Για μερικά κομμάτια σπανακόπιτα - Χριστούγεννα, έτος 2256 Μέρος Δεύτερο



Λίγα μέτρα πιο κάτω, σε ένα υπερσύγχρονο θερμοκήπιο – καταψύκτη, αποθήκη και ποιος ξέρει τι άλλο - που βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, ένα ρομπότ πηγαινοερχόταν στην είσοδο ελέγχοντας ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε από μέσα. Ο Θωμάς κι ο Κρεπ είχαν καταφέρει να σκαρφαλώσουν τον πέτρινο φράχτη και να κρυφτούν πίσω από ένα ενεργειακό δέντρο. Κάποιος απ’ τους υπαλλήλους, βγήκε απ’ το θερμοκήπιο σέρνοντας ένα μακρόστενο κουτί με ροδάκια που τον ξεπερνούσε σε ύψος.
‘Ρε Θωμά, αυτός έρχεται κατά δω, θα μας δει …’
‘Δεν θα μας δει. Εξάλλου, δεν έπρεπε να πάρουμε την ταυτότητα κάποιου για να μπούμε μέσα; Να η ευκαιρία. ‘
‘Θωμά, νομίζω ότι έρχεται για κατούρημα’. Ο υπάλληλος άφησε το κουτί πιο πίσω και ξεκούμπωσε το ένα και μοναδικό κουμπί του παντελονιού του.
‘Τώρα’ φώναξε ο Θωμάς και έπεσε πάνω σ’ εκείνον και το πέος του που αμολούσε ήδη με ασυνήθιστη πίεση ούρα προς πάσα κατεύθυνση. Ο Κρεπ σιχαινόταν πάρα πολύ οτιδήποτε είχε να κάνει με ανθρώπινες εκκρίσεις παρόλο που στο περιβάλλον στο οποίο ζούσε η υπαίθρια ανακούφιση ήταν καθημερινό φαινόμενο. ‘Θα ’ρθεις να βοηθήσεις;’ του φώναξε ο Θωμάς που είχε γίνει ένα νοτισμένο κουβάρι με τον υπάλληλο. Ο Κρεπ είχε μείνει ακίνητος, ανήμπορος να αντιδράσει. Οι φωνές όμως του καινούριου φίλου του τον τρόμαξαν. Φοβήθηκε ότι σε λίγο θα τους ανακάλυπταν και έτσι αποφάσισε επιτέλους να λάβει δράση ρίχνοντας το μακρόστενο κουτί στο κεφάλι του υπαλλήλου αφού πρώτα φρόντισε να προειδοποιήσει έγκαιρα τον Θωμά.
‘Κοίτα, ένας απ’ τους δυο μας θα μπει μέσα και προτείνω αυτός να είσαι εσύ. Εγώ και να δω τα φυτά δεν θα καταλάβω τι είναι’ του είπε ο Θωμάς. Ο Κρεπ ξεδίπλωσε μια μικρή ψηφιακή οθόνη που του είχε δανείσει ο μάγειρας, κρέμασε την ταυτότητα του υπαλλήλου στο λαιμό του και μπήκε αποφασιστικά μέσα στο μακρόστενο κατασκεύασμα. Το ρομπότ σάρωσε το μικροτσίπ που ήταν ενσωματωμένο σε μια πλαστική κάρτα και πριν τον αφήσει να περάσει τον ρώτησε: ‘Είσαι ηλίθιος;’ Ο Κρεπ τον κοίταξε με απορία σαν να είχε μπροστά του κάποιο ζωντανό πλάσμα, απ’ αυτά που ήξερε. Το ρομπότ τον ξαναρώτησε με μεγαλύτερη ένταση στη φωνή του. ‘Είσαι ηλίθιος;’.
‘Μάλλον’ απάντησε σαστισμένος ο Κρεπ. ‘Πέρνα μαλάκα’. Το ρομπότ έκανε στην άκρη και τον άφησε να περάσει. Απέξω ο Θωμάς κυλιόταν στο συνθετικό χώμα απ’ τα γέλια εκτονώνοντας παράλληλα και την αγωνία του.
Με την βοήθεια της οθόνης που περιείχε σαρωμένες εικόνες απ’ το βιβλίο, ο Κρεπ δεν άργησε να βρει αυτά που ήθελε και ύστερα από μια ώρα βρισκόντουσαν και πάλι πίσω στο σπίτι του Θωμά με τα εξής υλικά: αλεύρι, μαγιά, μερικά κιλά σπανάκι, λίγα σέσκουλα και αρκετά κρεμμύδια.
