Σύγχυση - διήγημα


Αναρωτιέμαι αν πρέπει να μιλήσω για πράγματα που με απασχολούν ή να συνεχίσω να ζω σ’ αυτή την τρύπα για όσο με πάει ο εαυτός μου. Να ανεβαίνω κάθε πρωί δύο ορόφους με τις σκάλες και να πηδάω την γυναίκα του γείτονα. Θα παίρνω και το φαγητό μου και καμιά κάλτσα απ’ τον άντρα της που δεν τον απασχολεί σχεδόν τίποτα απ’ αυτόν τον γάμο. Είναι τα τυχερά που λένε.
Αυτό που θα θελα να ξέρω πραγματικά, και που δεν έχω καταφέρει να μάθω απ’ την Κάτια είναι αν κι ο ίδιος ξενοπηδάει. Μια λέξη αυτή η τελευταία που ενδεχομένως να μην μπορώ να χρησιμοποιήσω εγώ. Αφού πια θεωρώ τον εαυτό μου του σπιτιού. Ακόμα και να φάω μαζί τους θα μπορούσα. Ο τύπος θα το πρόσεχε μεν, αλλά πέρα θα έβρεχε δε.
Στο υπόγειο όπου έχω εγκατασταθεί εδώ και μερικούς μήνες, υπάρχει μια παλιά οικοσκευή, χαρτοκιβώτια με τιμολόγια κι αποδείξεις από μια παλιότερη επιχείρηση του συζύγου και καμιά ντουζίνα παγίδες. Ποντικών και κατσαρίδων. Άκρως αποτελεσματικές και οι δώδεκα αφού συχνά πυκνά μαζεύω και ζώα και έντομα. Υπάρχει τελικά κάτι πολύ βρόμικο στον έρωτα. Η Κάτια εξιτάρεται απ’ τη μυρωδιά που φέρνω από κάτω. Μερικές φορές μάλιστα κατεβαίνει εκείνη. Δε σας κρύβω ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις τριβελίζει το μυαλό μου η ιδέα να την κλειδώσω εδώ κάτω και να ανέβω στο άνετο διαμέρισμα της να μείνω εγώ με τον άντρα της. Με έχει κουράσει η διαμονή στο υπόγειο. Συνέχεια πρέπει να ‘χει κανείς τα φώτα αναμμένα, να σκοντάφτει η ματιά του σε τέσσερα ντουβάρια νοτισμένα απ’ την υγρασία και να ακούει άλλοτε συχνά κι άλλοτε πολύ αραιά τους μηχανικούς θορύβους του ανελκυστήρα.
Δεν μένω όλη την ώρα μέσα. Έχω χωρίσει την ημέρα σε τρία μέρη: το πρωινό πήδημα και η αναμονή όπως τώρα απ’ την ώρα που ξυπνάω μέχρι αυτό να γίνει, δηλαδή κάπου στις δώδεκα το μεσημέρι όταν η Κάτια θα ‘χει γυρίσει απ’ τις εξωτερικές της περιπλανήσεις, η μεσημεριανή μου έξοδος και η βόλτα στην παραλία με συνοδεία ροφήματος ή αναψυκτικού και η απογευματινή βαρεμάρα που περιλαμβάνει τηλεόραση και αναμονή και πάλι μέχρι την μικρής διάρκειας συνάντηση στο πάρκο κατά τις εννιά το βράδυ. Η ώρα που αφήνει το σκύλο λυτό να ξεσαλώσει και μεις χαμουρευόμαστε μέσα στις σκιές.
Υπάρχει πάντα μια ζωή και για ανθρώπους σαν και μένα. Άχρηστους ουσιαστικά για την κοινωνία όπως με έχει χαρακτηρίσει ο ετεροθαλής αδελφός μου, οι οποίοι κολλάμε σαν παράσιτα στις ζωές των άλλων και επιβιώνουμε μέσα απ’ αυτούς. Περίπου έτσι ίσως να ζούσε κι ο πατέρας μου απ’ όσα μου έλεγε η μητέρα μου και έπειτα όταν με εγκατέλειψε κι αυτή, η θεία μου. Παρίας, νομάδας, πάντα θηλυκωμένος σε μια ομάδα περιπλανώμενων. Ναι, εκείνος δεν είχε καταφέρει να παρεισφρήσει σε πιο μοντέρνα μοντέλα κοινωνιών. Απ’ ότι φαίνεται εγώ το πήγα λίγο παραπέρα το πράγμα. Εκσυγχρονίστηκε η προσκόλληση, απέκτησε σταθερά υλικά για στέγη και καλοβαλμένους ανθρώπους για συναναστροφές.
