξέρω αν το είχε ήδη ανακαλύψει και είχαμε δίχως να το έχω αντιληφθεί συνάψει μια συμφωνία χρήσης. Πέντε λεπτά εγώ, σαράντα εκείνος – υπολογίζοντας διαλείμματα χωρίς διλήμματα σε είκοσι ώρες αγρύπνιας. Για τόσο απλό τον είχα τον πατέρα μου.
Η κυρία Λόνγκχορν μου ζήτησε συγνώμη με ένα τρόπο που θα μπορούσε να υποδηλώνει το αντίθετο και μου έγνεψε να την ακολουθήσω μέχρι τους στάβλους. ‘Αυτό που κάνει ο άντρας μου είναι απαράδεκτο. Εκβιαστικό θα έλεγα. Αλλά δεν θα υποκύψω’.
‘Δεν θα σχολιάσω κυρία’.
‘Ναι, ναι δεν θα σχολιάσεις. Αυτό σου ’λειπε. Σε δυο βδομάδες φεύγουμε για Γαλλία. Θα ’ρθεις μαζί μου. Δεν πρόκειται να κάνω πίσω. Μονάχα αυτό κάνω, πίστεψέ με. Υποχωρώ μια ζωή’. Δεν ειπώθηκε τίποτ’ άλλο εκείνο το απόγευμα. Ένα άλογο χλιμίντρισε και προσπάθησε να στριφογυρίσει πίσω απ’ την ξύλινη πόρτα που μας χώριζε. Βγήκαμε απ’ το στάβλο βουβοί.
Το πρωί της επόμενης μέρας καθώς ετοιμάζαμε το πρωινό η Μαίρη μπήκε σιγοτραγουδώντας, κοιτάζοντας μας όλο νόημα και έπειτα, τη στιγμή που ετοιμαζόμασταν να την ρωτήσουμε τι συμβαίνει, έσπευσε να μας ενημερώσει χαμογελώντας ειρωνικά ότι η κυρία της κοιμήθηκε στον ξενώνα.
‘Κι εσύ γιατί χαίρεσαι;’ τη ρώτησε ο πατέρας μου. ‘Μήπως νομίζεις ότι θα την διώξει ο κύριος Λόνγκχορν και θα πάρει του λόγου σου;’
‘Όχι βέβαια, αλλά να … δεν έχει ξανασυμβεί και μου φαίνεται αστείο’.
‘Αστείο που έχουν προβλήματα; Το ξέρεις ότι αυτό θα επηρεάσει και μας; Σε ποιους νομίζεις θα βγάλουν τα νεύρα τους;’. ‘Και που να ’ξερες’ είπα από μέσα μου. Αλλά σαν πράγματι να το ’ξερε ο πατέρας μου έστειλε εμένα να ανεβάσω το πρωινό στο δωμάτιο των επισκεπτών. Όταν έσπρωξα την πόρτα και μπήκα μέσα η κυρία Λόνγκχορν καθόταν δίπλα στο παράθυρο, κοιτάζοντας κάπου στο δάσος που απλώνονταν πέρα απ’ τον κήπο.
‘Καλώς τον’ μου είπε εύθυμα. ‘Θα μπορούσα να κάθομαι με τις ώρες και να παρατηρώ το πηγαινέλα των πουλιών. Δες τα πως βουτάνε απ’ τον ουρανό και χάνονται μέσα στα δέντρα. Κι ύστερα από λίγο ξαναβγαίνουν για να επαναλάβουν. Άσε τον δίσκο στο γραφείο κι έλα να κάτσεις λίγο μαζί μου. Πρέπει να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Έλα, μην ντρέπεσαι’.
Όταν βρέθηκα κοντά της, μου έπιασε απότομα το χέρι και το έβαλε μέσα στα δικά της, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: ‘Το ταξίδι θα κρατήσει πολλές μέρες. Καλό θα ήταν να το διασκεδάσουμε και λιγάκι, δε νομίζεις;’.
