'Η πτήση' : μια απροσδόκητη εξέλιξη στους αιθέρες!



Η Πτήση



Το τηλέφωνο μου χτυπούσε  ασυνήθιστα δυνατά. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα για μια ακόμα φορά εκείνο τον μεγάλο λεκέ στην γωνία του ταβανιού που μου υπενθύμιζε μια νύχτα αξέχαστης πλημμύρας πριν από μερικούς μήνες. Τότε που ο στρουμπουλός γείτονας του πάνω ορόφου ξέχασε ανοικτές τις βρύσες τις μπανιέρας του και έσπευσε να ανοίξει την πόρτα στον πιτσαδόρο για να απολαύσει λίγο αργότερα μπροστά απ’ την τηλεόραση το αγαπημένο του φαγητό και έπειτα σκασμένος όπως ήταν να τον πάρει ο ύπνος. Δεν λέω, πάντα ήθελα να δοκιμάσω ένα στρώμα νερού. Μόνο που το δικό μου έγινε μούσκεμα και ήταν και χειμώνας.
Άρχισα λοιπόν να ψάχνω την συσκευή που συνέχιζε εκείνο το ενοχλητικό κουδούνισμα. Είχα ξεχάσει που την άφησα πριν αποφασίσω να ρίξω έναν υπνάκο. Μεσημέρι δύσκολα τον χάνω. Καθώς προχωρούσα ξυπόλυτη το μικρό δαχτυλάκι του αριστερού μου ποδιού σημάδευε εν αγνοία μου το τελείωμα της κάσας που περιβάλλει την είσοδο του σαλονιού. Οξύτατος πόνος. Πάει και το πεντικιούρ. Άσχημος οιωνός. Και τα ‘χα βάψει φούξια. Και κείνο το τηλέφωνο, που στο διάολο ήταν; Δονούνταν και χρησιμοποιούσε σαν ηχείο τον μεταλλικό κάδο απορριμμάτων που βρισκόταν στην κουζίνα. Εκεί βρισκόταν απούσης της νάιλον ευμεγέθους σακούλας και αντηχούσε παρέα με την λίγδα που κοσμούσε τα τοιχώματα. Και τι μελωδία. Έιμυ Γουαινχάουζ. Έκοψα το δεύτερο ρεφρέν πατώντας κατά λάθος το κουμπί που κλείνει την συνομιλία. Τι βλάκας! Κοίταξα το νούμερο. Δεν είναι δυνατόν σκέφθηκα. Ξανακοίταξα ένα ένα τα ψηφία. «Λες;» μουρμούρισα. Αυτοί οι αριθμοί αντιστοιχούσαν σε ένα τηλέφωνο που κάποτε πολύ συχνά εμφανιζόταν στην μικρή μου συσκευή υποσχόμενο δουλειές υψηλού  επιπέδου. Όπου ‘υψηλού’ βάλτε μεγάλες απολαβές και καλοί ρόλοι. Ο παράδεισος του ηθοποιού. Ένας παράδεισος που διήρκησε μερικά χρόνια και μετά ήρθε η αναπάντεχη λήθη. «Πρέπει να αλλάξεις, δεν ξέρω πώς αλλά πρέπει. Ξεπεράστηκες» μου είχε δηλώσει κατηγορηματικά ο Στάθης ο ατζέντης μου. Κι ακολούθησε η σιωπή. Ούτε τηλέφωνα ούτε συναντήσεις μόνο κάτι ρολάκια σε σειρές με χαμηλή τηλεθέαση, με αποκορύφωμα ένα σίριαλ αισθηματικού περιεχομένου όπου έπαιζα την πεθερά. Κατάντια.
