'Φίλοι' διήγημα νούμερο επτά



Φίλοι


Πονάω. Ξανακοίταξα το γραφικό χαρακτήρα. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν του Ανδρέα. Δεν είχα λόγους να μην πιστέψω την λεπτοκαμωμένη νοσοκόμα που μου παρέδωσε ένα μικρό κομμάτι χαρτί σαν κι αυτά που χρησιμοποιούν οι γιατροί για να γράψουν με ακαταλαβίστικες τις περισσότερες φορές λέξεις μια συνταγή. Στην επικεφαλίδα δέσποζε με μπλε γράμματα το όνομα της ιδιωτικής κλινικής κι από κάτω με πιο μικρά  η διεύθυνση της. Κάπου κοντά στην κάτω άκρη του σημειώματος βρισκόταν ένα ρήμα που καθησύχαζε γονείς και φίλους. Ο ασθενής είχε αντιδράσει μας είχαν πει λίγο πριν απ’ την διεύθυνση της εντατικής. Είχαμε καθίσει έξω απ’ την δίφυλλη πράσινη πόρτα που οδηγούσε σε δώδεκα κλίνες γεμάτες με βαριά περιστατικά μέσα σε ένα περιβάλλον που μου θύμιζε γνωστή τηλεοπτική σειρά. Δεν είχε τύχει να περάσω το κατώφλι μιας τέτοιας μονάδας στο παρελθόν και τώρα μέσα σε λίγες μέρες λογιζόμουν πλέον ως άλλος ένας απ’ αυτούς που γνωρίζουν. Γνωρίζουν πως πρέπει να φορέσουν μάσκα και μια πράσινη ποδιά, να πλύνουν τα χέρια τους και να μην ρωτάνε τον ασθενή τι του συμβαίνει διότι ούτε εκείνος ξέρει. Αν και εφ όσον έχει τις αισθήσεις του. Και ο Ανδρέας τις είχε πλέον ανακτήσει καταφέρνοντας να γράψει αυτή τη λέξη, που για όλους εμάς που φλυαρούσαμε για άσχετα θέματα προσπαθώντας να ξορκίσουμε το δρεπάνι που ανυπομονούσε να δράσει με την πρώτη ευκαιρία, λίγα μέτρα έξω απ’ το αποστειρωμένο περιβάλλον, δεν σήμαινε μονάχα μια υγιή αντίδραση αλλά και λέξεις όπως ελπίδα, βελτίωση, επιστροφή. Αισθανόμουν περίεργα ανάμεσα στο σόι του άλλοτε καλύτερου μου φίλου. 
Οι γονείς του ήταν κάτι σαν δεύτεροι δικοί μου κατά την διάρκεια σχεδόν όλης της παιδικής μου ηλικίας. Που με έβρισκες που με έχανες, στο σπίτι τους. Είχαν ένα τεράστιο κήπο που εμείς δεν είχαμε, ένα τεράστιο σκύλο που επίσης δεν είχαμε, ένα πανέμορφο ποδήλατο που δεν συγκρινόταν με το δικό μου και μπόλικα πατατάκια, αναψυκτικά και λογιών λογιών σπιτικά γλυκά στην κουζίνα τους σε μια αφθονία άγνωστη για μας. Ήταν μια μόνιμη εκδρομή που δεν κουραζόμουν να την κάνω κι ας έπρεπε κάθε φορά να αντιμετωπίζω την αρχηγική και δεσποτική συμπεριφορά του φίλου μου. Στην εφηβεία η οικογένεια μου μετακόμισε σε μια άλλη συνοικία στην άλλη άκρη της πόλης και έτσι νέες φιλίες δημιουργήθηκαν. Απέκτησα με την σειρά μου κάποιον υποτελή συνομήλικο εφαρμόζοντας με παιδική σκληρότητα την ίδια περίπου συμπεριφορά που είχα δεχθεί απ’ τον πρώτο μου παιδικό φίλο. Χρειάστηκε να φτάσω κοντά στο τέλος της σχολικής μου σταδιοδρομίας για να συνειδητοποιήσω την αδιέξοδη συμπεριφορά μου, γευόμενος την πλήρη απόρριψη από μέρους του. Στο μεταξύ ο Ανδρέας αποκτούσε την μια φιλενάδα μετά την άλλη ενώ εγώ αναζητούσα μάταια την συναισθηματική μου ωριμότητα μέσα απ’ τον αγοραίο έρωτα που αποτελούσε πιστοποιητικό αντροσύνης και σεβασμού για τους τελειόφοιτους του λυκείου μου. Οι δρόμοι μας είχαν πια χωρίσει. Μετά τη λήξη και της τελευταίας εξεταστικής εκείνος έφυγε για την Αγγλία όπου το επόμενο φθινόπωρο θα ξεκινούσε την ακαδημαϊκή του εκπαίδευση. 
