'Πόλη' - διήγημα




Ήξερε μέσα της ότι δεν θα ήταν όπως τότε. Παρόλα αυτά ένοιωσε ότι την κορόιδεψαν. Ότι η ζωή δεν θα της φύλαγε μια έκπληξη σαν κι αυτή. Κι όμως, όταν έστριψε την γωνία περπατώντας πάνω σε ένα φαρδύ πεζοδρόμιο ο ήλιος, το γαλάζιο του ουρανού, το διαφορετικό αστικό τοπίο, όλα σφίχτηκαν σε μια δυνατή γροθιά που προσγειώθηκε πίσω απ’ τα μάτια της. Τέλος. Ότι τελειώνει δεν ξαναγυρνάει. Οι αναμνήσεις όμως την είχαν κάνει να πιστέψει για λίγο ότι τα χρόνια που την βάραιναν δεν θα έπαιζαν ρόλο. Η νιότη θα μπορούσε να επαναληφθεί, με περισσότερη σοφία.

Συνέχισε να περπατάει σε άδειους δρόμους με ένα μυαλό γεμάτο από εικόνες του παρελθόντος αλλά και της στιγμής. Συναισθηματική ανακατωσούρα, δάκρυα στα μάτια και μια σκέψη για την ματαιότητα της ύπαρξης της. Πλησίαζε πια σε μια πλατεία. Τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Έψαχνε να βρει τα παλιά της βήματα, τότε που ξόδευε τον χρόνο, τον κορόιδευε η ίδια. Που να φανταστεί ότι η εκδίκηση του θα ερχόταν είκοσι χρόνια μετά. Άλλος γελούσε τώρα. Ποιος ξέρει τι θα αισθανθεί σε άλλα είκοσι και πόσο σκληρός μαζί της θα είναι αυτός ο τύπος. ‘Τι στο καλό, εδώ ήρθα για να ξεσκάσω. Να θυμηθώ ναι, αλλά να διασκεδάσω. Δεν πας να ασχοληθείς και με κανέναν άλλο;’.

Σιγά σιγά, σαν να έβγαιναν για να την προϋπαντήσουν,  παρατηρούσε άνδρες και γυναίκες να εμφανίζονται για την απογευματινή τους βόλτα. Η παρουσία τους και μόνο την έκανε να νοιώσει ότι είχαν έρθει να την βοηθήσουν. Να την βγάλουν από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει μια σχεδόν μέρα μετά την άφιξη της στην Πόλη και να της θυμίσουν ότι αν ήθελε να παραμείνει σ’ αυτό τον κόσμο, θα έπρεπε να συνεχίσει την ανηφόρα της ζωής με πραγματικό ενδιαφέρον για αυτό που θα την περιμένει στην επόμενη γωνία. Έσπρωξε την γυάλινη πόρτα ενός μπαρ που βρισκόταν σε μια στοά. ‘Πρόσεχε ρε’ άκουσε μια φωνή συνειδητοποιώντας ότι εδώ και ώρα είχε ξεχάσει την παρουσία της φίλης της που περπατούσε σε κάποια απόσταση, μαζί της, αδυνατώντας να ακολουθήσει τον γρήγορο ρυθμό της, βαρυστομαχιασμένη απ’ το γεύμα στο οποίο τις είχαν καλέσει άλλοι φίλοι. Ένα ποτό, δυο, στο τρίτο το μέρος έμοιαζε πια με λούνα παρκ.

Έξω και πάλι, στον κρύο αέρα, το κασκόλ να κυματίζει σαν σημαία κάποιου άγνωστου αλλά ελεύθερου κράτους και εκείνη με ένα χαμόγελο που έσβηνε την μιζέρια όλου του κόσμου να κατηφορίζει σβέλτα μέχρι το σημείο συνάντησης με φίλους και πάλι. Η μεγάλη ερωμένη δεν είχε πρόσωπο, κορμί. Η ψυχή της έβγαινε μέσα από παλαιά κτίρια, η ματιά της από σοκάκια, το κορμί της ήταν στα πόδια της, στα χέρια της αν ήθελε. Ήταν ερωτευμένη με την Πόλη. Ένας έρωτας που τον έθρεφαν τα χρόνια, πρόσωπα που είχαν ζήσει μέσα σ’ αυτόν, στιγμές ευτυχίας όπου εκείνη φαινόταν να έχει τον τελευταίο λόγο. Μια ερωμένη που κατανοούσε ότι η δική της ερωμένη έπρεπε να είναι ελεύθερη να επιλέγει πότε θα ξαναγυρίσει πίσω γιατί ήξερε ότι στο τέλος θα την κέρδιζε μια για πάντα. ‘Κι αν πέθαινα εδώ;’ Αναρωτήθηκε σαν να κατάλαβε την υπερβολή της σχέσης τους. ‘Ναι, εδώ θέλω να γυρίσω και να μείνω για πάντα όταν θα έρθει εκείνη η ώρα. Να περπατήσω στα πλακόστρωτα δρομάκια, με ένα μπαστούνι να με κρατάει από τη μια μεριά και το δικό της χέρι απ’ την άλλη’. Πριν έρθει να την βρει ο θάνατος, θα σκεφτεί για μια ακόμη φορά γιατί δεν έζησε μαζί της όλη της την ζωή και τι θα είχε γίνει αν το είχε κάνει. Αλλά ο ήλιος συνέχιζε να καίει. Ο ουρανός να είναι καθαρός, υπέροχος και οι φίλοι της να χαμογελάνε, να της μιλάνε, να περπατάνε δίπλα της.