‘Πως γίνεται να ’σαι τόσο γοητευτικός και συνάμα τόσο αγροίκος; Αυτό με συναρπάζει’. Λόγια της Κάτιας. Προσωρινά όπλα δικά μου. Απ’ αυτή μου την εικόνα τρώω και συνουσιάζομαι. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είμαι και τυχερός, κάποιος σε χειρότερη προφανώς μοίρα από μένα.
Από τις σκέψεις που περνάνε πιο συχνά απ’ το μυαλό μου, μια είναι τώρα τελευταία που δε λέει να ξεκολλήσει. Ο άλλος. Να μάθω περισσότερα, να τον δω από κοντά, ακόμα και να τον γνωρίσω. Αν και το τελευταίο θα έπρεπε να γίνει κάτω από διαφορετικές συνθήκες, αλλιώς τι θα του έλεγα; Ή να τον περίμενα αφού είχα γαμηθεί με την Κάτια, αρνούμενος να αποχωρήσω, κάτω από τις εξαγριωμένες φωνές της; Που λίγο θα διέφεραν από αυτές που έβγαζε όταν το κάναμε. Υπερβολικές βέβαια, σχεδόν σίγουρος γι αυτό, υπερβολικές.
Ο άλλος λοιπόν, είναι πίσω απ’ τα μάτια μου φτιαγμένος όπως ο αδελφός μου. Ξανθό μαλλί, κοντό, ξυρισμένο στο πλάι, πράσινα μάτια με έντονα φρύδια που σμίγουν φτιάχνοντας μια ενιαία σχεδόν γραμμή πάνω απ’ τη μύτη, έντονα χείλη σε ένα πρόσωπο στρογγυλό σαν φεγγάρι. Τα χρώματα είναι σίγουρα ίδια με τον άλλο, γιατί τουλάχιστον έτσι μου έχει πει η Κάτια. Εξ ού κι ο συνειρμός. Πάντα ντυμένος με κουστούμι και γραβάτα. Δουλεύει σε μια εταιρία από αυτές που χάνεται σε κάποια άλλη χώρα, χωρίς ένα αφεντικό, γεμάτη προσποιητή καλοσύνη προς τους καταναλωτές κι ολοκληρωτική αφοσίωση στους μετόχους της. Η ζωή του αδελφού μου κυλάει ίδια κι απαράλλαχτη μέχρι να συναντήσει το επόμενο δράμα. Μια σοβαρή αρρώστια συγγενικού προσώπου δικού μας ή της γυναίκας του, ένας θάνατος φίλου, μια οικογενειακή τραγωδία. Τότε κοιτάζει για λίγο τον καθρέφτη, θυμάται ότι υπάρχουν κι άλλοι τριγύρω του που ζουν και αναπνέουν και έπειτα ξαναβυθίζεται στην νωθρότητα και την απάθεια του μικρόκοσμού του.
Γιατί νομίζω εγώ ότι είμαι καλύτερος; Μα είναι απλό, δεν μπορώ να με κρίνω αντικειμενικά. Κι αυτό πιστεύω ότι συμβαίνει σε όλους μας γι αυτό και μας ξεφεύγει πολλές φορές η ουσία. Ποιοί πραγματικά είμαστε για τους άλλους. Ο κόσμος μας δεν είναι ίδιος με τον δικό τους. Είναι σαν να ζούμε σε δύο. Η συμπεριφορά μας πρέπει να ακροβατεί ανάμεσα στον ένα και τον άλλο. Αυτές οι σκέψεις και άλλες βαθύτερες, πιο σκοτεινές με ωθούν λοιπόν στο να προτιμώ την ελαφρότητα τουλάχιστον έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι, από την ένταξη μου σε ένα πιο κανονικό σύστημα. Όπου κανονικό βάλτε κανόνες. Και να παλεύω από κει μέσα όπως θα όφειλα. Ίσως και να είμαι δειλός τελικά.