Εκείνο το καλοκαίρι σε μια ύστατη προσπάθεια επανασύνδεσης, απ’ τους γονείς μας,  πήγαμε διακοπές στο Πόρτο Χέλι οικογενειακώς όπως τα παλιά τα χρόνια που ξεκινούσαμε δυο αυτοκίνητα με εμένα, την αδερφή μου, τον Ανδρέα και την δική του αδερφή την Γεωργία αξημέρωτα και φθάναμε στην παραλία του Αγίου Αιμιλιανού όπου παίζαμε μέχρι να δύσει ο ήλιος ανακατεύοντας την άμμο, την θάλασσα και τον ήλιο με ιστορίες για ιππότες, πριγκίπισσες και θεόρατα κάστρα. Είχαν περάσει ούτε λίγο ούτε πολύ επτά χρόνια απ’ την τελευταία μας συνάντηση και η βιολογική  ανάπτυξη του καθενός μας άφησε άναυδους και εντυπωσιασμένους. Η αρχηγική υπόσταση του φίλου μου είχε μετατραπεί σε μεγαλομανία κάτι που λίγο με απασχολούσε μιας και στα μάτια μου περισσότερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν πλέον οι καμπύλες της Γεωργίας. Ο Ανδρέας βάλθηκε για μια ακόμα φορά να αποδείξει πως ήταν ακόμα ο καλύτερος, μα έχασε απ’ την μεγαλύτερη αδερφή μου στο κολύμπι, από εμένα στο σκάκι και στο τέλος εκνευρίστηκε που φλέρταρα την αδερφή του παρατώντας σύξυλους τους γονείς του και επιστρέφοντας την επόμενη μέρα στην Αθήνα. Η σχέση μου με την Γεωργία δεν κράτησε πάνω από 3 μήνες. Μα ήταν ουσιαστικά ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας. Κι όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις κάποιος απ’ τους δυο δεν αισθάνεται το ίδιο. Όταν έφθασε η στιγμή να φύγει και εκείνη για το εξωτερικό έδωσε ένα τέλος στην πρωτόγνωρη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα μου, λέγοντας μου ότι ο δεσμός μας δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί εκ του μακρόθεν. Το διάστημα που βγαίναμε μαζί, ο Ανδρέας δεν δέχθηκε ούτε μια φορά να ειδωθούμε οι τρείς μας ή έστω και χώρια. Και έτσι πέρασαν άλλα επτά χρόνια σπουδών για κείνον και δουλειάς για μένα που ποτέ δεν κατάφερα να μπω σε μια σχολή, ακολουθώντας εν τέλει το επάγγελμα του πατέρα μου, διατηρώντας  το αγαπημένο του ξυλουργείο ανοικτό μέχρι σήμερα.