Αφήνοντας πίσω τις αρνητικές σκέψεις κάλεσα τον Στάθη με την καρδιά μου να χορεύει σε γρήγορους ρυθμούς, έτοιμη να περάσω ακόμα και μέσα απ’ την τηλεφωνική γραμμή αν ήταν να ξαναγευθώ λίγη απ’ τη δόξα του παρελθόντος. Λίγες ώρες μετά και αφού είχα ετοιμάσει στα γρήγορα μια βαλίτσα,  βρισκόμουν σε ένα ταξί που θα με μετέφερε στο αεροδρόμιο. Όσο το σκεφτόμουν τόσο με έπιανε εκνευρισμός. Μα με αεροπλάνο; Λες και το ήξεραν. Αν είναι κάτι που αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι είναι να ταξιδεύω μ’ αυτό τον τρόπο. Κι όμως ο πολλά υποσχόμενος ρόλος που τόσο καιρό ονειρευόμουνα έμελλε να αποτελεί το βασικό στοιχείο μιας ταινίας της οποίας τα γυρίσματα θα γινόντουσαν εξ ολοκλήρου στην Λυών. Η πρωταγωνίστρια είχε εξαφανιστεί την τελευταία στιγμή για άγνωστο λόγο. Και τι να γυρίσω να πω στον ατζέντη μου. «Ξέρεις κάτι Στάθη , άστο γιατί όταν βρίσκομαι εκεί ψηλά στους αιθέρες παθαίνω τραλαλά;». Μιλάμε για διεθνή παραγωγή όπως τις παλιές καλές αλλά και τόσο μακρινές μέρες. Δυστυχώς μεγάλωσα,  κοντεύω μισό αιώνα ζωής  χωρίς να έχω εξασφαλίσει μια συνέχεια στην επιτυχία που γνώρισα κάποτε, δεν έχω την πολυτέλεια επιλογών. Ούτε μπορώ να προβάλλω απαιτήσεις.
Το ταξί σταμάτησε έξω απ’ την πύλη των αναχωρήσεων. Ο ατζέντης μου με περίμενε εκεί μπροστά και καθώς έκανα να βγω απ’ το αμάξι το τακούνι μου σκάλωσε στο κατώφλι της πόρτας και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο οδόστρωμα. Με έπιασε νευρικό γέλιο. Δεν μπορούσα να κρατηθώ ακόμα κι όταν με σήκωσαν και πήραν την βαλίτσα μου για να περάσουμε μέσα, στους τεράστιους διαδρόμους που κόσμος πήγαινε και ερχότανε σαν τα μυρμήγκια που ανακάλυψαν τροφή και την μεταφέρουν στην φωλιά τους. Ο Στάθης άρχισε να μου εξηγεί τις λεπτομέρειες που αφορούσαν την καινούργια μου δουλειά μα εγώ συνέχιζα να είμαι ταραγμένη και να έχω το μυαλό μου στην κρίσιμη στιγμή που δεν θα αργούσε να ‘ρθει, όταν θα ανέβαινα πια στο αεροπλάνο και κυριολεκτικά θα έχανα το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου. Ούτε που θυμάμαι πότε με αποχαιρέτησε και παρέμεινα καθισμένη σε ένα μεταλλικό κίτρινο πάγκο στην αίθουσα αναμονής, κοιτάζοντας αποχαυνωμένη τα αεροσκάφη που έκαναν μανούβρες για να απογειωθούν ή να σταθμεύσουν. Και θυμήθηκα εκείνη την πτήση στην Ρόδο όταν σε ηλικία έξι ετών, παρέμεινα για μισή ώρα χωμένη μέσα στην φούστα της μάνας μου, σηκώνοντας το κεφάλι μόνο για να της αναγγείλω ότι είχα κατουρηθεί απάνω μου. Κάτι που είχε συμβεί κατά την διάρκεια της πτήσεως και όχι όταν της το είπα, δευτερόλεπτα δηλαδή πριν οι ρόδες του αεροσκάφους ακουμπήσουν το έδαφος.
