Το γράμμα - διήγημα



Έδωσα μια σπρώχνοντας την βιβλιοθήκη που βρισκόταν στην γωνία του δωματίου και άρχισα πάλι να τσουλάω. Με περισσότερη δύναμη αυτή τη φορά. Από τη μια άκρη στην άλλη. Το δωμάτιο ήταν μακρόστενο και έβλεπε στο απέραντο γαλάζιο. Δηλαδή όχι μονάχα αυτό, μια λωρίδα ξηράς έσπαγε λίγο την μονοτονία. Αλήθεια, τι θα γινόταν αν κάποια μέρα αυτά τα δύο είχαν την ίδια ακριβώς απόχρωση; ‘Ο ουρανός και η θάλασσα πάντα θα χωρίζονται από τη γραμμή του ορίζοντα’ σκέφτηκα.
Γκντουπ!  Είχα φθάσει στην άλλη άκρη. Έσπρωξα και πάλι με τα χέρια μου τον γυμνό τοίχο αυτή τη φορά και οι ρόδες βάλθηκαν να με πάνε πίσω στην βιβλιοθήκη. Φυσούσε πάρα πολύ. Έτρεχα μαζί με τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί εκείνη τη μέρα προσπαθώντας εν τέλει να αδειάσω το μυαλό μου από την μεγάλη απώλεια. Ο πατέρας μου είχε χαθεί εδώ και μήνες, κάπου εκεί, στο Αιγαίο.
Αυτή μου η κίνηση,  μου προκαλούσε ένα θόρυβο που άλλες φορές θα είχε ακυρώσει την ησυχία. Εδώ ερχόμουν για να ξεκουραστώ και σχεδόν πάντα το μόνο που άκουγα ήταν τα αυτιά μου που βούιζαν. Ερχόμουν φθινόπωρο όταν και οι τελευταίοι παραθεριστές είχαν κλείσει τα σπίτια τους επιστρέφοντας στην άλλη ζωή τους, αυτήν που τους έθρεφε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Και τι έκανα; Μα τίποτα απολύτως. Έβγαζα μια κουνιστή καρέκλα στο μπαλκόνι που σχεδόν άγγιζε το έδαφος και την άφηνα να γεμίσει με άμμο από τον αέρα που μαστίγωνε τα πάντα. Καθόμουν, κοίταζα την μοναξιά μου στα μάτια και κορόιδευα τον εαυτό μου για το πόσο τυχερός ήμουν που μπορούσα να έρχομαι εδώ, μόνος μου, όταν όλοι οι άλλοι φίλοι και γνωστοί κολυμπούσαν σε μια θάλασσα με υποχρεώσεις και έγνοιες. Μητέρα δεν είχα. Είχε φύγει όταν ήρθα. Με είχε αδειάσει σε ένα κόσμο γεμάτο ηλίθια προβλήματα και σαν να είχε αισθανθεί πως είχε κάνει το καθήκον της, αποχώρησε. Γι αυτό πιστεύω ότι ο θάνατος δεν είναι παρά ένα πέρασμα σε μια άλλη μορφή ύπαρξης. Κάτι ήξερε εκείνη και πέθανε πάνω στην γέννα.
Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι είδα κάποιον έξω απ’ το σπίτι να με κοιτάει. Σταμάτησα την καρέκλα για να επιβεβαιώσω ότι δεν έκανα λάθος. Ένας ηλικιωμένος κύριος που κρατούσε με δυσκολία το ψάθινο καπέλο στο κεφάλι του είχε καρφώσει τα μάτια του … επάνω μου; Στο σπίτι; Σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξεφύγω πριν έρθουν να με μαζέψουν για το τρελάδικο. ‘Λες να ήταν εκεί έξω όλη αυτή την ώρα που πηγαινοέρχομαι στο δωμάτιο σαν την άδικη κατάρα;’ Προχώρησα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα καλύτερα. Το βλέμμα του ήταν άδειο, χαμένο. Άνοιξα την πόρτα και του φώναξα, ίσως επειδή σκέφτηκα ότι μπορεί να μην ακούει καλά. Ήταν και ο αέρας … «Έ, παππού» του είπα. Εκείνος έριξε μια ματιά στο ρολόι του που το φορούσε στο αριστερό του χέρι και έπειτα σε μένα. «Έχω δέκα λεπτά να σου μιλήσω» μου είπε «αλλά κόφ’το ‘παππού’ εντάξει;». Τελειώνοντας έφερε ένα γύρο το σπίτι και μετά ξανάρθε στην είσοδο. «Θα κάτσω στην κουνιστή» μου είπε και μπήκε μέσα για λίγο μέχρι να βρει την έξοδο και να βγει στο μπαλκόνι.