Ο φίλος μου επέστρεψε φανερά αλλαγμένος απ’ την ζωή στο εξωτερικό. Η ενσωμάτωση σε ένα καινούργιο πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον, τον ανάγκασε να βάλει νερό στο κρασί του και να ευθυγραμμιστεί με το αγγλοσαξονικό φλέγμα. Μόλις πάτησε το πόδι του στην πατρίδα με πήρε τηλέφωνο για να δηλώσει άφιξη και την επιθυμία του να συναντηθούμε. Στην αρχή άρχισα να τον αποφεύγω. Το κομμάτι με τις καλές αναμνήσεις είχε πάρει τη θέση του στην διανοητική μου βιβλιοθήκη και δεν φαινόταν να υπάρχει διαθέσιμος χώρος για κάτι καινούργιο από ένα άνθρωπο που είχε αρχίσει να μου γίνεται επικίνδυνα αδιάφορος. Αλλά ο Ανδρέας επέμενε. Υπήρξαν φορές που μου μιλούσε με τις ώρες στο τηλέφωνο για τα καμώματα του στην Γηραιά Αλβιόνα, για τις εμπειρίες του αλλά και για την ιδιαίτερη φιλία που πίστευε πως είχαμε, αναγνωρίζοντας και καταδικάζοντας την υπέρμετρη εγωπάθεια που τον χαρακτήριζε στο παρελθόν. Λένε πως οι φιλίες που κάνει κάποιος από μικρός είναι κι αυτές που τελικά αντέχουν στο χρόνο. Επειδή λοιπόν το λένε και έχουμε συνηθίσει να το ακούμε φθάνοντας στο σημείο να το πιστέψουμε για αυτόν ακριβώς τον λόγο, άρχισα να αντιμετωπίζω την πιθανότητα επανασύνδεσης με περισσότερο ζήλο. Άλλωστε προέκυψε και εργασιακό ενδιαφέρον μιας και στο εξοχικό που διατηρούσε ένας μακρινός του ξάδερφος στην Λέσβο, χρειαζόταν μια γενική ανακατασκευή στο εσωτερικό του και μπόλικη μαραγκοδουλειά. Η πρόταση έπεσε στο τραπέζι. Θα πηγαίναμε για μερικές μέρες, όσες θα χρειαζόντουσαν στην Ερεσό για επισκευές, συνδυάζοντας κουραστικά οκτάωρα με βραδινές χαλαρές εξορμήσεις στα όμορφα μπαράκια της παραλίας. Συχνά πυκνά θα μας επισκεπτόταν στο χωριό και ο Δημήτρης ο ξάδερφος απ’ την Μυτιλήνη για να παρακολουθεί την πρόοδο μας, αν και κάτι τέτοιο συνέβη μονάχα μια φορά λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Ο Ανδρέας με βοηθούσε σε αρκετές δουλειές μιας και έπιαναν τα χέρια του και έτσι καταφέραμε μέσα σε μια βδομάδα να τελειώσουμε. Το τελευταίο σαββατοκύριακο θα το περνάγαμε δίπλα στην θάλασσα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, παρέα με τον συγγενή του. 
Ο Δημήτρης κόντευε τα τριάντα, ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος από μας και ξεκινούσε πλέον την ζωή του οικογενειάρχη όντας πρόσφατα παντρεμένος και με την γυναίκα του σε ενδιαφέρουσα. Κατάφερε με το επιχειρηματικό του μυαλό να πιάσει τον παλμό της εποχής στο εμπόριο και να είναι ο πρώτος που ασχολήθηκε με την εξάπλωση του Διαδικτύου στο νησί. Άνοιξε το πρώτο κατάστημα στην πόλη και έπειτα επεκτάθηκε και στις τουριστικές περιοχές. Ήταν ένας άνθρωπος που αρέσκονταν στο να μιλάει όλη την ώρα για το χρήμα. Ήταν ο Θεός του. Δύσκολο για μένα να το αντιμετωπίσω όμως ήξερα ότι θα ήταν για λίγες ώρες ακόμα, άλλωστε με ευχαριστούσε τόσο πολύ η αλλαγή στην συμπεριφορά του Ανδρέα και ο επαναπροσδιορισμός της φιλίας μας, που αυτή του η ιδιομορφία θα περνούσε μοιραία σε δεύτερο πλάνο. 
Θυμάμαι πολύ καλά εκείνο το βράδυ του Σαββάτου, πριν από ένα μήνα περίπου, που περιμέναμε ξαπλωμένοι στις ξύλινες αναπαυτικές καρέκλες με το πορτοκαλί καραβόπανο την άφιξη του Δημήτρη. Απ’ το πρωί είχαμε λυσσάξει στην απέραντη παραλία τρέχοντας πάνω κάτω, παίζοντας ρακέτες, βόλευ, τσουρουφλίζοντας τις πλάτες μας απ’ τον καυτό ήλιο του Ιούλη, κάνοντας περισσότερη φασαρία ακόμα κι απ’ τα παιδιά. Η κούραση των προηγούμενων ημερών δεν είχε σταθεί αρκετή για να κάμψει την νεανική μας δίψα για διασκέδαση και μονάχα μερικά καραφάκια ούζο κατάφεραν να μας καθηλώσουν για δυο ώρες κάτω από μια πολύχρωμη ομπρέλα θαλάσσης. Τα παγωμένα νερά του Αιγαίου ανέλαβαν να μας επαναφέρουν πλήρως στην πρωινή μας διάθεση και να απαλύνουν το ξερό μας δέρμα. Παρακολουθούσα τότε λοιπόν για άλλη μια φορά την δύση του ηλίου που ποτέ δεν την χορταίνεις ακόμα και αν την βλέπεις απ’ το ίδιο μέρος για επτά συνεχόμενα απογεύματα.
«Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί πως καταφέρνουμε και ξεχνάμε αυτή τη μοναδική μαγεία που μας προσφέρει απλόχερα ο τόπος που ζούμε, μετά από λίγες στιγμές» είχα πει δίνοντας στη σκέψη μου φωνή.
«Θες να μου πεις ότι αυτό που απολαμβάνεις τώρα αύριο δεν θα το θυμάσαι;» με ρώτησε ο Ανδρέας.
«Όχι, δεν το εννοούσα έτσι. Σκέφτομαι γιατί να φερόμαστε έτσι στη φύση όταν είναι η μόνη πηγή που έχει την δύναμη να μας δημιουργεί αυτή την αίσθηση του αξεπέραστου μεγαλείου».
«Είναι απλό. Την θεωρούμε δεδομένη. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως ίσως κάποια στιγμή δεν θα είμαστε σε θέση να χαρούμε την καθαρή θάλασσα. Για άλλους βέβαια, όπως οι φίλοι μου οι Εγγλέζοι, δεν τίθεται τέτοιο θέμα διότι καθαρές θάλασσες απλά δεν υπάρχουν εκεί. Αλλά και εκείνοι με την σειρά τους θεωρούν δεδομένη την καταπράσινη εικόνα που δίνει η εξοχή τους. Να σε ρωτήσω όμως κάτι άσχετο» ο Ανδρέας ετοιμαζόταν να προσγειώσει την κουβέντα σε κάτι πιο απτό. Τα θεωρητικά δεν ήταν το φόρτε του. «Δεν θα προτιμούσες αντί για τον Δημήτρη να ερχόταν η αδερφή μου η Γεωργία απόψε;». Μέχρι εκείνη τη στιγμή το βλέμμα μου περιφερόταν στις μωβ, τις γαλάζιες και τις πύρινες λωρίδες που χάραζαν τον ορίζοντα. Γύρισα απότομα, με τα μάτια μου ανήμπορα να εστιάσουν αμέσως στο στρογγυλό πρόσωπο του φίλου μου. Μάντευα ήδη την έκφραση του.
«Την πάτησες». Μου χαμογέλασε. «Αστείο το είπα ρε βλάκα». Είχα κάνει λάθος μα ένα μικρό τσίμπημα παρέμεινε στην καρδιά μου μέχρις ότου εμφανίστηκε ο ξάδερφος του.
«Καλησπέρα στους σκληρά εργαζόμενους» μας είπε με δυνατή τσιριχτή φωνή καθώς ανέβαινε τα πέτρινα σκαλοπάτια που έβγαζαν στο υπερυψωμένο μπαλκόνι. Φορούσε ένα μπεζ λινό σακάκι και ένα λευκό παντελόνι, σιέλ γραβάτα, άσπρο πουκάμισο και δερμάτινα καφέ παπούτσια.
«Θα πρέπει να γδυθείς και σύντομα ξάδερφε γιατί σακάκια, σοβαρές γραβάτες και παντελόνια με πιέτες απαγορεύονται στην περαντζάδα του χωριού» του πέταξε ο Ανδρέας και πρόσθεσε «ελπίζω να έφερες μαζί σου μαγιώ και κοίτα να αφήσεις τις ντροπές. Το ξέρω πως δεν μπορείς να σταθείς πλάι στα καλογυμνασμένα μας κορμιά μα θα δείξουμε κατανόηση έτσι δεν είναι Κώστα;». Του έγνεψα δίχως να μιλήσω. Το ρούμι είχε αρχίσει να αλλοιώνει τον χαρακτήρα μου και το μυαλό μου χόρευε ήδη σε νησιώτικους ρυθμούς. Ο Ανδρέας σηκώθηκε και ανέλαβε να δείξει στον συγγενή του το αποτέλεσμα της δουλείας μας.
