Το επόμενο διήγημα έχει τίτλο Αμέθυστος, ελπίζω να σας αρέσει ...




Αμέθυστος



 «Αμέθυστος. Υπέροχος. Λίγο μουντός σε σχήμα οβάλ, χρώματος βαθύ μωβ, ποικιλία ‘Βαθύς Σιβηρικός’. Προέλευση Ρωσία. Αν και πιστεύω πως τα λόγια είναι περιττά. Λοιπόν; Πως σας φαίνεται;» Η κυρία παρατηρούσε το μεγάλο πετράδι και σκεπτόταν την μητέρα της. Ήταν πράγματι πανέμορφο.

«Θα πρότεινα ένα απλό δέσιμο με ασήμι, ανισομεγέθης γάμπα, φαρδιά εκεί που θα τοποθετηθεί η πέτρα με μια μικρή επιχρύσωση 24 καρατίων περιμετρικά της βάσης και λεπτή στο σημείο που θα βρίσκεται πίσω απ’ το δάχτυλο. Δηλαδή κάτι σαν κι αυτό» είπε ο Σταύρος ο Πετράς όπως τον φώναζαν στο νησί, ο ιδιοκτήτης του εργαστηρίου και μαγαζιού, δείχνοντας της ένα στρουμπουλό δαχτυλίδι με ένα σκουρόχρωμο κεχριμπάρι, που αναπαύονταν σε ένα γύψινο ραφάκι, απορροφώντας τον ζεστό καλοκαιρινό ήλιο μέσα απ’ το τζάμι της βιτρίνας. Η Μυρτώ η βοηθός του, είχε σηκωθεί εδώ και λίγα λεπτά απ’ τον ξύλινο πάγκο, αφήνοντας στη μέση κάποια επισκευή που της είχε ανατεθεί και κοίταζε με αγωνία την κυρία Τρέκη που ετοιμαζόταν να παραγγείλει το κόσμημα. «Επίτηδες το κάνει» σκεφτόταν «επειδή ξέρει πόσο μ’ αρέσει η συγκεκριμένη πέτρα. Της την έδειξε για να με πικάρει». Ο Σταύρος είχε γυρίσει τις θάλασσες του κόσμου δουλεύοντας με την ιδιότητα του μηχανικού στα πλοία μαζεύοντας παράλληλα πολύτιμους λίθους που τους πούλαγε σε τεχνίτες και μαγαζιά στην Ελλάδα. Όταν αποφάσισε πως δεν άντεχε να βλέπει άλλο το μηχανοστάσιο, επέστρεψε στο νησί που τον είχε μεγαλώσει και άνοιξε αυτό το μαγαζί κάτω απ’ τη βεράντα που συνήθιζε να ρεμβάζει ο πατέρας του όταν επέστρεφε τ’ απογεύματα, αποκαμωμένος απ’ την δουλειά στα κτήματα, χρόνια πριν τον αγκαλιάσει για πάντα η θάλασσα.