Δεν ξέρω αν είναι σε θέση να αξιολογήσει κανείς αντικειμενικά τον εαυτό του. Αυτό που πιστεύω και που έχω ακούσει να μου λέει κι ο πατέρας μου είναι ότι είμαι αφελής, ευκολόπιστος και δειλός. Κι αυτό που περισσότερο νιώθω μέσα μου είναι ότι είμαι ανήμπορος να επιβάλλω τη δική μου γνώμη. Η αγωγή μου υπήρξε αυστηρή αλλά όπως διαπίστωσα με τη βοήθεια του φίλου μου που μελετούσε ιστορία, του Ντάρκντειλ, από συζητήσεις που κάναμε, ήταν επίσης απλοϊκή. Ο πατέρας μου έβλεπε την άσκηση εξουσίας των πλούσιων γαιοκτημόνων και των αριστοκρατών σαν αυταπόδεικτο στοιχείο της κοινωνικής μας θέσης. Το να σκύβει το κεφάλι με κάθε ευκαιρία ήταν κάτι που όφειλε να μεταδώσει στον γιό του. Τα λόγια της κυρίας Λόνγκχορν κι ο τρόπος που μου έπιασε τα χέρια, παρόλο που θα ’πρεπε να με ενθαρρύνουν για αυτό που ενδεχομένως θα ακολουθούσε δεν κατάφεραν να κάμψουν τις αναστολές που είχα απέναντι στη γυναίκα του αφεντικού μου.
‘Έχω την εντύπωση ότι δεν θα ’πρεπε να με χρησιμοποιήσετε για να εκδικηθείτε τον άντρα σας’ της είπα.  ‘Μην ξεχνάτε ότι έτσι μπορεί να χάσω τη θέση μου. Κι εγώ, αλλά και ο πατέρας μου.’
‘Το ίδιο μπορεί να συμβεί κι αν δεν το κάνω όμως. Έχω τσακωθεί με τον άντρα μου αλλά η κατάσταση ανατρέπεται εύκολα. Και μόλις αυτό γίνει θα μπορούσα να τον πείσω να πάρετε πόδι όλοι από δω μέσα. Γι αυτό μην το βλέπεις μόνο απ’ τη δική του την πλευρά και προ πάντων, μην ανησυχείς. Ότι κι αν συμβεί θα μείνει μεταξύ μας. Εκτός κι αν στ’ αλήθεια δεν σου αρέσω’. Το ίδιο χρονικό διάστημα που ήταν πρόθυμη να διαθέσει εκείνη για την ενατένιση των πουλιών θα το διέθετα χωρίς δεύτερη σκέψη κι εγώ για να κοιτάζω τα μάτια της. Δεν απάντησα στην πρόκληση της. Μου αρκούσε η πρόσκληση που ακόμα κι εκείνη τη στιγμή φάνταζε εξωπραγματική. Τι είχε όμως πραγματικά συμβεί με τον σύζυγό της;
Υπήρχε ένας αδελφός, ο μόνος εν ζωή συγγενής της κυρίας μου που απ’ την αρχή του έγγαμου βίου τους μας επισκεπτόταν ανελλιπώς κάθε Παρασκευή. Στην αρχή νόμισα ότι ερχόταν για να ζητήσει λεφτά. Αλλά δεν έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κλεινόντουσαν με τις ώρες στη βιβλιοθήκη με την αδελφή του και αργά το βράδυ ανέβαινε στο μόνιππο του και επέστρεφε μονάχος μέσα από ομίχλες, βροχή ή και χιόνι στην οικία του. Αυτά συνέβαιναν κάθε φθινόπωρο και διακόπτονταν απότομα μόλις έμπαινε το καλοκαίρι. Εκείνη την περίοδο ο Χιλ περνούσε στην άλλη μεριά της Μάγχης δίχως κανείς να γνωρίζει τι μπορεί να υπήρχε εκεί που να τον υποχρεώνει να παραμένει ένα τόσο μεγάλο διάστημα. Μέρες πριν αναχωρήσει, παρουσίαζε μια δυσθυμία, μια κακοκεφιά που ένοιωθα να διαποτίζει και μένα που πραγματικά καρφί δε μου καιγόταν για το τι θα έκανε κατά τη διάρκεια του θέρους. Στ’ αλήθεια αναρωτιόμασταν για ποιό λόγο ήθελε να πάει στη Γαλλία αφού η προοπτική του προκαλούσε τέτοια ταραχή. Ήταν δε τόσο πειστικός που δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου ότι αυτή η υπερβολή έκρυβε από πίσω της μια διαφορετική αλήθεια. Ναι, το είχε αυτό ο Χιλ. Σε τύλιγε με τις λέξεις, σε ζάλιζε με τις χειρονομίες και παρόλο το αυτάρεσκο ύφος του και τον υπερφίαλο χαρακτήρα του σε έκανε εν τέλει ό,τι ήθελε. Με τη διαφορά ότι ο κύριος Λόνγκχορν, όντας δικηγόρος, δεν έδειχνε να μασάει την τροφή που τρώγαμε όλοι οι υπόλοιποι.