Για μια στιγμή θέλησε και πάλι να μείνει μόνη και εξαφανίστηκε μέσα στα σοκάκια. Εκεί που το φως είχε χαθεί εδώ και ώρα και οι πέτρινες μάζες των γοτθικών μνημείων ετοιμάζονταν να παίξουν με τις βραδινές σκιές που θα τους χάριζαν οι λάμπες φθορίου, να φοβίσουν και να γεμίσουν με δέος τον νέο επισκέπτη. Είχαν περάσει πόσα χρόνια; Είκοσι; ‘Τι τα μετράς; Δεν νοιώθεις σαν να ήταν χθες όταν έπαιρνες το υπεραστικό λεωφορείο και μ’ άφηνες πίσω να κοιμάμαι;’ σαν ν’ άκουσε να της λέει.  Τότε έφευγε σαν την κυνηγημένη, με μια πεζή δικαιολογία να λειώνει σαν καραμέλα μέσα στο στόμα της, ενοχλημένη από τον εαυτό της που διάλεγε την συμβατική οδό που της υποδείκνυε η επιστροφή. Οι υποχρεώσεις, οι σχέσεις, οι φιλίες σε μια άλλη χώρα. Ήταν άραγε η ζωή της μονάχα μια εγωιστική προβολή της προσωπικότητας της στο παρελθόν; Και αν ήταν όντως έτσι γιατί δεν είχε αντιδράσει τόσο καιρό; Όχι, ο έρωτας και τα διλήμματα της δεν ήταν βγαλμένα από τις σελίδες του Σαίξπηρ. Ήταν μια ιστορία που είχε γίνει παραμύθι, είχε εξιδανικευθεί μέσα απ’ τον χρόνο και τις δικές της αφηγήσεις σε οικεία πρόσωπα.  Και τώρα η γοητεία του Απραγματοποίητου είχε έρθει να την καλωσορίσει απ’ την πρώτη στιγμή που κατέβηκε απ’ το αεροπλάνο. Μαζί της οι αναμνήσεις και τα γνώριμα πρόσωπα.

Μια ακόμα μέρα πέρασε και το πρωί θα επαναλαμβανόταν το σκηνικό της αναχώρησης. Όπως τότε, έτσι και τώρα. Θα έφευγε φορτωμένη με ευτυχία αλλά και θλίψη. Σαν να  κρατούσε δυο αποσκευές, μια σε κάθε χέρι, άψογα ζυγισμένες έτσι ώστε να μην μπορεί να αφήσει καμία τους πίσω και σωριαστεί στο κενό που φέρνει η λήθη. Καθώς το κόκκινο πούλμαν άφηνε πίσω του την Πόλη, εκείνη ένοιωθε το έδαφος να ξηλώνεται, να τυλίγει την ιστορία της και να την κυνηγάει, μια τεράστια μπάλα με κτίρια, δέντρα και μνημεία να εξέχουν απ’ την επιφάνεια της, κάτω από ένα ουρανό που ξάνοιγε από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Λίγο πριν φθάσει στο αεροδρόμιο γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω αλλά το μόνο που είδε μέσα απ’ το τζάμι του πούλμαν ήταν η αντανάκλαση του προσώπου της.

Τα στιγμιότυπα της τελευταίας επίσκεψης, του σύντομου ταξιδιού που μόλις είχε τελειώσει όταν το αεροπλάνο τροχοδρομούσε σε πάτρια εδάφη,  πηγαινοερχόντουσαν  με κάθε ευκαιρία. Αργότερα πιο αραιά.
«Ειρήνη, πες μας πως τα πέρασες;» ……..


Σχόλια