Επιτέλους το ρολόι έδειξε δώδεκα και θα αφήσω την μικρή μου φυλακή για λίγο σεξ σε εκατόν είκοσι τετραγωνικά. Η διαδικασία έχει ως εξής και δεν πρόκειται για πορνογράφημα αλλά για καλό και για κακό απομακρύνετε τα μικρά παιδιά: Ανεβαίνω στο ισόγειο, ανοίγω την εξώπορτα δίχως να προσέχω μη με δει κανείς. Αυτό το στάδιο το ξεπέρασα μετά τον πρώτο μήνα. Εναποθέτω τον δείκτη στο κουδούνι που γράφει Κρέμος (κι όχι κρέμα) και τον βυθίζω για 0,600 χιλιοστά του δευτερολέπτου. Επαναλαμβάνω μετά από ακριβώς ένα δευτερόλεπτο – συμβουλεύομαι το ρολόι χειρός μου, οικογενειακό κειμήλιο που ακόμα δεν ξέρω πως βρέθηκε στον καρπό μου.
‘Ποιος;’ Η γλυκιά και λίγο βραχνή φωνή της Καίτης φτάνει κάπως μουντή στο ηχείο του θηροτηλέφωνου.
‘Εγώ’ απαντάω και ξαναμπαίνω στην πολυκατοικία. Κάπου εδώ θα έπρεπε να είχα στύση αλλά όταν κάτι γίνεται ρουτίνα χωρίς αγάπη δε λειτουργεί όπως στην αρχή. Τουλάχιστον για μένα.
Το σπίτι είναι ένα λιτά διακοσμημένο διαμέρισμα με ένα πολύ μεγάλο σαλόνι, μια κουζίνα με πάσο, δύο στριμωγμένα υπνοδωμάτια και ένα μεγάλο μπάνιο. Θα έλεγα ότι το καλύτερο σημείο του είναι η βεράντα που βλέπει ένα κομμάτι απ’ το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, εκεί που ποτέ βέβαια δεν καθόμαστε μην τυχόν και μας δουν. Η Κάτια με υποδέχεται με τα απολύτως απαραίτητα και ευκόλως αφαιρούμενα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι συνευρέσεις μας θυμίζουν επαγγελματικά ερωτικά ραντεβού. Έχει τύχει να ανταλλάξουμε μονάχα έξι λέξεις πριν– ‘τι κάνεις;’ ‘καλά’ ‘πάμε μέσα;’ ‘πάμε’ και τέσσερις μετά ενώ παρεμβάλλονται μουγκρητά και φωνές που παραπέμπουν σε κακοπαιγμένες πορνοταινίες – ‘τα λέμε το βράδυ’. Κατά τ’ άλλα δεν βγαίνουμε στο μπαλκόνι να μην μας δουν οι γείτονες. Το τι ακούνε είναι μια άλλη ιστορία. Σήμερα όμως φαίνεται πως υπάρχει όρεξη για κουβέντα:
‘Έφυγε;’ τη ρώτησα.
‘Όχι, τον κράτησα στην ντουλάπα να μας πάρει μάτι’.
‘Χαχαχα, καλόοο! Σου ‘χω πει ότι θέλω να τον γνωρίσω’.
‘Κι εγώ σου χω πει ότι το ‘χεις χαμένο μωρό μου’.
‘Όχι περισσότερο από σένα που έχεις οικόσιτο εραστή’.
‘Οικόσιτο; Έχεις πλάκα σήμερα. Θα γέλαγε κι εκείνος’. Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό μου κι άρχισε να με φιλάει.
‘Έχει χιούμορ ε;’ της είπα.
‘Νομίζω ότι έτσι όπως το έθεσες θα γέλαγε ο καθένας. Δεν πάμε μέσα;’.
‘Όχι πριν μου μιλήσεις επιτέλους γι αυτόν τον άνθρωπο’.
‘Έχεις κολλήσει, το ξέρεις;’ μου πέταξε και έτρεξε μέχρι την κρεβατοκάμαρα γλιστρώντας το τελευταίο μέτρο με τα καλτσάκια της πάνω στο ξύλινο δάπεδο, κάτι που συνήθιζε να κάνει σχεδόν κάθε φορά που βρισκόμασταν.
Υπάρχει πάντα η πρώτη φορά για μια διαδικασία που έχουμε επαναλάβει επιτυχώς τόσες και τόσες. Η πρώτη φορά που θα αποτύχουμε και θα μας κάνει να την σκεφτόμαστε τις επόμενες για να μην μας ξανασυμβεί ή μπορεί και να ακυρώσει εν τέλει την διαδικασία την ίδια. Έτσι και η Κάτια έχασε την ισορροπία της και τσάκισε το αριστερό της γόνατο στην κάσα της εισόδου του δωματίου. Οι φωνές της δεν έμοιαζαν με οτιδήποτε είχα ακούσει να βγαίνει απ’ το στόμα της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κάποιο κόκκαλο ελευθερώθηκε απ’ το σύμπλεγμα που το κρατούσε για τριάντα και πλέον χρόνια κάτω απ’ τη σάρκα της και βρέθηκε να κοιτάει αυτό εμένα και εγώ αυτό σε ένα λιβάδι κόκκινο. Η φράση που ταιριάζει εδώ είναι: ‘Θα κάνεις κάτι επιτέλους ή θα κοιτάς το γόνατό μου;’
Η διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο ήταν αγωνιώδης και για τους δυο μας. Για την Καίτη ήταν προφανές, για μένα που δεν τολμούσα να εκφράσω το δικό μου σαφώς μικρότερο μαρτύριο φάνταζε χειρότερη χωρίς βέβαια να είναι. Βάζοντας την Καίτη στο αυτοκίνητό της, πιάστηκα. Η μέση μου έκανε ένα μικρό ανατριχιαστικό θόρυβο και ξεκίνησε να με πονάει αφόρητα. Παρολίγο να ζητήσω κι εγώ ένα αναπηρικό καροτσάκι όταν βρεθήκαμε δεκαέξι λεπτά αργότερα στα επείγοντα. Διπλώθηκα, ξεδιπλώθηκα προσπαθώντας να βολευτώ στην πλαστική καρέκλα εξώ απ’ το ορθοπεδικό τμήμα περιμένοντας την ετυμηγορία ενός απ’ τους πολλούς γιατρούς που μπαινόβγαιναν με ή χωρίς ασθενείς, με ή χωρίς αίματα, με ή χωρίς συγγενείς.
‘Η γυναίκα σας θα χρειαστεί εγχείρηση, άμεσα’ μου δήλωνε εμφατικά μια ψηλή γυναίκα, ελαφρώς μακιγιαρισμένη, ντυμένη στα λευκά, κουνώντας μπροστά μου ένα μάτσο χαρτιά που έπρεπε να συμπληρώσω. ‘Ξέρετε, δεν είμαι ο σύζυγος της, είμαι φίλος’.
‘Καλώς. Δεν πειράζει, συμπληρώστε τα έτσι κι αλλιώς’ μου είπε κοφτά.
‘Αφήστε το καλύτερα σε μένα’. Μια άλλη γυναίκα, εμφανίστηκε απ’ το πουθενά κι άρπαξε τα χαρτιά απ’ την σαστισμένη γιατρό. ‘Είμαι η αδελφή της’. Αυτές οι λέξεις με ανακούφισαν παρόλο που δεν μπορούσα να ξέρω εκείνη τη στιγμή αν ήταν ενήμερη για την ύπαρξη μου. Κάτω από άλλες συνθήκες θα έλεγα ότι ήταν προφανές. Ότι δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς. Αλλά μ’ όλη αυτή την αναστάτωση που μου είχε φέρει το ατύχημα, το μυαλό μου έψαχνε να κρατηθεί από λίγες στέρεες αλήθειες κι όχι από εικασίες της τελευταίας στιγμής. Εξ άλλου η κουβέντα μας δεν ξεκίνησε καν αφού εκείνη χάθηκε πίσω από δυο πόρτες που μάλωναν μπροστά σε δεκάδες ζεύγη ματιών για το ποια θα χτυπήσει πρώτη την άλλη. Αντί της αδελφής λοιπόν, δίπλα μου ήρθε και κάθισε ένας άντρας μετρίου αναστήματος, ξανθός, με κοντό κουρεμένο μαλλί. Φαινόταν αρκετά ανήσυχος κι αρκετά ο τύπος που είχα φτιάξει στο κεφάλι μου, αυτός δηλαδή που θα μπορούσε να είναι ο άντρας της Καίτης.
Γύρισε και με κοίταξε σαν να άκουσε κάποια απ’ τις σκέψεις μου. ‘Μήπως μπήκε κάποια κυρία που είχε χτυπήσει το πόδι της πριν από λίγο; Μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, ξανθιά. Όμορφη’. Τόνισε την τελευταία λέξη χαμογελώντας.
‘Την Καίτη ψάχνεις;’ τον ρώτησα.
‘Ναι, εσύ πρέπει να είσαι ο φίλος που την έφερε ε;’ Αφού εξαντλήσαμε τα πως και τα γιατί του ατυχήματος παραλείποντας από μέρους μου τις πικάντικες λεπτομέρειες ο Ντίνος, γιατί αυτό ήταν το όνομά του, με ρώτησε από πού γνώριζα την Καίτη κι όταν του απάντησα ότι είμαστε παλιοί καλοί φίλοι, μου είπε:
‘Τι ιστορία κι αυτή όμως, ε;’
‘Ποια δηλαδή;’ του έκανα εγώ.
‘Με τον άντρα της. Μερικές φορές δεν το αντέχω. Με δέχεται μονάχα βράδυ. Το πρωί φεύγω σαν τον κυνηγημένο. Δεν ξέρω γιατί επιμένει να ανέχεται μια κατάσταση σαν κι αυτή’.
‘Ε, δεν σε καταλαβαίνω’ του είπα.
‘Μα καλά δεν μπορεί να μην ξέρεις; Είχες καιρό να την δεις;’
‘Εμμ … ναι. Κάτι μήνες’.
‘Και δεν σου είπε;’.
‘Θα … θα μου έλεγε σήμερα, γι αυτό και πήγα απ’ το σπίτι’. Η περιέργεια μου είχε φουντώσει.
‘Ο άντρας της εδώ και καιρό ζει στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Πιστεύει ότι είναι ο εραστής της. Την βλέπει κάποιες ώρες και μετά κλείνεται και πάλι στην πρώην αποθήκη τους. Έχασε τα μυαλά του ύστερα από ένα τρομερό τροχαίο που είχε πριν τρεις μήνες. Οι γιατροί λένε ότι δεν υπάρχει επιστροφή αλλά η Καίτη αρνείται να το δεχτεί. Κι εγώ …’. Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τρέχω. Κόντεψα να πέσω πάνω σε έναν ασθενή που δοκίμαζε να περπατήσει για πρώτη φορά με δεκανίκια. Βγήκα στο προαύλιο του νοσοκομείου. Κοίταξα τον ουρανό ψάχνοντας για απαντήσεις ανάμεσα απ’ τα σύννεφα. Κάποιος με πλησίασε. Φορούσε μια στολή και έμοιαζε με αστυνομικό. ‘Ψάχνετε κάποιον;’ με ρώτησε.
Γύρισα και τον κοίταξα. ‘Μπα, όχι. Έκανα μια βόλτα κι απ’ ότι φαίνεται σήμερα πήγα λίγο πιο μακριά απ’ ότι συνήθως’. Περίεργο σκέφτηκα. Πόσο αφηρημένος πρέπει να ήμουν για να φθάσω μέχρι εδώ χωρίς να το πάρω χαμπάρι. Κι έτσι επέστρεψα στο δωμάτιο μου για να περιμένω μέχρι το βραδάκι που θα βγάζαμε τον σκύλο βόλτα στον κήπο. Ζωή κι αυτή …


(φωτογραφία: Francis Bacon self-portrait)


Σχόλια