‘Και τώρα;’ ρώτησε ο Θωμάς ‘τι κάνουμε;’ Ο Κρεπ έβγαλε το βιβλίο από το συρτάρι ενός τεράστιου επίπλου που έμοιαζε με βιβλιοθήκη και το άνοιξε στη σελίδα με τη συνταγή για τη σπανακόπιτα. Ο Θωμάς πέρασε για άλλη μια φορά το χέρι του πάνω απ’ τις ανοιγμένες κιτρινισμένες σελίδες και θυμήθηκε τη στιγμή που το πρωτοαντίκρισε λίγες ώρες πριν, τα ξημερώματα της ίδιας μέρας, όταν επιστρέφοντας απ’ τον κάτω κόσμο, τον ξυπνούσε ο Κρεπ αφήνοντας του το πάνω στο στέρνο του. Στην αρχή φοβήθηκε ότι θα πάθει κάποια μόλυνση και δεν τολμούσε ούτε να το μυρίσει. Έπειτα, κι αφού τον διαβεβαίωσε ουκ ολίγες φορές ο Κρεπ, το πήρε στα χέρια του και το ξεφύλλισε βιαστικά. Όταν κατάλαβε ότι δεν κινδυνεύει, έπιασε να χαζεύει μια-μια τις σελίδες με τα κείμενα και τις πολύχρωμες φωτογραφίες από πιάτα γεμάτα φαγητά. Η γλώσσα ήταν κάπως διαφορετική, τα περισσότερα υλικά εντελώς άγνωστα. ‘Εδώ είμαστε’ του είχε πει ο Κρεπ αρπάζοντας του για μια στιγμή το βιβλίο. Η σελίδα είχε τίτλο ‘greek spinach pie’.
‘Νομίζω ότι άμα σε βοηθήσω θα μπορέσεις να το ετοιμάσεις. Κανα δύωρο λέει εδώ ότι θα μας πάρει’.
‘Δίωρο; Δεν έχω παρασκευάσει ποτέ μου κάτι που να χρειάστηκε πάνω από είκοσι τρία λεπτά! Πιστεύω ότι θα τελειώσουμε πολύ πιο γρήγορα’.
‘Λάδι έχεις;’ τον ρώτησε ο Κρεπ.
‘Μα και βέβαια, σπίτι χωρίς λάδι δεν υπάρχει αγαπητέ μου. Που ζεις; Τι το θέλεις όμως δεν μου είπες’.
‘Για την πίτα το θέλω’.
‘Θα βάλουμε λάδι στο φαγητό;’. Ένα λάδι γνώριζε ο Θωμάς κι αυτό το χρησιμοποιούσε για διάφορα μηχανικά μέρη συσκευών ή μηχανημάτων ή οχημάτων που είχε στο σπίτι. Παρόλα αυτά, το λάδι αυτό ήταν και βρώσιμο! Έτσι σε λίγη ώρα βγήκε απ’ το φούρνο η σπανακόπιτα και γέμισε το σπίτι με το έντονο άρωμα της. Ο Θωμάς είχε εντυπωσιαστεί. Έβαλε ένα κομμάτι σε ένα μικρό γυάλινο πιάτο και τ’ άφησε να κρυώσει. Όταν η πρώτη μπουκιά συνάντησε τα αισθητήρια όργανα της στοματικής του κοιλότητας, τα βλέφαρα του βάρυναν απ’ την ευχαρίστηση και στο μυαλό του προκλήθηκε μια αναστάτωση που όμοια της δεν είχε ξαναβοιώσει τρώγοντας, ούτε καν όταν συνουσιαζόταν - τρόπος του λέγειν - με τον μηχανικό μαλακιστή του. Όταν το περιεχόμενο κατέληξε στο στομάχι του άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Κρεπ να καταβροχθίζει το τρίτο κομμάτι στη σειρά.
‘Καλά, πότε πρόλαβες;’ του είπε ενώ βούτηξε με τα χέρια ότι είχε απομείνει από αυτό που εκείνος είχε ξεκινήσει φοβούμενος μήπως δεν προλάβει να φάει άλλο μέχρι να το τελειώσει.
‘Αυτό φίλε μου Θωμά είναι αληθινό φαγητό’ του είπε μπουκωμένος. ‘Τρώω τώρα γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να μου συμβεί μέχρι αύριο και τρώω γρήγορα γιατί αν τυχόν σου ανοίξει και η δική σου όρεξη μας βλέπω να ψάχνουμε για καινούριο ταψί’.
‘Καλά, καλά. Θα φτιάξω κι άλλη. Παρεπιπτόντως δεν λέγεται ταψί αυτό, βιοψήστης λέγεται’.
‘Ναι, να φτιάξεις και να την πάμε στο σπίτι που κλέψαμε τα υλικά. Χριστούγεννα έρχονται, όλο και κάποια γιορτή θα κάνουνε. Ή σε κάποια θα πάνε. Άμα τους πας σπανακόπιτα θα πάθουν γλαύκωμα! Θα σε προσλάβουν αμέσως για μάγειρα τους. Και ξέρεις τι σημαίνει να δουλεύεις σε μια έπαυλη σαν κι αυτή … Λεφτά, γυναίκες και φαγητό άφθονο. Όχι άλλα χάπια κι αηδίες’
Οι δυο φίλοι τέλειωσαν τη σπανακόπιτα, είπαν ιστορίες των δύο κόσμων και κοιμήθηκαν ροχαλίζοντας μέχρι το επόμενο πρωί. Σειρά είχε η δεύτερη εκτέλεση της συνταγής και η επίσκεψη στην έπαυλη.
Εκείνο το πρωινό, η Άννα Von Pielsen βημάτιζε νευρικά στο σαλόνι και σκεπτόταν τον καυγά που είχε κάνει πριν λίγη ώρα με τον μάγειρα της τον Μάρκο. Τι κι αν του ’χε πει να της παρουσιάσει επιτέλους κάτι πρωτότυπο. Εκείνος αρκέστηκε να της φέρει μια παραλλαγή του χριστουγεννιάτικου μενού της προηγούμενης χρονιάς. Που ήταν μια παραλλαγή του μενού της προ-προηγούμενης χρονιάς και πάει τρώγοντας, Ποιος άκουγε πάλι τα μουρμουρητά των άσπονδων φίλων της, την γκρίνια του συζύγου της. Άξαφνα ένας ήχος που έμοιαζε με κραυγή υποσιτισμένου λύκου διέκοψε τους συλλογισμούς της και τα βήματα της άλλαξαν για πρώτη φορά απ’ το πρωί κατεύθυνση, οδηγώντας την στην μικρή οθόνη που βρισκόταν στο χωλ.
Πίσω απ’ την καγκελόπορτα του σπιτιού στεκόντουσαν δυο άντρες ντυμένοι στα λευκά. Ο ένας, αρκετά παχύς, κρατούσε ένα μακρόστενο κουτί στο χέρι κι ο άλλος με τα χέρια σταυρωμένα πίσω απ’ την πλάτη, τα πόδια ανοιχτά και ένα βλέμμα που της θύμιζε κάτι, χωρίς όμως να μπορεί να καταλάβει τι. Πιθανότατα μια μισοσβησμένη ανάμνηση απ’ το μακρινό παρελθόν. Τα ρούχα του έμοιαζαν να ανήκουν στον χοντρό άντρα με το καλοσυνάτο χαμόγελο που στεκόταν δίπλα του και κοιτούσε την κάμερα σαν να παρακολουθούσε την αναγγελία κάποιας ευχάριστης είδησης.
‘Ποιοι είστε;’ Τους ρώτησε και πριν προλάβει κάποιος απ’ τους δύο να απαντήσει, ακούστηκε ένας μεταλλικό θόρυβος και η καγκελόπορτα σύρθηκε απ’ τη μια μεριά του φράκτη στην άλλη. ‘Ασφάλεια να σου πετύχει’ είπε η Von Pielsen, έτοιμη να σύρει τα μύρια όσα στον σύζυγό της που είχε αμελήσει εδώ και πολύ καιρό να σουλουπώσει τα ηλεκτρονικά συστήματα της έπαυλης. ‘Τον ηλίθο! Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι πως θα παίξει ‘γαργαλητό’ με τους φίλους του.
Για την ιστορία, το παιχνίδι ‘γαργαλητό’ παιζόταν στο γκαράζ του σπιτιού και ήταν εφεύρεση του Όττο, του συζύγου της Von Pielsen. Με λίγα λόγια, επρόκειτο για μια συσκευή που σε γαργαλούσε στα επίμαχα σημεία για όσο άντεχες. Η αναμέτρηση γινόταν σε δυάδες και καθένας που έχανε έπρεπε να το φωνάξει με όλη του τη δύναμη στην ταράτσα του σπιτιού μαζί με το όνομα του. Ο δε νικητής απλά κέρδιζε την εκτίμηση των υπολοίπων και τη χλεύη των συζύγων τους που πίστευαν ότι αυτό πρέπει να ήταν το πιο ηλίθιο παιχνίδι του κόσμου. Καλύτερα όμως να επιστρέψουμε σ’ αυτή την αναπάντεχη συνάντηση που σύντομα θα εξελίσσονταν σε μια απίθανη περιπέτεια και για τους τρεις. Αν κι αυτό εξαρτάται απ’ την κρίση του εκάστοτε αναγνώστη.
Οι δύο άντρες έφτασαν μέχρι την είσοδο του σπιτιού, βέβαιοι πως θα τύχαιναν θερμής υποδοχής. Η Von Pielsen εμφανίστηκε πίσω απ’ την πόρτα που άνοιξε αυτόματα έπειτα από προφορική της εντολή, με ένα αυστηρό ύφος, έχοντας ξεχάσει ότι φορούσε ακόμα τη νυχτικιά της και ένα ζευγάρι παντόφλες που έμοιαζαν με υπερμεγέθη βατράχια.
Ο Θωμάς πήρε τον λόγο εξηγώντας τον σκοπό της επίσκεψης τους ενώ ο Κρεπ σάρωνε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια την εντυπωσιακή ομολογουμένως σιλουέτα που βρισκόταν μπροστά του, εγκαταλείποντας σχεδόν αμέσως τα εγκόσμια με τη βοήθεια της φαντασίας του. Εκείνη, εκείνος και μια ατελείωτη αμμουδιά στην οποία θα ετοιμαζόντουσαν να κολυμπήσουν, μετά από μια ερωτική δραστηριότητα χωρίς προηγούμενο.
‘Πως το είπατε λοιπόν; Σπανακόπιτα; Και ποιος μου λέει ότι δεν ήρθατε εδώ με σκοπό να με δηλητηριάσετε και μετά να κλέψετε το σπίτι. Όχι, δεν πρόκειται να δοκιμάσω αν δεν φάτε πρώτα εσείς από ένα κομμάτι και θα περιμένω να δω αν σας συμβεί κάτι’. Καθώς μιλούσε τα μάτια της συναντούσαν που και που το ελαφρώς κοιμισμένο και λάγνο βλέμμα του Κρεπ. Της άρεσε που επιτέλους είχε βρεθεί ένας άντρας έξω απ’ το περιβάλλον της που ενδιαφερόταν για κείνη.
‘Τουλάχιστον θα μπορούσε όλη αυτή η διαδικασία να γίνει στο σπίτι σας κι όχι εδώ έξω στην είσοδο; Την ρώτησε ο Θωμάς. ‘Μ’ ακούτε;’ Για μια στιγμή ο μάγειρας νόμισε ότι δεν υπήρχε σ’ αυτή τη σκηνή. Περίμενε μέχρις ότου ο Κρεπ πάρει το βλέμμα του πάνω απ’ το κορμί της  Von Pielsen και η Von Pielsen απ’ το δικό του. ‘Ελάτε μέσα’ είπε μηχανικά εκείνη και με το που πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού, έπιασε το χέρι του Κρεπ και κατευθύνθηκε στις σκάλες που οδηγούσαν στον πάνω όροφο. Εκείνος γύρισε για λίγο το κεφάλι του προς τον μάγειρα και του είπε σιγανά: ‘Λυσσασμένες: στο πα, δεν στο πα;’
‘Για μισό λεπτό’ διαμαρτυρήθηκε εκείνος μεγαλοφώνως ‘κι εγώ τι θα κάνω εδώ;’.
‘Εσύ θα φας ένα κομμάτι σπανακόπιτα και μετά άλλο ένα για τον φίλο σου κι όταν θα επιστρέψουμε το καλό που σου θέλω να είσαι ζωντανός. Στο μεταξύ για να μη βαρεθείς υπάρχει κι ο Μπάντυ’.
‘Ο Μπάντυ;’ Όταν έχασε απ’το οπτικό του πεδίο την Von Pielsen και τον Κρεπ, εμφανίστηκε απ’ το πουθενά ή μάλλον από κάποια κρυφή πόρτα ένα ανδροειδές με δύο σακούλες γεμάτες διάφορα αντικείμενα που ο Θωμάς δεν είχε ξαναδεί. ‘Τι είναι αυτά;’ Ρώτησε τον Μπάντυ.