Έμαθε να δένει πέτρες σχεδόν μόνος του και να τις κάνει δαχτυλίδια, παντατίφ και σκουλαρίκια που σε τίποτα δεν είχαν να ζηλέψουν δουλειές επώνυμων δημιουργών, κατέχοντας ένα μέρος της τέχνης από ένα Γιαννιώτη μούτσο, γιο αργυροχρυσοχόου, που είχε μπαρκάρει μαζί του σ’ ένα απ’ τα τελευταία του ταξίδια στην Ασία επειδή ήθελε να ξεφύγει απ’ την παράδοση της πόλης του και την καταπίεση του πατέρα του. Η πέτρα που μόλις πριν λίγο είχε εμφανίσει στην κυρία Τρέκη είχε αγοραστεί έναντι πενιχρής αμοιβής πέντε μήνες πριν από ένα Ρώσο περιπλανώμενο τουρίστα, που τον ξέβρασαν τα γαλανά νερά του Αιγαίου σε μια αμμώδη παραλία στο δυτικό άκρο του νησιού χωρίς κανείς ποτέ να μάθει πως και γιατί. Ή τουλάχιστον αυτή ήταν η ιστορία που είπε στην Μυρτώ όταν  παρουσιάστηκε με το νεοαποκτηθέν λάφυρο στο μαγαζί και εκείνη του ζήτησε να της το χαρίσει κρατώντας σε χρήματα την αξία του απ’ το μηνιάτικο της. Μετρούσε ήδη δυο χρόνια στο εργαστήρι του και άλλα δεκαοκτώ στην ζωή. Οι ημιπολύτιμοι λίθοι και δη ο αμέθυστος ασκούσαν μια ιδιαίτερη γοητεία στα βαθυπράσινα μάτια της. Πίστευε πως κάθε ένας απ’ αυτούς κουβαλούσε ενέργεια που την μετέδιδε σ’ αυτόν ή αυτήν που τον έφερε μαζί του. Φρόντισε να μάθει την δουλειά πολύ γρήγορα μιας και την τρόμαζε η σκέψη και μόνο ότι σε αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να επιστρέψει στο ορεινό χωριό που γεννήθηκε,  όπου το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να πλέκει με τις ώρες τα υφαντά που εμπορεύονταν ο πατέρας της σε ντόπιους και τουρίστες, τσακίζοντας στη δουλειά την πλάτη της μάνας της και την δική της. Ο Σταύρος ήταν θείος απ’ το σόι της μητέρας της και είχε καταφέρει να ξεκολλήσει την μικρή απ’ την πατρική φυλακή, εξ αιτίας μιας χάρης που του χρώσταγε ο πατέρας της. Το ένα του μάτι είχε προσβληθεί από μια ανίατη πάθηση και δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου παρά μόνο περιφερειακά δυσχεραίνοντας την λεπτοδουλειά που απαιτούσε το πρόσφατο επάγγελμα του. Έτσι πήρε την Μυρτώ στην δούλεψη του και της έμαθε αυτά που ήξερε. Εκείνος θα ασχολιόταν πια μόνο με το εμπόριο. «Σας έχω φέρει ένα δαχτυλίδι της μητέρας μου για να το φτιάξετε στα μέτρα της. Θα της το κάνω δώρο» του είπε η κυρία Τρέκη και πρόσθεσε «κατάφερα και το πήρα χωρίς να με πάρει χαμπάρι αλλά πρέπει να το επιστρέψω λίαν συντόμως γιατί ποιος την ακούει. Μέχρι και την αστυνομία μπορεί να καλέσει για να το βρει. Πάντως συμφωνώ απόλυτα με την επιλογή σας η οποία όπως πάντα είναι καλόγουστη» Τελειώσε την φράση χαμογελώντας πιο θηλυκά απ’ όσο θα άρμοζε σε μια παντρεμένη γυναίκα. Ο Σταύρος είχε μεγάλη αδυναμία στον ποδόγυρο και τούτη δω πίστευε πως θα την κατάφερνε κάποια στιγμή. Ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που παραθέριζε στο νησί μην παραλείποντας κάθε φορά να διαθέσει ένα σεβαστό ποσό για κοσμήματα στο κατάστημα του. Η κυρία είχε ‘επιφάνεια’ όπως συνήθιζε να λέει για τους οικονομικά εύρωστους γι αυτό και ήθελε να την εντυπωσιάσει.
«Μόνο που δεν θα είναι έτοιμο μέχρι αύριο το πρωί που φεύγετε» πετάχτηκε η Μυρτώ σαν γάτα που της πάτησαν την ουρά.