«Πτήση 404 για Λυών. Τελευταία προειδοποίηση για επιβίβαση». Η αίθουσα αναμονής ήταν άδεια. Με βαριά πόδια προωθήθηκα στην φυσούνα που ένωνε την είσοδο του αεροπλάνου με το κτίριο. Η αεροσυνοδός με τράβηξε σχεδόν μέσα στο αεροσκάφος δείχνοντας μου την θέση που έπρεπε να καταλάβω. Οι επιβάτες θαρρείς πως με κοίταζαν αγριεμένοι μουρμουρίζοντας εν χορώ «για αυτή την ξεπεσμένη ηθοποιό δεν ξεκινάμε τόση ώρα;». Αφού βρήκα τη σειρά  και το νούμερο της θέσης μου, άνοιξα το ντουλάπι που υπήρχε από πάνω επιχειρώντας να στριμώξω μια μικρή τσάντα ταξιδίου που κουβαλούσα. Ακούσια πήρα την εκδίκηση για κάποιους απ’ αυτούς τους κακιασμένους επιβάτες, καθώς την στιγμή που άνοιξα το ντουλάπι έφυγαν δυο βαλιτσούλες που είχαν παραχωθεί βιαστικά και προσγειώθηκαν μαζί με την αφεντιά μου πάνω στους επιβαίνοντες που καθόντουσαν από πίσω μου. Νεολληνικές βρισιές με συνόδευσαν μέχρι να καταφέρω να βολευτώ στην καρέκλα μου και να κουμπώσω την ζώνη μου. Την τάξη ανέλαβε να επαναφέρει ο νεαρός που καθόταν δίπλα μου με μια ασυνήθιστα βροντερή φωνή που δεν ταίριαζε διόλου με το λεπτεπίλεπτο παρουσιαστικό του. Αφού επέπληξε αυτούς που νόμιζαν ότι οι θέσεις τους έπρεπε να περιλαμβάνουν και χαρακτηριστικά ποδοσφαιρικής κερκίδας με θερμόαιμους οπαδούς, μου απεύθυνε τον λόγο με την αμεσότητα των νέων, σαν να με γνώριζε καιρό.
«Πρώτη φορά;»
«Σχεδόν» του απάντησα. Με καθησύχασε παραθέτοντας στατιστικές για την συχνότητα σοβαρών ατυχημάτων στα μέσα μαζικής μεταφοράς στις οποίες δεν κατάφερα να δώσω προσοχή μιας και το αεροπλάνο ήδη τροχοδρομούσε. Ξεκινούσαμε. Προς στιγμήν σκέφθηκα να κρατηθώ απ’ τον διπλανό μου.  Οι όποιες αναστολές μου διαλύθηκαν μονομιάς μόλις με χτύπησε το κύμα της επιτάχυνσης που κόλλησε την πλάτη μου μ’ αυτή του καθίσματος μου. Με το δεξί μου χέρι του ‘σφιξα τον πήχη. Εκείνος είχε ήδη φορέσει τα ακουστικά του για να ακούσει μουσική. Μου χαμογέλασε. Ανεβαίναμε. Ανεβαίναμε (έχει κι άλλο;). Πάλι καλά που δεν έκατσα δίπλα στο παράθυρο. Ο νεαρός συνέχιζε να είναι στραμμένος προς εμένα όμως τώρα το πρόσωπο του είχε αλλάξει έκφραση. Θυμήθηκα το χέρι του. Τον πονούσα. «Συγγνώμη» πρόλαβα να του πω. Εκείνος μάζεψε διακριτικά το κοκκινισμένο του μέλος και αφέθηκε στην μουσική του. Μήπως άκουγε τίποτα χαλαρωτικό, ανατολίτικες μελωδίες; Μόλις έσβησε η ένδειξη για τις ζώνες ασφαλείας ξετύλιξα μια σοκολάτα που είχα φέρει μαζί μου. Σώθηκε γρήγορα και τη θέση της πήρε ένα σακουλάκι με τσιπς. Μου φάνηκε πως αυτό το ταξίδι θα μου κόστιζε ανεπιθύμητα γραμμάρια στην σιλουέτα μου. Η νευρικότητα μου δεν υποχωρούσε με τίποτα. Με την σκέψη και μόνο πως αυτή τη στιγμή μπορεί να πετούσαμε πάνω από τη θάλασσα άρχισα να στριφογυρίζω στην θέση μου. Ο νεαρός συνέχιζε την ακρόαση ατάραχος. Θα βάζανε καμιά ταινία άραγε;
Στις οθονούλες που βρίσκονται πάνω απ τα καθίσματα άρχισε να προβάλλεται το σχετικό βιντεάκι για την ασφάλεια, τι να κάνετε σε περίπτωση ατυχήματος κλπ. Παράλληλα μια αεροσυνοδός έβαζε και έβγαζε το σωσίβιο με την ταχύτητα που αλλάζουνε στα καμαρίνια τα ρούχα οι μοντέλες που κάνουνε πασαρέλα. Λες και θα προλαβαίναμε να ασχοληθούμε μ’ αυτό σε περίπτωση πτώσης. Άσε που απ’ τον πανικό και μόνο θα το έδενα κόμπο και θα εγκλωβιζόμουν μέσα στην θέση μου και…… Α, δεν πηγαίναμε καλά και είχα άλλες δύο ώρες ταξίδι. Τα τσιπς τέλος κι αυτά. Να και η ταινία που λέγαμε. Α, μα πολύ ενδιαφέρουσα, «ο Πόλεμος των Άστρων» νούμερο 3,4,5 ή κάτι τέτοιο. Δεν θα το άντεχα. Και είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου σε κάτι καλό. Άλλη όρεξη δεν είχα να βλέπω τον Νταρθ Βεϊντερ και τον Λουκ Σκάι-κάπως να παλεύουν για την πριγκίπισσα με εκείνο το μαλλί που είναι σαν να της έχει κάτσει μισό τρακτέρ στο κεφάλι. Η αλήθεια είναι ότι αυτή την ταινία μια φορά  την είδα αλλά μου έμεινε αξέχαστη. Εδώ που τα λέμε δεν πρέπει να την παρακολούθησα και πολύ. Ήμουν κοπελίτσα και είχα βγει ραντεβού με αυτόν που αργότερα θα γινόταν ο πρώτος μου σύζυγος. Στ’ αλήθεια πολύ ρομαντικό. Με πήγε σινεμά και αντί να μου πιάσει λίγο το χέρι, να μου πει κανένα γλυκόλογο, είχε κολλήσει κοτζάμ μαντράχαλος στα φωτόσπαθα των μονομάχων. Έπρεπε να το ‘χα καταλάβει από τότε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με δαύτον. Πάντως δεν ήταν και άσχημος…..
Είχα καταφέρει τελικά να απασχοληθώ χαζεύοντας την οθόνη και αναπολώντας το παρελθόν όταν σε κάποια στιγμή ένοιωσα μια ενόχληση στο στομάχι. Ένα καμπανάκι που δεν μπορούσα να αγνοήσω. Έπρεπε να πάω στην τουαλέτα. «Τώρα μάλιστα», σκέφτηκα. Δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα. Σηκώθηκα σιγά σιγά και κατευθύνθηκα προς την ουρά του αεροπλάνου. Το μακρόστενο παραθυράκι κάτω απ το πόμολο της πόρτας έδειχνε κενό . «Άρα μπορώ να μπω». Η ανάγκη για ξαλάφρωμα εμφανιζόταν πιο επιτακτική τώρα. «Μα, τώρα βρήκε;». Μπήκα, έκλεισα την πόρτα και έκατσα βιαστικά αφού κατέβασα ανεπιτυχώς το καλσόν μου – πάει ο πόντος! «Όποιος βιάζεται….καθυστερεί!. Ωραία που είναι εδώ μέσα. Καμαρούλα μια σταλιά που λέει και το άσμα ένα επί ένα όμως! Ελπίζω να μην με πιάσει κόψιμο και να ξανάρθω. Μια και έξω σε παρακαλώ εντεράκι μου. Τελικά αυτός ο ρόλος θα μου πάει άραγε; Μπορούσα να πείσω κοινό και κριτικούς, υποδυόμενη μια απεξαρτημένη και άνεργη πενηντάρα που αποφασίζει να ταξιδέψει στην επαρχία για να αλλάξει την ζωή της; Ο προβληματισμός μου δεν διήρκεσε πολύ. Το κουμπί που ενεργοποιούσε το άδειασμα της τουαλέτας πατήθηκε ασυναίσθητα. Αφηρημένη ξέχασα να προσέξω την προειδοποιητική ταμπελίτσα. Σε τρεις γλώσσες διάβασα και ξαναδιάβασα το περιεχόμενο. «Μην πατάτε το κουμπί αν δεν έχετε πρώτα σηκωθεί απ τη λεκάνη . Κίνδυνος!». Βρισκόμουν ήδη σφηνωμένη και απαλλαγμένη κάπως απ’ το αρχικό σοκ. «Τι ηλίθια, μα τι ηλίθια που είμαι», φώναξα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι όντως με είχε ακινητοποιήσει αυτό το καζανάκι.
«Και τώρα τι κάνουμε; Να φωνάξω βοήθεια; Ναι, αλλά θα μ ακούσουν; Και αν μ ακούσουν και μπουκάρει κανένας παιδαράς μέσα και με δει με την φούστα στο πάτωμα και τα ωραία μου έξω; Μα δεν μπορώ να μείνω εδώ μέσα. Με σφίγγει και αυτό το ρημάδι το καπάκι.»
Κάποιος χτύπησε την πόρτα.
«Σας παρακαλώ, μπορείτε να με βοηθήσετε;» φώναξα.
«Είστε καλά;» αποκρίθηκε μια γυναικεία φωνή.
«Αχ ευτυχώς» σκέφτηκα, μια γυναίκα.
«Να ξέρατε τι έπαθα. Τράβηξα το καζανάκι ενώ ήμουν καθισμένη και τώρα δεν μπορώ να κουνηθώ».
«Ηρεμήστε. Θα σας βγάλουμε το γρηγορότερο δυνατό. Θα παραβιάσουμε την πόρτα».
«Ακούστε, μην αφήσετε άντρα να μπει μέσα. Καταλαβαίνετε νομίζω.»
«Μείνετε ήσυχη». Η αεροσυνοδός που ενημερώθηκε ζήτησε βοήθεια από ένα επιβάτη. Η πόρτα έπρεπε να σπάσει, δεν γινόταν διαφορετικά. Άρχισα να ακούω θορύβους απ’ έξω. «Άντε, φτηνά την γλίτωσα, ελπίζω μόνο να με ξεκολλήσουν χωρίς να χρειαστεί να αφήσω κανένα κομμάτι απ’ τον ποπό μου».
Ξαφνικά ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος, η πόρτα υποχωρεί απότομα και πέφτει πάνω μου. Για  λίγα δευτερόλεπτα μένω ζαλισμένη. Μπροστά μου στέκεται ένας άντρας. «Όχι, όχι, μα σας είπα να μην μπει άντρας μέσα, τι ντροπή! Θεέ μου, όχι, όχι,
Όχι…………………………»
«Ηρεμήστε, ηρεμήστε, δεν έγινε τίποτα, φτάσαμε». Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τριγύρω. Ο νεαρός με το κασσετοφωνάκι μου χαμογέλασε. «Εφιάλτης;»…….. με ρώτησε.



Τέλος

Σπύρος Γλύκας 2012

Σχόλια