‘Κυνήγι του θησαυρού’. Ο Μπάντυ άνοιξε μια οθόνη υπολογιστή μέσα στην οποία βρισκόταν σε τρισδιάστατη απεικόνιση το σχεδιάγραμμα της έπαυλης. ‘Θα κρύψω τα αντικείμενα και ο Κύριος θα πρέπει να τα βρει πριν η Κυρία μου τελειώσει τη συνουσία της με τον άλλο Κύριο. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, ο άλλος Κύριος θα πρέπει να επαναλάβει με την Κυρία μέχρι ο Κύριος – εσείς δηλαδή - να τα βρει. Το παιχνίδι παίζεται απ’ την οθόνη’.
‘Καλό κι αυτό’ είπε ο Θωμάς μασουλώντας το πρώτο κομμάτι απ’ τη σπανακόπιτα. Είχε αρχίσει να διασκεδάζει. Εξήντα περίπου λεπτά αργότερα ο κι ο Κρεπ βρισκόταν αναμαλλιασμένος σε ένα καναπέ μουρμουρίζοντας κάθε τρεις και λίγο τη λέξη ‘λιώνω’, η Von Pielsen δοκίμαζε το πρώτο κομμάτι σπανακόπιτας που είχε φάει στη ζωή της κι ο Θωμάς προσπαθούσε να ξεκολλήσει το ανδροειδές από πάνω του, το οποίο δυσλειτουργούσε ευτυχισμένο έπειτα απ’ το high score που είχε πετύχει ο ‘Κύριος’.
Η Von Pielsen έμεινε εκστατική. ‘Αυτή η … η σπανακόπιτα απλά δεν υπάρχει’ αναφώνησε σβήνοντας απ’ την πρόσφατη μνήμη την ερωτική περιπέτεια με τον Κρεπ. ‘Πες μου, πότε μπορείς να μου φτιάξεις μμμ… διακόσια σαράντα κομμάτια; Όχι, όχι δεν το πα σωστά. Θέλω διακόσια σαράντα κομμάτια μέχρι μεθαύριο. Μέχρι τα Χριστούγεννα. Ω, ναι, ναι, θα τρελάνω κόσμο … ‘. Ο Θωμάς έκανε άλματα στο μυαλό του, είχε περάσει ήδη η μέρα των Χριστουγέννων, είχε βρεθεί με δικό του εστιατόριο και άπειρα λεφτά μέσα σε μια πράσινη χορταρένια φούσκα. Μονάχα που του ξέφευγε μια μικρή λεπτομέρεια. Η παρασκευή τόσο μεγάλης ποσότητας από κάτι που είχε φτιάξει μόλις δυο φορές δεν θα ήταν καθόλου εύκολο πράγμα. Έπρεπε να στρωθούν αυτός κι ο Κρεπ και να δουλέψουν για σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα.
Τράβηξε λοιπόν το φίλο του με τα χίλια ζόρια απ’ τον καναπέ και πήγαν στο θερμοκήπιο της έπαυλης για να μαζέψουν προμήθειες. Φόρτωσαν τα υλικά σε ένα ηλιακό ταξί και επέστρεψαν στο σπίτι του Θωμά. Ο Κρεπ ήταν εξαντλημένος. Η δουλειά έπρεπε να οργανωθεί απ’ τον μάγειρα που ήταν νηφάλιος έτσι ώστε όταν, ύστερα από μια ώρα θα ξυπνούσε τον φίλο του, να ξεκινούσε αμέσως η παρασκευή της σπανακόπιτας. Ο Θωμάς υπολόγισε τις ώρες ψησίματος, δημιούργησε χώρο για τη θέση των υλικών και την τοποθέτηση των πιτών, παρήγγειλε απ’ το Διαδίκτυο τις συσκευασίες για να τις μεταφέρουν. Μέχρι έκλεισε ραντεβού για ταξί το μεθεπόμενο πρωινό. Όταν έφτασε η ώρα για να ξυπνήσει τον Κρεπ, ήταν όλα έτοιμα. Ακόμα και το κοκτέιλ με τις αμφεταμίνες και την καφεΐνη που θα τους κρατούσε σε υπερδιέγερση για σαρανταοκτώ ώρες.