«Θα μπορούσαμε βέβαια να σας το στείλουμε χωρίς καμία επιβάρυνση σε όποια διεύθυνση επιθυμείτε» πρόσθεσε ήρεμα ο Σταύρος διαλύοντας την συννεφιασμένη αύρα της βοηθού του. «Εσύ Μυρτώ κοίτα να ξεκινήσεις να το φτιάχνεις από σήμερα. Οι μικροεπισκευές μπορούν να περιμένουν. Η κυρία Τρέκη θα εξυπηρετηθεί με απόλυτη προτεραιότητα».
«Αηδίες» σκέφθηκε η Μυρτώ. «Κοίτα τον που σαλιαρίζει κιόλα. Κάτι τέτοια μου γυρνάνε το στομάχι τα μέσα έξω». Άρπαξε με μια απότομη κίνηση τον αμέθυστο απ’ τα χέρια της και χάθηκε πίσω απ’ το ξύλινο παραβάν που απομόνωνε τον χώρο του εργαστηρίου απ’ τα περίεργα βλέμματα. Τον άφησε απαλά πάνω σε ένα τσόχινο κουτάκι σαν να κρατούσε αυγό που με την παραμικρή κίνηση θα έσπαγε και έπιασε για άλλη μια φορά να τον παρατηρεί σαν να περίμενε πως κάτι θα βρει μέσα στον σκοτεινό βυθό του. Έπειτα πήρε λίγο χοντρό ασημένιο σύρμα, το πύρωσε και κόλλησε πάνω του ένα φαρδύ κομμάτι από φύλλο του ίδιου μετάλλου. Άρχισε σιγά σιγά να λειαίνει τις επιφάνειες έχοντας κατά νου το δαχτυλίδι με το κεχριμπάρι το οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν δικό της σχέδιο. Σε δύο ώρες το ορφανό κόσμημα ήταν σχεδόν έτοιμο. Αύριο το πρωί θα έβαζε την πέτρα. Θα μπορούσε να το τελειώσει σήμερα μα δεν θα έκανε το χατίρι ούτε σε κείνη πόσο μάλλον σε κείνον.
Το επόμενο πρωί η Μυρτώ άργησε. Το μηνιαίο άλικο ραντεβού της γυναικείας φύσης έφερε πόνο και εξάντληση μεσ’ την νύχτα, μετακινώντας την συνηθισμένη ώρα έγερσης  τριάντα λεπτά αργότερα. Ο Σταύρος που ήταν πρωινός τύπος και με την ηλικία ξυπνούσε πλέον απ’ τα άγρια χαράματα στεκόταν στην είσοδο του μαγαζιού χαζεύοντας την περαντζάδα.
«Θες να μου πεις ότι κουράστηκες απ’ την πολλή δουλειά;» της είπε μόλις την είδε χαμογελώντας ειρωνικά και πρόσθεσε «θα μπορούσες να το είχες τελειώσει και χθες το δαχτυλίδι».
«Θα μπορούσα. Και εσύ θα μπορούσες να μην της είχες δείξει αυτόν τον αμέθυστο. Αλλά της τον έδειξες. Ας πούμε πως είμαστε πάτσι». Καθώς πέρναγε από μπροστά του της έδωσε ένα μικρό μπάτσο στον ποπό.
«Κομμένα τα χέρια σου Πετρά. Κι άσε τις γαλιφιές, δεν πιάνουν». Απ’ τα νεύρα της έριξε το καμινέτο και το βάζο με τον καφέ στο διάσπαρτο με μεταλλικά σκουπίδια δάπεδο. Ψαλιδιές, ρινίσματα και υπολείμματα από κατεστραμμένα εξαρτήματα φρόντισαν να εμπλουτίσουν το ηχητικό αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
«Αν είναι να μας τα γκρεμίσεις όλα καλύτερα να πας για κάνα μπανάκι στα βραχάκια μπας και ησυχάσεις. Τι έγινε; Σε έφτυσε κάνας λεβέντης ή έχεις τα ρούχα σου;»
«Δουλειά σου» του απάντησε. Μάζεψε ότι είχε πέσει τα παράτησε στον νεροχύτη και βγήκε έξω για να πάρει καφέ.
«Πάλι φεύγεις;». Αυτή τη φορά ο Σταύρος δεν πήρε απάντηση. Ήξερε ότι το είχε παρατραβήξει μα στ’ αλήθεια του άρεσε πολύ να την πειράζει. Δεν είχε ποτέ πονηρό σκοπό για την ανιψιά του, την νοιαζότανε. Ήταν άνθρωπος χωρίς παιδιά και κάπως έτσι θα ήθελε να ήταν η κόρη του. Ατίθαση και καπάτσα, χαριτωμένη. Όμορφη δεν θα την έλεγες αλλά είχε τον τρόπο της να ελκύει τα αρσενικά του νησιού. Και το ήξερε. Πολλές φορές μάλιστα της έκανε εντύπωση που κάποιοι δεν της έδιναν σημασία. Όπως ο Λάμπης για παράδειγμα που στεκόταν τώρα με γυρισμένη την πλάτη πίσω απ’ την μπάρα και της ετοίμαζε τον καφέ.