«Θέλεις να σου φέρω κ…;»
«Γάλα έχεις;» με έκοψε. «Μόνο αυτό πίνω, το στομάχι μου δεν αντέχει άλλα».
«Δεν έχω» του είπα.
«Πριν από πολλά χρόνια, ζούσα εδώ με τη θεία σου» συνέχισε εκείνος  «αλλά δεν θα το θυμάσαι, ήσουν μωρό. Τότε εδώ μπροστά, ήταν γεμάτο λουλούδια. Τα αγαπούσα πολύ κι ας διαλύονταν κάθε χρόνο απ’ την αρμύρα και τον άνεμο. Και την θεία σου την αγαπούσα. Θα έλεγα πως κι αυτή σχεδόν διαλύθηκε αλλά για άλλο λόγο. Όταν έφυγε λοιπόν, το σπίτι έμεινε για ένα μεγάλο διάστημα ακατοίκητο. Ερχόμουν μια φορά τη βδομάδα και πότιζα τα λουλούδια, μονάχα τα τριαντάφυλλα είχα καταφέρει να περισώσω, τα άλλα ξεραινόντουσαν πολύ γρήγορα. Σκούπιζα το χώμα απ’ την είσοδο και το μπαλκόνι, αέριζα το σπίτι … Ύστερα από μερικούς μήνες, μια βροχερή μέρα εμφανίστηκε ένας άντρας και μου χτύπησε την πόρτα. Κρατούσε ένα μεγάλο κουτί που είχε ποτίσει απ’ τη βροχή και ετοιμαζόταν να διαλυθεί. «Αυτό θα ήθελα να το αφήσω εδώ» μου είχε πει. Το ακούμπησε στο τραπέζι της κουζίνας και έπειτα φεύγοντας μου φώναξε. «Ελπίζω το νερό να μην μούλιασε και τον φάκελο που είναι μέσα. Ίσως να σε ενδιαφέρει». Ο φάκελος δεν είχε βραχεί πολύ. Μαζί μ’ αυτόν βρήκα ένα καδράκι που απεικόνιζε ένα χελιδόνι»
«Και τι έγραφε τελικά το γράμμα;»
«Στο ‘φερα να το διαβάσεις» μου είπε βγάζοντας ένα κιτρινισμένο φάκελο από μια τσέπη. Ήταν δυο σελίδες. Στη μια το μελάνι είχε τρέξει λίγο μουτζουρώνοντας το περιεχόμενο, κάνοντας τον γραφικό χαρακτήρα να μοιάζει με μικρού παιδιού.
Το διάβασα.
Το ξαναδιάβασα με κόπο.
Η θεία μου είχε ένα εραστή για τον οποίο προφανώς δεν γνώριζε μέχρι τότε ο γέρος που βρισκόταν μπροστά μου. Του έγραφε ότι έπρεπε να χωρίσουν, ότι δεν άντεχε άλλο. Είχε κουραστεί να τον περιμένει και δεν είχε τις δυνάμεις να αφήσει τον γέρο. «Εγώ που κολλάω σε όλα αυτά;» τον ρώτησα.
«Το ξέρεις ότι η θεία σου με γνώριζε πριν γεννηθείς; Ε, γνώριζε κι αυτόν τον κύριο ο οποίος δεν είναι άλλος από τον …»
«Πατέρα μου;» είπα σαστισμένος. «Δηλαδή, μπορεί η θεία …».
«Ναι, δεν είναι δα κι απίθανο».
«Και το καδράκι;» είπα σαν μην με ένοιαζε πια αυτή η τρομερή αποκάλυψη και το ενδεχόμενο ο πατέρας μου να είχε δεσμό με μια γυναίκα την οποία ούτε καν χώνευα.
«Ήταν δώρο. Συμβολικό. Ο πατέρας σου έφευγε κάθε φθινόπωρο με το καράβι για δουλειά. Του είχε κάνει δώρο αυτό το καδράκι για να το κρεμάσει στην καμπίνα, να θυμάται ότι τον περιμένει». Πέρασαν μερικά λεπτά που μου φάνηκαν σαν αιώνες.
«Φεύγω».
«Στάσου, που πας;»

«Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε». Βρόντηξε την πόρτα πίσω του και βγήκε έξω. Ο αέρας δεν του χαρίστηκε αυτή τη φορά. Του πήρε το καπέλο και το ταξίδεψε προς την θάλασσα. Κάπου εκεί πρέπει να βρίσκονταν και οι απαντήσεις σ’ αυτά που στριφογύρναγαν στο μυαλό μου. Κάθισα, τσούλησα την καρέκλα. ‘Μερικές φορές η άγνοια φέρνει ευτυχία’ σκέφθηκα και ευχήθηκα τα πράγματα να μείνουν για πάντα κάπως έτσι ….

Σχόλια