«Εντυπωσιακό» μας έλεγε λίγο αργότερα ενώ κατευθυνόμασταν προς την παραλία. «Οφείλω να ομολογήσω πως έγινε πολύ καλύτερο απ’ ότι το περίμενα. Ο Ανδρέας είχε απόλυτο δίκιο. Ξέρεις, υπήρχε άνθρωπος στο νησί και πολύ καλός μα ποιος μπορεί να τα βάλει με τον ξάδερφο μου έ; Πόσο μάλλον όταν συμφωνεί και η γυναίκα μου. Αλλά δεν είναι να απορείς κανείς. Ευκαιρία ζητούσε και εκείνη για να τον δει».
«Γνωρίζεστε;» ρώτησα με περιέργεια. Ο Δημήτρης γέλασε δυνατά.
«Αλήθεια, γνωρίζεστε Ανδρέα;» του είπε περιπαικτικά και πρόσθεσε γυρνώντας το μακρόστενο κεφάλι του προς εμένα. «Η Γεωργία είναι αδερφή του. Την ερωτεύθηκα κεραυνοβόλα. Καμιά φορά συμβαίνει με τα ξαδέρφια. Δεν πιστεύω να τ’ ακούς και για πρώτη φορά». Η έκπληξη μου θα ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη για να σπεύσει να μου δικαιολογηθεί χωρίς να γνωρίζει βέβαια για την αδυναμία που της είχα. Ή μήπως του το ‘χε προλάβει κι αυτό ο Ανδρέας; Το κεφάλι μου είχε αρχίσει πια να βουίζει και δεν έφταιγε το ποτό. Ήθελα να σηκωθώ και να φύγω εκείνη τη στιγμή. Δεν είχα όρεξη να κάτσω άλλο μαζί τους και να προσποιούμαι ότι διασκεδάζω.
«Σε ενόχλησα που δεν στο είπα πιο πριν;» με ρώτησε ο Ανδρέας λίγο αργότερα όταν ο Δημήτρης είχε αναχωρήσει προς νερού του.
«Εσύ τι λες;» του απάντησα χολωμένος.
«Έλα, δεν είναι λόγος αυτός να χαλάμε το κέφι μας. Στο κάτω κάτω η Γεωργία πήρε αυτόν που της άξιζε. Ένα νεόπλουτο βλάκα». Επιστρατεύοντας εκ νέου το αλκοόλ κατάφερα να αντέξω την ακατάσχετη  μπουρδολογία του ξαδέρφου που το κυρίως θέμα της ήταν τι άλλο η οικονομία του νησιού, της χώρας, του κόσμου, του σύμπαντος όλου τέλος πάντων. Ήταν σαν είχα μπροστά μου ένα τραπεζίτη ντυμένο με ένα από εκείνα τα σπάνια μωβ χαρτονομίσματα των 500 Ευρώ, που είχε βρει το νόημα της ζωής έξω απ’ αυτήν. Οι ώρες κύλησαν όπως κύλαγε το ρούμι ανάμεσα απ’ τα παγάκια κάθε φορά που η αλλοδαπή σερβιτόρα μου γέμιζε το ποτήρι και όταν έκανα να σηκωθώ, ακολούθησα την αντίστροφη πρόοδο απ’ αυτήν που μπορεί να παρατηρήσει κανείς σ’ αυτές τις αφίσες με την εξέλιξη του ανθρώπου, επιστρέφοντας στην πορεία με τα τέσσερα, δευτερόλεπτα πριν έρθω σε στενή επαφή με την μητέρα γη. Η νύχτα θα μπορούσε να κλείσει κάπου εδώ. Κάποιος καλός άνθρωπος θα με μετέφερε σε ένα κρεβάτι και την επόμενη μέρα θα αισθανόμουν πια το κεφάλι μου σαν μια βιολογική βαριοπούλα. Δεν έγινε όμως έτσι. Δεν έχασα τις αισθήσεις μου. Με σήκωσαν, έβαλαν τα χέρια μου στους ώμους τους και με πήγαν μέχρι την παραλία. Ήταν ώρα για μπάνιο; Η μνήμη μου πλέον λειτουργούσε σπασμωδικά. Τι ειπώθηκε απ’ τον Ανδρέα και τον Δημήτρη δεν θυμάμαι. Περασμένες τρεις το πρωί άρχισα να ξαναβρίσκω μια σχετική διαύγεια. Δίπλα μου υπήρχαν άδεια μπουκάλια μπύρας και ο ξάδερφος ετοιμαζόταν για κολύμπι. Ο Ανδρέας κοιμόταν του καλού καιρού.