‘Πιες’ είπε στον Κρεπ ενώ προσπαθούσε να τον διατηρήσει σε μια καθιστή στάση. ‘Πιες να ξεκινήσουμε επιτέλους, δεν θα προλάβουμε’. Με τα χίλια ζόρια ο Κρεπ ξεκίνησε να ανοίγει φύλλο μουρμουρίζοντας: ‘το ρομπότ δε μπορεί να μας βοηθήσει; τι το χεις πάρει το γαμημένο;’
‘Το ρομπότ δεν είναι προγραμματισμένο να φτιάχνει ζύμη. Δεν γνωρίζει καν τι είναι αυτό που φτιάχνουμε. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Θα μας βοηθήσει σε άλλα πράγματα αν και φοβάμαι μην πάθει καμιά βλάβη και μας διαλύσει ότι ετοιμάσουμε. Δεν το ρισκάρω, παίζονται πολλά σ’ αυτή την παραγγελία’
‘Εγώ θέλω να ξαναδώ αυτή τη γυναίκα. Είναι ηφαίστειο σου λέω, είναι η μόνη για την οποία θα θυσίαζα την σπανακόπιτα σου!’
Σχεδόν δύο μέρες αργότερα, είκοσι μία σπανακόπιτες ή 252 κομμάτια εκ των οποίων δώδεκα παρέμειναν σπίτι για τα μεθεόρτια, ήταν έτοιμες προς βρώση. Φόρτωσαν τις συνθετικές διάφανες συσκευασίες στο πίσω μέρος του ταξί, κάτω απ’ το απορημένο βλέμμα του οδηγού και έφυγαν με κατεύθυνση την έπαυλη της Άννα Von Pielsen. Κάνεις τους δεν άκουγε τη φλυαρία του ταξιτζή μέχρι να φθάσουν αφού τους είχε πάρει ο ύπνος απ’ την κούραση. Κανείς τους δεν αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο που ερχόταν με δαιμονισμένη ταχύτητα από πίσω τους. Κανείς τους δεν πρόλαβε να δει τον οδηγό του οχήματος να περνάει μέσα απ’ το παρμπρίζ και να καταλήγει σε ένα κομμάτι πορτοκαλί τοίχο που αποτελούσε μέρος απ’ το φράκτη του σπιτιού της Von Pielsen.
Όλοι όμως, μαζί κι ο οδηγός ταξί, είδαν τα μαλλιά τους να γίνονται πράσινα και το εσωτερικό του αυτοκινήτου να κολυμπάει στο σπανάκι, το σέσκουλο και το κρεμμύδι. Όλοι τους αναγκάστηκαν να βγουν απ’ τις μπροστινές πόρτες του ταξί μια και το υπόλοιπο είχε γίνει σμπαράλια.
Η συρόμενη πόρτα της έπαυλης είχε υποχωρήσει για μία ακόμη φορά σ’ αυτό το διήγημα. Λίγα μόλις μέτρα απ’ το σημείο του ατυχήματος στεκόταν η Άννα Von Pielsen με μερικά φύλλα απ’ τις πίτες να έχουν κολλήσει στα ρούχα της και δύο κομμάτια σπανάκι να έχουν μπλεχτεί με την πλούσια κόμη της.
Ο Θωμάς κι ο Κρεπ την κοίταζαν σαστισμένοι. ‘Κρεπ’ είπε επιτακτικά, ‘έλα μαζί μου. Θωμά, δεν θα σε ξαναχρειαστώ’
Ο μάγειρας γύρισε σπίτι του συντετριμμένος. Όλη η κούραση πλημύριζε τώρα το κορμί του. Το μυαλό του ήταν άδειο. Έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας κι άρχισε να τρώει μηχανικά την τελευταία σπανακόπιτα.
Ο Κρεπ δεν γύρισε ποτέ. Πέθανε από υπερβολικό σεξ το ίδιο απόγευμα. Ο Θωμάς έφτιαξε προς τιμήν του με την βοήθεια της Von Pielsen, μια δανειστική βιβλιοθήκη με αυθεντικά βιβλία μαγειρικής και οδηγούς Κάμα Σούτρα σε μια πτέρυγα του δικού του εστιατορίου, του καλύτερου εστιατορίου της Τέταρτης Επαρχίας της Νέας Ηπείρου. Και την ονόμασε πτέρυγα ‘Κρεπ’ …

                                                                        Τέλος

 


Σχόλια