Μια μέρα, καθώς περνούσα έξω απ’ το γραφείο του Λόνγκχορν, άκουσα φωνές και αν και δεν είχα την πρόθεση γιατί η ανατροφή μου δεν θα μου το επέτρεπε, σταμάτησα μπροστά στην δίφυλλη πόρτα, αρκετά κοντά είναι η αλήθεια και έστησα αυτί. Ήξερα ότι ο Χιλ ήταν στο σπίτι κι ότι η κυρία μου έλλειπε στην αγορά με την υπηρέτρια. Ο διάλογος θα μπορούσε να ήταν κάπως έτσι:
‘Νομίζω ότι δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μπλέκεσαι στα προσωπικά μας ζητήματα. Η αδελφή σου είναι ένα εξαιρετικά ανεκτικό άτομο …’
‘Ανεκτικό; Ας γελάσω. Περίμενα ότι θα την γνώριζες καλύτερα. Η αδελφή μου δεν φημίζεται για την υπομονή της. Ειδικά με τους ανθρώπους. Με τα ζώα ευτυχώς δεν είχε ποτέ πάρε δώσε. Αν και λάτρης της ιππασίας θα πρέπει να έχεις παρατηρήσει ότι βαστάει τα γκέμια σαν να θέλει να το πνίξει το καημένο το άλογο. Και κείνο το καμτσίκι το ’χει μαδήσει πάνω στη ράχη του. Εντύπωση μου κάνει που δεν την έχει πετάξει κάτω ακόμα. Α, σ’ αυτό της βγάζω το καπέλο. Του επιβάλλεται’.
‘Δεν μ’ άφησες να τελειώσω αλλά παρόλα αυτά εγώ σε άκουσα. Αυτό που εννοούσα ήταν ότι η αδελφή σου είναι πολύ ανεκτική με σένα τον ίδιο’.
‘Και με σένα βέβαια’.
‘Εμένα είναι η σύζυγός μου, Χιλ. Το ξέχασες; Αν και μάλλον αυτό ακριβώς συμβαίνει όποτε έρχεσαι εδώ πέρα και κρύβεστε εκεί μέσα. Νομίζεις ότι δεν ξέρω τι λέτε;’
‘Ναι, δυστυχώς δεν ξέρεις. Για σένα τα βιβλία περιέχουν μόνο νόμους, δίκες, συμβουλές. Για μας που είμαστε πιο ευαίσθητοι υπάρχει η μαγεία της λογοτεχνίας. Για βιβλία μιλάμε’.
‘Αχ, με έκανες να γελάσω. Πολύ χαριτωμένο αυτό. Θες να μου πεις ότι η γυναίκα μου σε έχει πείσει ότι της αρέσει να κάθεται με τις ώρες και να κουράζει τα ωραία της μάτια με ιστορίες για αγρίους;’
‘Τώρα τι να σχολιάσω πάνω σ’ αυτό;’
‘Μην φεύγεις απ’ το θέμα. Έχεις αυτή την ικανότητα να ξεγελάς και εμένα ακόμα που η πονηριά έχει ποτίσει τις σάρκες μου’. Υπήρξε μια μικρή παύση που με έκανε να φαντάζομαι τον κύριο Λόνγκχορν να πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής το πρόσωπο του Χιλ.
‘Το αν συζητάτε για τη λογοτεχνία ή όχι’ είπε θυμωμένα ‘δεν μ’ απασχολεί ούτε στο ελάχιστο. Ίσως και να το κάνετε, ίσως η γυναίκα μου να έχει βρει καινούρια ενδιαφέροντα. Γι αυτό όμως που σίγουρα κουτσομπολεύετε είναι η συζυγική μας ζωή. Έχεις καταλάβει όμως ποιος φταίει για αυτή μας την κατάντια;’.
Εκείνη τη στιγμή είδα τον πατέρα μου να μπαίνει απ’ την κεντρική είσοδο και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σημείο στο οποίο βρισκόμουν. Όταν πάλι κατάφερα να επιστρέψω, είχε περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Βρήκα τις πόρτες διάπλατα ανοικτές και τον κύριο Λόνγκχορν με γυρισμένη την πλάτη προς τον τοίχο να εξετάζει διεξοδικά ένα εξάντα που συνήθως τοποθετούσε πάνω στο γραφείο του. Τότε, σαν κάποιος να τον σκούντηξε ή σαν να ’νοιωσε μια ριπή ανέμου στ’ αυτί του γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε:
‘Αυτός ο Χιλ είναι τόσο άγαρμπος. Μα τόσο άγαρμπος. Σηκώθηκε να φύγει και πέταξε τον εξάντα στο πάτωμα. Ολόκληρο γραφείο μπροστά του δεν το είδε; Ευτυχώς που δεν έσπασαν τα κάτοπτρα’.
‘Ναι’ είπα γελώντας από μέσα μου ‘γιατί την επόμενη φορά που θα βγείτε με το πλοίο για βόλτα δεν θα μπορείτε να προσανατολιστείτε’.
Πέρασε κάμποσος καιρός από κείνη τη μέρα, όταν με κάλεσε η κυρία Λόνγκχορν στο δωμάτιο της. Ήταν Σάββατο μεσημέρι και την Δευτέρα, μόλις θα χάραζε θα φεύγαμε με την άμαξα για το Ντόβερ. Υπέθεσα, γιατί οτιδήποτε άλλο θα μου φαινόταν αδύνατο, παράτολμο, άσκοπο, ότι ήθελε να συζητήσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες για το ταξίδι. Και τα πρώτα της λόγια είχαν όντως να κάνουν μ’ αυτό. Μετά από λίγο όμως βάλθηκε να μου εξιστορεί πως προέκυψε η κρίση με το σύζυγό της.
Απ’ την αρχή της γνωριμίας του κυρίου Λόνγκχορν με τον Χιλ υπήρξε μια έντονη δυσαρέσκεια απ’ την πλευρά του συζύγου της με την δική της στάση σε ότι αφορούσε τον αδελφό της. Διέκρινε μια παθολογική αδυναμία που άγγιζε τα όρια του παράλογου μια και η γυναίκα του πάθαινε κρίσεις πανικού κάθε φορά που ο Χιλ απουσίαζε την περίοδο του καλοκαιριού. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που ερχόταν γιατρός στο σπίτι για να της χορηγήσει ηρεμιστική ένεση. Ο Λόνγκχορν προσπαθούσε να μάθει αν υπάρχει κάποιο φοβερό μυστικό πίσω από αυτή την αρρωστημένη σχέση αλλά από τα λεγόμενα της γυναίκας του δεν έβγαζε άκρη. Έφτασε στο σημείο να προσλάβει έναν ιδιωτικό αστυνομικό για να την παρακολουθήσει χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εκείνη σαν να το είχε ήδη καταλάβει περιόρισε τις μετακινήσεις στο ελάχιστο, περνώντας τον περισσότερο χρόνο στο σπίτι τους. Μην μπορώντας τελικά να βρει λύση για αυτήν της την συμπεριφορά, ο Λόνγκχορν έγινε ερειστικός, τον πρώτο καιρό βίαιος στις ερωτικές τους συνευρέσεις και έπειτα άρχισε να αποφεύγει συστηματικά τη συζυγική κλίνη δηλώνοντας της ότι αν επιθυμούσε να επιστρέψει η ομαλότητα στη σχέση τους θα έπρεπε να αλλάξει τη στάση της απέναντι στον αδελφό της και να του απαγορέψει να έρχεται τόσο συχνά στο σπίτι τους. Μια φορά κάθε μήνα αρκούσε.
Ως συνήθως υπήρχε μια λεπτομέρεια που μου διέφευγε. Όταν τοποθετείς στο μυαλό σου με τη σειρά τα γεγονότα που χαρακτηρίζουν μια κατάσταση, τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος σ’ αυτά και τις πιθανές αιτίες πέρα απ’ τις προφανείς που δεν καταφέρνουν να ρίξουν φως στα σημεία που θέλεις, είναι πολύ πιθανό να μην βλέπεις αυτό που είναι μπροστά σου. Στην μετατόπιση του κέντρου βάρους προς την σωστή κατεύθυνση συνέβαλλε το ταξίδι με την κυρία μου στη Γαλλία. Πριν απ’ την αναχώρησή μας βέβαια, οι σκέψεις μου είχαν εστιάσει σε ένα άλλο σημείο πολύ πιο ευαίσθητο για μένα αλλά και πολλά υποσχόμενο. Τα πρώτα σχόλια της κυρίας μου είχαν υπονοήσει ερωτικά παιχνίδια, δεν ήθελα να το μεταφράσω αλλιώς. Κι εδώ πάλι μου διέφευγε η ουσία αλλά το δικό μου μυαλό είναι αντρικό. Θα διαλέξει το δρόμο του δόλου αν χρειαστεί και συνήθως πολύ αργότερα. Για την ώρα περίμενα τουλάχιστον να γευτώ τα λεπτά αλλά καλοσχηματισμένα χείλη της γυναίκας που βρισκόταν είκοσι βήματα απ’ την καμπίνα μου.....



Σχόλια