«Μίλα μας και ας μην μας αγαπάς» του είπε καθώς περίμενε να αποτελειώσει την παραγγελιά της.
«Τι έγινε βρε Μυρτούλα;» αποκρίθηκε βαριεστημένα.
«Τι να γινε, έχει ζέστη και εγώ κάθομαι κι ασχολούμαι με σάχλες»
«Και με τι θα ‘θελες να ασχολείσαι; Δουλειά είναι κι αυτή όπως όλες. Αν βαρέθηκες πες το στο Σταύρο να σου δώσει κανα ρεπό αν και Ιούλη μήνα σιγά μην σ’ αφήσει να φύγεις».


Ο Λάμπης είχε δίκιο. Αποκλείεται να της έδινε άδεια παρόλο που ακόμα βρισκόντουσαν στην δεύτερη εβδομάδα του μήνα και η κίνηση στην αγορά ήταν πεσμένη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας το δαχτυλίδι ήταν πια έτοιμο. «Εδώ που τα λέμε» έλεγε ο Σταύρος καθώς περιεργαζόταν με θαυμασμό το κόσμημα μέσα στην παλάμη του, «μου φαίνεται κάπως παράτολμο να το στείλω με τις ταχυμεταφορές. Κάτι μπορεί να συμβεί και να χαθεί. Ποτέ δεν ξέρεις». Γύρισε και κοίταξε με νόημα την Μυρτώ.


«Τι θα έλεγες για μια μικρή βόλτα στην πρωτεύουσα;». Εκείνη δεν απάντησε. Έψαξε πίσω απ’ το βλέμμα του να βρει το ψέμα μα η πρόταση ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Λίγες ώρες μετά βρισκόταν στο δωμάτιο της και ετοίμαζε ενθουσιασμένη τα λιγοστά πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της στο ταξίδι. Το πλοίο ξεκινούσε στις οκτώ το πρωί απ’ το λιμάνι που βρισκόταν μερικά μέτρα απ’ το σπίτι που έμενε, όμως παρόλα αυτά κατάφερε να πηδήξει στην μπουκαπόρτα την στιγμή που μάζευαν τους κάβους. Ανέβηκε στην γέφυρα και βρήκε ένα παγκάκι δίπλα στο πιλοτήριο. Εκεί την περίμεναν οι αχτίδες του ήλιου που φρόντισαν μέσα σε λίγες ώρες να καλύψουν κάθε γυμνό σημείο του κορμιού της δίνοντας στο δέρμα της χρώμα ώριμου καλοκαιρινού φρούτου. Ζαλισμένη όπως ήταν απ’ την έκθεση στο φωτοβόλο αστέρι, κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά αναζητώντας την αφετηρία του λεωφορείου που θα την προωθούσε στον τελικό της προορισμό. Είχαν περάσει δέκα χρόνια απ’ την τελευταία φορά που είχε κατέβει για κάποιο πρόβλημα υγείας με την μητέρα της και της έκανε την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη εντύπωση η συνεχής κινητικότητα προσώπων και πραγμάτων μέσα στο πολύβουο αστικό περιβάλλον. Η διαδρομή με το λεωφορείο της εξασφάλισε μερική ηχητική απομόνωση και μια πιθανή ψύξη στον ιδρωμένο σβέρκο της εξ’ αιτίας του ισχυρού κλιματιστικού. Είχε καθίσει δίπλα σε ένα παράθυρο και καταχωρούσε στην μνήμη της εικόνες από πλατείες, κτίρια, σπίτια, μνημεία, δρόμους σαν αρχάριος χρήστης που ανακάλυπτε την πληροφοριακή αφθονία του Διαδικτύου. Κάποια στιγμή τα κτίρια λιγόστεψαν, το πράσινο στάθηκε κι απ’ τις δυο πλευρές του δρόμου και το λεωφορείο φάνηκε να ανηφορίζει στο άπειρο. Η Μυρτώ που είχε ανοίξει παρά τις διαμαρτυρίες κάποιων επιβαινόντων το παράθυρο, κοίταξε μακριά στον ορίζοντα. Σε λίγο δυο διαφορετικές αποχρώσεις του μπλε έσμιγαν μπροστά απ’ τον κόλπο της Βουλιαγμένης.


«Δεσποινίς, στην επόμενη στάση κατεβαίνετε» της φώναξε ο οδηγός που είχε αναλάβει να την ειδοποιήσει εγκαίρως. Θα μπορούσε στ’ αλήθεια να συνεχίσει, να φτάσει μέχρι το τέρμα της γραμμής. Έριξε μια ματιά στον αμέθυστο που ήταν δεμένος με το μεσαίο της δάκτυλο απ’ την αρχή του ταξιδιού και πάτησε το κόκκινο κουμπί για να κατέβει. «Κάπου εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας» φάνηκε σαν να του είπε παρατηρώντας τον για άλλη μια φορά.


Το διαμέρισμα της μητέρας της κυρίας Τρέκη βρισκόταν στο τέλος μιας μεγάλης ανηφόρας στον τέταρτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας με φρεσκοβαμμένη πρόσοψη και μεγάλα μπαλκόνια που έβλεπαν το μεγαλύτερο μέρος του κόλπου. Η Μυρτώ δεν είχε πολύ καιρό για χάσιμο. Ήταν απόγευμα και στις δέκα το βράδυ έπρεπε να βρίσκεται στο λιμάνι για να επιβιβαστεί στο πλοίο της επιστροφής. Η δίφυλλη γυάλινη πόρτα της εισόδου ήταν ανοικτή. Κάποιος έβγαινε τραβώντας ένα ποδήλατο, φορώντας σορτσάκι και μακό με παρδαλά χρώματα, ένα εξίσου πολύχρωμο κράνος και επιγονατίδες. Της έριξε μια γρήγορη ματιά και έπειτα επιδόθηκε σε μια φρενήρη κούρσα με το δίτροχο όχημα του λες και είχε μείνει δυο γύρους πίσω στον αγώνα της ζωής του.


«Ποια είστε;» ακούστηκε μια νεανική φωνή μισανοίγοντας την βαριά πόρτα ασφαλείας. Η Μυρτώ συστήθηκε, δήλωσε τον σκοπό της επίσκεψης της και περίμενε μέχρις ότου η κυρία Δήμητρα σηκώσει τις αμπάρες όπως την άκουσε να λέει και την καλωσορίσει. Η ηχητική φρεσκάδα έδειχνε να ταιριάζει με την κινητικότητα της. Όχι όμως και με το παρουσιαστικό της που μαρτυρούσε πως της απέμεναν κάτι λιγότερο από δυο δεκαετίες  για να αγγίξει το τριψήφιο νούμερο  που προκαλεί δέος. Το αν θα το κατάφερνε ή όχι σίγουρα δεν απασχολούσε την Μυρτώ που έπιασε να παρατηρεί το μικρό καθιστικό που ξεδιπλώνονταν μπροστά της. Παλιά βαριά έπιπλα από σκουρόχρωμο ξύλο καταλάμβαναν δυσανάλογο χώρο σε σχέση με τα διαθέσιμα τετραγωνικά, δυσχεραίνοντας ακόμα και την διέλευση μέχρι την έξοδο για την βεράντα.
«Να κάτσουμε έξω που έχει δροσιά» της φώναξε η κυρία Δήμητρα απ’ την κουζίνα καθώς ετοίμαζε ένα δίσκο με παγωμένη λεμονάδα και λίγα βουτήματα.


«Λοιπόν, έκανες όλο αυτό το δρόμο για να μου δώσεις το δαχτυλίδι που μου πήρε η κόρη μου; Δεν σου κάνει εντύπωση που δεν το παρέδωσες στην ίδια για να μου το φέρει;» την ρώτησε.


«Η αλήθεια είναι πως όχι. Μας εξήγησε πως μόλις θα επέστρεφε απ’ τις διακοπές της στην Αθήνα θα αναχωρούσε αμέσως για κάποια δουλειά στο εξωτερικό». Θα προτιμούσε να την άφηνε μόνη της παρέα με ένα, δυο λίτρα απ’ αυτή την υπέροχη λεμονάδα να χαζεύει τις μαβιές αποχρώσεις που σε λίγη ώρα θα πλημμύριζαν τον ουρανό παρά να ακούει για την προβληματική σχέση που είχε με την κόρη της. Μα η ηλικιωμένη γυναίκα δεν έβρισκε εύκολα άνθρωπο για να πει τον πόνο της. Η κουμπάρα και μοναδική της φίλη που παρέμενε ζωντανή εκτελούσε χρέη γιαγιάς στο εξοχικό του γιού της και έτσι το καλοκαίρι το περνούσε μοναχικά, πάνω στο λόφο αγναντεύοντας τις αναμνήσεις.


«Ναι, πάντα βρίσκει μια καλή δικαιολογία για να μην με δει.» συνέχισε «Βαριέται. Νομίζει πως με τα δωράκια που μου κάνει κατά καιρούς εκπληρώνει το καθήκον της απέναντι μου». Η Μυρτώ αποφάσισε να μην μιλήσει. Κάποια στιγμή θα στέρευε δεν μπορεί.


«Πάντως οφείλω να ομολογήσω πως αυτή τη φορά ξεπέρασε τον εαυτό της. Το δαχτυλίδι είναι πανέμορφο και αυτός ο αμέθυστος …. Εσύ το ‘φτιαξες;». Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της καρφώνοντας το βλέμμα ασυναίσθητα στο πετράδι. Στο μεταξύ φωνές έφτασαν μέχρι το μπαλκόνι. «Κυρία Ντήμητρα άνοιξε»


«Εγώ να πηγαίνω» βρήκε την ευκαιρία η Μυρτώ.


«Όχι, περίμενε, μην φεύγεις. Θα χτύπησαν το κουδούνι και επειδή καθόμαστε έξω δεν πήραμε χαμπάρι» της πέταξε. Σε λίγα λεπτά έμπαινε στο σπίτι ένα ψηλός ξερακιανός τύπος με κοντά ξανθά μαλλιά.


«Α, ήρθες επιτέλους. Σε περιμένω απ’ την περασμένη Δευτέρα. Νόμιζα πως μόνο οι Έλληνες τεχνίτες καθυστερούσαν μα και σεις οι ξένοι δεν πάτε πίσω».


«Ντουλειά, πολύ ντουλειά λίγο χρόνο» της απάντησε ο ξένος κοιτώντας παράλληλα την Μυρτώ.


«Αυτός είναι ο Ιγκόρ, ξυλουργός, συντηρητής επίπλων και ποιος ξέρει τι άλλο». Ο Ιγκόρ χαμογελούσε κι ας μην καταλάβαινε. «Έχει κάτι  μήνες εδώ. Ήρθε να ψάξει τις ρίζες του. Ο πατέρας του ήταν κάποιος Έλληνας που φρόντισε να κανονίσει την μάνα του μια βραδιά και έπειτα να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Νησιώτης σαν και σένα. Ο Ιγκόρ πήγε να τον γυρέψει στην Νάξο. Έμπλεξε με κακές παρέες, τον έκλεψαν, άκρη δεν έβγαλε με τον πατέρα που τον έδιωξε κακήν κακώς και έτσι γύρισε στην Αθήνα απένταρος. Κάνει δουλειές από δω κι από κει, πιάνουν τα χέρια του. Εμένα μου τον σύστησε μια κυρία που έχει ένα φούρνο εδώ πιο κάτω. Του αρέσει η Ελλάδα, δεν θέλει να φύγει, έτσι δεν είναι Ιγκόρ;».


Ο Ρώσος είχε ξεκινήσει να δουλεύει πάνω σ’ ένα μπουφέ από οξιά, κατασκευασμένο δυο αιώνες πριν. Καθώς γύρισε να κοιτάξει για άλλη μια φορά την Μυρτώ η ματιά του πάγωσε πάνω στο δαχτυλίδι που φορούσε η περιστασιακή εργοδότρια του. Άρχισε να δείχνει τον αμέθυστο και να συλλαβίζει συνδυασμούς του κυριλλικού αλφαβήτου που μόνο κάποιος απ’ τα μέρη του θα ήταν σε θέση να καταλάβει. Φαινόταν ταραγμένος. Πλησίασε την κυρία Δήμητρα και με νοήματα τώρα, προσπαθούσε να της δώσει να καταλάβει πως πάνω στο μεσαίο οστεώδες δάκτυλο του δεξιού χεριού της υπήρχε ένα κομμάτι απ’ την ζωή του. Ήταν βέβαιος. Θα αναγνώριζε αυτό το μωβ πετράδι ανάμεσα από χίλια όμοια. Ήταν το μοναδικό ενθύμιο που είχε η μητέρα του απ’ τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε, απογοητεύτηκε και απέκτησε το πολυτιμότερο αγαθό για μια γυναίκα μέσα σε μια νύχτα.


Λίγες ώρες μετά η Μυρτώ και ο Ιγκόρ βρισκόντουσαν στον Πειραιά. Ο ουρανός ήταν πορτοκαλί. Αστέρια δεν υπήρχαν, παρά μόνο αυτό το χρώμα που δημιουργούσαν τα φώτα της πόλης. Ο Ιγκόρ καθόταν σε ένα παγκάκι μπροστά απ’ την φωτισμένη είσοδο του πλοίου. Παρατηρούσε μηχανικά τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά που έμπαιναν μέσα ενώ μασουλούσε ένα ξέχειλο σουβλάκι με πίτα. Στο μυαλό του είχε προετοιμάσει την δεύτερη συνάντηση με τον πατέρα του με την υποστήριξη πλέον της Ελληνίδας ξαδέρφης του. Η Μυρτώ στεκόταν λίγο πιο πέρα, μπροστά απ’ την συσκευή ενός τηλεφωνικού θαλάμου σχηματίζοντας το νούμερο του Σταύρου στην οθόνη. Μεσολάβησαν μονάχα πέντε μπιπ μέχρι να ανοίξει η γραμμή και να ξεστομίσει την καλύτερη ατάκα που είχε σκεφθεί μέχρι τότε:


«Σταύρο, ξέρεις κάτι; Είσαι και ψεύτης και πατέρας!»


Τέλος

Σπύρος Γλύκας 2012

Σχόλια