«Δεν νομίζεις πως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να πας μέσα ύστερα από τόσο ποτό;» του πέταξα. Εκείνος γύρισε με κοίταξε, κούνησε το χέρι του σαν να με χαιρετάει λέγοντας μου : «Εδώ στα ρηχά θα ‘μαι. Όλα καλά. Όλα καλά». Τα ρηχά έγιναν πιο βαθιά και έπειτα βυθίστηκα πάλι για ένα μικρό διάστημα χάνοντας την επαφή με τα εγκόσμια. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα την θάλασσα γαληνεμένη. Πουθενά δεν έσπαγε η ανάγλυφη επιφάνεια με τον ελαφρύ κυματισμό. Έσπρωξα βίαια τον Ανδρέα για να τον ξυπνήσω και άρχισα να τον τραβάω μέχρι το νερό φωνάζοντας πανικόβλητος βοήθεια. Μαζεύτηκαν πέντε, έξι άτομα απ’ τα γύρω μαγαζιά και όλοι μαζί βουτήξαμε να αναζητήσουμε τον Δημήτρη. Τελικά η επιχειρηματική κοινότητα του νησιού στάθηκε πολύ τυχερή. Ο ξάδερφος ανασύρθηκε απ’ τον ίδιο τον Ανδρέα αναίσθητος, με αρκετό νερό όμως στους πνεύμονες. Ήταν αναγκαίο να τον μεταφέρουμε σε κάποιο νοσοκομείο και δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Εγώ δεν ήμουν σε θέση να οδηγήσω, το βραδινό κολύμπι με ανακάτεψε χειρότερα. Ζαλιζόμουν και είχα τάση για εμετό. Ο Ανδρέας έφυγε χωρίς εμένα με τον Μανώλη, ένα ντόπιο στο πίσω κάθισμα να προσέχει τον ξάδερφο του. Δεν ήμουν σε θέση να κρίνω αν η νηφαλιότητα του θα του επέτρεπε να οδηγεί γρήγορα στους δύσκολους δρόμους του νησιού. Κι όμως θα τα είχε σχεδόν καταφέρει αν χίλια μόλις μέτρα πριν φθάσει στον προορισμό του δεν τον εμβόλιζε από ένα παρακείμενο δρόμο μια παρέα μεθυσμένων εφήβων με ένα μικρό φορτηγάκι στέλνοντας το πολυτελές αυτοκίνητο του Δημήτρη  μέσα σε ένα περιβόλι αφού πριν είχε αψηφήσει την βαρύτητα κάνοντας δυο θεαματικές τούμπες.

Τρεις μέρες μετά το αισιόδοξο γραπτό σημείωμα του Ανδρέα απ’ την μονάδα εντατικής και η μετεγχειρητική του πορεία σημειώνει θεαματική βελτίωση. Βρίσκεται πλέον μαζί μου σε ένα κανονικό δωμάτιο για ασθενείς. Στέκομαι όρθιος ακουμπώντας στο μεταλλικό μπράτσο του ειδικού κρεβατιού.
«Ώστε γλύτωσε ο Δημήτρης;» με ρωτάει έκπληκτος.
«Σαν από θαύμα, όπως και ο Μανώλης με κάτι ελαφριά κατάγματα. Μόνο που ο ξάδερφος σου έχει πάθει προσωρινή αμνησία από ένα χτύπημα στο κεφάλι κατά την σύγκρουση. Άγιο είχατε όλοι φίλε μου».
«Δηλαδή, θες να μου πεις ότι δεν αναγνωρίζει κανένα;»
«Όχι, αλλά θα επανέλθει σύντομα. Θα ‘ρθει να σε δει αύριο μήπως και θυμηθεί τίποτα».
«Και την Γεωργία; Ούτε αυτή την αναγνωρίζει;» μου είπε χαμογελώντας πονηρά.
«Πρόσεξε τι θα πεις κωλόπαιδο, πρόσεξε τι θα πεις» του είπα ξεσπώντας σε ένα τρανταχτό γέλιο.


Τέλος

Σπύρος Γλύκας 2012

Σχόλια

  1. τι να πω; είμαι βαθυτατα εντυπωσιασμένη...πολλή ωραία γραφή, γρήγορη αφήγηση, χωρις περιττους συναισθηματισμους, με ψυχαναλυτικό insight...με είχε συνεπάρει!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου