'Ο Καναπές'. Διαβάστε το τρίτο μου διήγημα καθισμένοι στο αγαπημένο σας έπιπλο. Μονάχα μην ανοίξετε την τηλεόραση γιατί χάθηκα ... (!!)




Ο Καναπές



Το μονοπάτι που οδηγούσε στο πρώτο καταφύγιο του βουνού ήταν στενό και ανηφορικό. Υπολογίζαμε πως σε μισή ώρα θα είχαμε φθάσει. Θα διανυκτερεύαμε εκεί και θα συνεχίζαμε αξημέρωτα το άλλο πρωί την πορεία μας, μέχρι να φθάσουμε στο ψηλότερο σημείο για να απολαύσουμε την θέα και να κατασκηνώσουμε για τελευταία φορά πριν πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Ανυπομονούσα να έρθει η μέρα που θα ξεκινούσε αυτή η εκδρομή. Η πεζοπορία αποτελούσε την βασική μου διέξοδο απ’ την καθημερινότητα και ένα προσωρινό αντίδοτο στην μοναξιά που με συντρόφευε το τελευταίο διάστημα. Η αιφνίδια αναχώρηση του συζύγου μου για τον άλλο κόσμο συνέπεσε με τις ορμονικές διαταραχές της εμμηνόπαυσης. Ίσως το ισχυρότερο κοκτέιλ που μπορεί μια γυναίκα να δοκιμάσει στα πενήντα της, ικανό να της αναποδογυρίσει ανεπιστρεπτί την ψυχική της ηρεμία. Πήρα τα βουνά λοιπόν. Ύστερα από προτροπή της μιας και μοναδικής μου κόρης, η οποία αισθανόταν τύψεις που δεν βρισκόταν στα πάτρια εδάφη για να με υποστηρίξει σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές τον πρώτο καιρό, που απέδιδα στην απουσία του αντρός μου ότι στραβό κι αν συνέβαινε. Απ’ το κάψιμο μιας λάμπας, μια βλάβη του αυτοκινήτου εξ αιτίας της ακινησίας του, την άνοδο των τιμών στα αγαθά πρώτης ανάγκης μέχρι και την αποδοχή κληρονομιάς. Από τας Παρισίους όπου με κάλεσε για να μείνω όσο ήθελα προκειμένου να ηρεμήσω, αλλά δεν δέχθηκα γιατί απλώς δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξω αυτόν τον υπερφίαλο τον  γαμπρό μου τον Κλώντ, μου διεμήνυσε ότι η φυσική άσκηση συνδυασμένη με κοινωνική δραστηριότητα θα έδινε διέξοδο στα προβλήματα μου. Αυτή την ιδέα της την είχε προτείνει ο ψυχολόγος τον οποίο έκρινε απαραίτητο ότι έπρεπε να επισκέπτεται κάθε μήνα, για να εξισορροπεί τις ψυχικές αναταράξεις που της προκαλούσε η απουσία της μητρότητας. Ήθελε πολύ να κάνει παιδί μα ότι κι αν είχαν δοκιμάσει δεν είχε φέρει αποτέλεσμα. Όσο κι αν την αγαπούσα δεν μπορούσα παρά να αναγνωρίσω ότι ήταν μουντρούχα, δύσκολη, γκρινιάρα. Άλλος ένας λόγος που δεν ήθελα να πάω στη Γαλλία για να μείνω με τους μήνες. Εδώ που τα λέμε μου έμοιαζε αρκετά.

Όταν έγινα μέλος σε ένα σύλλογο πεζοπορίας με έδρα το Περιστέρι, τα περισσότερα άτομα ήμασταν γυναίκες της ηλικίας μου. Μαζευόμασταν 12 όλοι κι όλοι σε μια καφετέρια κοντά στον σταθμό του Μετρό, ανοίγαμε τους χάρτες μας, φέρναμε πληροφορίες απ’ το Διαδίκτυο και συζητούσαμε για τα πιθανά μέρη που θα επισκεπτόμασταν. Μέσα σε δυο χρόνια από τότε που είχε πεθάνει ο Άρης, είχα καταφέρει να καλύψω 8 πανέμορφες διαδρομές σε βουνά ανά την Ελλάδα και να αποκτήσω μια καλή φίλη την Μυρτώ. Στην τελευταία μας λοιπόν εξόρμηση προστέθηκε ένα καινούργιο μέλος, ο Κώστας. Ήταν ένα διευθυντικό στέλεχος γνωστής εταιρίας παρασκευής τσιμέντου, κόντευε κι αυτός τα πενήντα και είχε επιστρέψει εδώ και καιρό στο πατρικό του σπίτι πλάι στην μητέρα του. Οι γυναίκες. Αυτές του έφταιγαν. Και σαν γνήσιος Έλληνας υιός μόλις βρήκε τα σκούρα και με πρόφαση την προχωρημένη ηλικία της μάνας του, ταμπουρώθηκε πίσω απ’ την οικογενειακή εστία προτιμώντας να δίνει τις συναισθηματικές του μάχες εκ του ασφαλούς. Έτσι ξεκίνησε να πολιορκεί και μένα μεταξύ άλλων, όταν ακόμα οι ρόδες του πολυτελέστατου πούλμαν κυλούσαν στην απλωμένη εθνική οδό που ένωνε την Αθήνα με την συμπρωτεύουσα. Η ακατάσχετη φλυαρία του  περιλάμβανε κυρίως γεγονότα απ’ την ταραχώδη νεανική του ηλικία που την έζησε στην Αλεξάνδρεια, σε μια εποχή που σε τίποτα δεν θύμιζε τις λαμπρές ημέρες που γνώρισε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50 ο Ελληνισμός. Λίγο με ενδιέφεραν όλα αυτά. Οι ρυθμοί που ακολουθούσα σ’ αυτές τις εξορμήσεις της μικρής μας ομάδας ήταν πολύ χαλαροί και ένας λόγος παραπάνω που συνέχιζα την πεζοπορία, ήταν η απουσία οποιασδήποτε μορφής πίεσης και δη αρσενικής. Ας με έβρισκαν πίσω στην πόλη. Εδώ ερχόμουν για να αδειάσω το κεφάλι μου και να φουσκώσω τα πνευμόνια μου με αρκετό οξυγόνο. Δυστυχώς η πολιορκία συνεχίσθηκε και μετά την άφιξη μας στον προορισμό μας. Μονάχα η απότομη ανάβαση σε κάποια σημεία έδειχνε ικανή να κάμψει το λεκτικό του σθένος. Η ζημιά όμως είχε γίνει. Μου είχε χαλάσει την διάθεση και αποφάσισα να τραπώ σε φυγή. Στην τελευταία μας στάση πριν το καταφύγιο και ενώ όλοι έσπευσαν να δροσίσουν τα ξερά τους λαρύγγια με το γάργαρο παγωμένο νερό μιας πηγής που ανάβλυζε σε εκείνο το σημείο, άρπαξα την ευκαιρία και χώθηκα σε ένα μονοπατάκι που περνούσε μέσα από πυκνές καστανιές και εκ πρώτης όψεως φαινόταν να διατηρεί οπτική επαφή αλλά και την ίδια κατεύθυνση με το κεντρικό μονοπάτι. Έτσι θα μπορούσα να τους παρακολουθώ χωρίς ψυχικές οδύνες. Ανεβαίνοντας  μερικά μέτρα πιο πάνω άρχισα να ξεμακραίνω κατευθυνόμενη δυτικά σε σχέση με την ομάδα μας. Δεν έδωσα σημασία και συνέχισα. Το πολύ πολύ να ξαναγυρνούσα πίσω στην πηγή και να επέστρεφα απ’ την κανονική διαδρομή. Φυσούσε και το θρόισμα των φύλλων απομόνωνε οποιονδήποτε ήχο απ’ το δάσος δίνοντας μου την εσφαλμένη εντύπωση πως βρισκόμουν κοντά σε θάλασσα. Ο ήλιος περνούσε μέσα απ’ τα δένδρα και σχημάτιζε δαιδαλώδη μοτίβα με τις σκιές τους στην επιφάνεια του νωπού εδάφους. Περπατούσα μόνη μα αισθανόμουν σαν με είχε πάρει αγκαλιά η φύση γεμίζοντας τα μάτια μου εικόνες, αλλάζοντας το χρώμα τους από καστανό, πότε σε πράσινο, άλλοτε σε κίτρινο κι άμα κοιτούσα ψηλά σε μπλε. Ήμουν όμορφη χωρίς ηλικία, πατούσα έξω απ’ τον χρόνο. Μόνο η ευτυχία που ξεχείλισε μεσ’ στο κορμί μου, φρόντισε να με προσγειώσει στο βουνό που βρισκόμουν με την εφήμερη διάρκεια της. Και τότε, ακριβώς εκείνη τη στιγμή που για μια ακόμα φορά σκέφθηκα πόσο λίγο κρατάει η μαγεία στην μικρή πορεία του καθενός προς τον θάνατο συνάντησα ένα …. έπιπλο! Το μονοπατάκι έβγαζε σε ένα άνοιγμα που θα μπορούσε να φιλοξενήσει μια οικογένεια με αρκούδες, ή μερικά ελάφια που διεκδικούν το ταίρι τους ή μια ομάδα σαν την δική μας να κολατσίζει. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υπήρχε παρά μονάχα ένας τριθέσιος καναπές. Πλησίασα, πέρασα την παλάμη μου πάνω απ’ το ύφασμα. Ήταν τραχύ και λίγο υγρό. Πίεσα τα μαξιλάρια. Η εικόνα τρύπωσε βίαια στο κουτί με τις αναμνήσεις και ξέβρασε ένα σωρό ζωγραφιές πάνω σε καμβά, φτιαγμένες με πινέλα, με σπάτουλα, με το χέρι. Με πάθος, με αγάπη. Σουρεαλιστικές τις περισσότερες φορές με κυρίως θέμα την φύση. Ήταν εικόνες, πίνακες απ’ την τελευταία δουλειά του Άρη. Μια έκθεση που τόσο ήθελε να κάνει μα τον πρόλαβε η μετάβαση στην απόλυτη υπέρβαση όπως συνήθιζε να λέει αστειευόμενος για τον θάνατο. Ασυναίσθητα βρέθηκα να κάθομαι στη μια μεριά του καναπέ και να κοιτάζω δίχως να βλέπω. Θα πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να αρχίσω να αναρωτιέμαι πως διάολο βρέθηκε τούτο δω το πράγμα εδώ πάνω. Το παράδοξο της υποθέσεως κατάφερε να διακόψει το παρελθοντικό μου παραλήρημα και να μαλακώσει την συγκίνηση που είχε συννεφιάσει τη διάθεση μου. Σηκώθηκα και τράβηξα ένα ένα τα μαξιλάρια, ψάχνοντας για στοιχεία που θα πρόδιδαν την προέλευση του. Σε μια γωνία σβολιασμένο με περίμενε ένα χάρτινο σημείωμα. Το ξετύλιξα προσεχτικά και έπιασα να αποκρυπτογραφήσω το περιεχόμενο του. Καθόλου εύκολο. Τα γράμματα είχαν κυλίσει το ένα μέσα στ’ άλλο παριστάνοντας μια ξεπλυμένη μπλε ανακατωσούρα. Μπα, δεν έβγαζα νόημα. Έφερα ένα γύρω το έπιπλο. Έπεσα στα τέσσερα και κοίταξα από κάτω. Τίποτα. Έβαλα τα μαξιλάρια και πάλι στη θέση τους και κάθισα. Ο αέρας είχε δυναμώσει. Το φως άλλαζε καθώς ήταν πια απόγευμα. Ξαφνικά δυο χέρια κάλυψαν τα μάτια μου. Γύρισα σαστισμένη προς τα πίσω και είδα τον Κώστα.

«Εδώ κρύβεσαι και σε ψάχναμε. Τι λες; Να τον πάρουμε τον καναπέ;» μου είπε εύθυμα. Δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να σβήσουν την μικρή περιπέτεια που είχα απολαύσει μόνη μου. Η πρωινή νευρικότητα είχε επανέλθει δριμύτερη.

«Με κοψοχόλιασες» του είπα θυμωμένα. Ήρθε και έκατσε δίπλα μου.

«Εδώ θα την βγάλεις απόψε;»

«Μπορεί, γιατί ρωτάς;»

«Να, λέω μήπως σου φέρω καμιά κουβέρτα. Πάντως και στο καταφύγιο είναι περίφημα. Χάνεις». Αισθανόμουν παγιδευμένη. Να διανυκτερεύσω σε ένα καναπέ στο πουθενά μέσα στο δάσος δεν ήταν στις προθέσεις μου. Απ’ την άλλη η σκέψη και μόνο ότι θα ήμουν μαζί του σε ένα κλειστό χώρο μέχρι να μας πάρει ο ύπνος φάνταζε ακόμα χειρότερη.

«Πάντως να ξέρεις πως ακόμα και αν αποφασίσεις να κατασκηνώσεις εδώ πέρα δεν θα σ’ αφήσω μοναχή σου. Θα μείνω και εγώ». ‘Τώρα μάλιστα’ είπα από μέσα μου. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

«Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτός ο καναπές;» μου είπε και πρόσθεσε δίχως να μου αφήσει χρόνο να του απαντήσω «την παιδική μου ηλικία. Έπαιζα ποδόσφαιρο από μικρός και ήμουν καλός. Βάζαμε στοιχήματα στις αλάνες που πηγαίναμε μαζί με τον Ντέιβιντ, ένα ντόπιο αγόρι που ήταν ο καλύτερος μου φίλος. Ήταν ένα ψιλόλιγνο παιδί που πούλαγε τσιγάρα στο καπνοπωλείο της γειτονιάς που έμενα. Ο πατέρας μου ήταν μανιακός καπνιστής και έτσι γνωριστήκαμε μιας και μας ένωνε το κοινό πάθος για την μπάλα. Ο Ντέιβιντ φορούσε πάντα μια μπλούζα που αντιπροσώπευε την εμφάνιση κάποιας γνωστής ευρωπαϊκής ομάδας. Όποιος έχανε λοιπόν σε εκείνα τα παιχνίδια κερνούσε τις υπέροχες λεμονάδες που μπορούσες να απολαύσεις στην Αίγυπτο. Θυμάμαι μια φορά που είχαμε παίξει με άλλα δυο Ελληνάκια και είχαμε κερδίσει ύστερα από δυο ώρες μπάλα κάτω από αφόρητες συνθήκες. Ζέστη. Ήμασταν τόσο εξαντλημένοι που δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Με τις λεμονάδες ανά χείρας, περπατούσαμε ζαλισμένα μέχρις ότου  πετύχαμε μια μετακόμιση έξω από ένα μεγάλο κτίριο. Ένα φορτηγό είχε σταματήσει και κάμποσα άτομα μπαινόβγαιναν μεταφέροντας έπιπλα, διακοσμητικά, οικιακές συσκευές, βαλίτσες με ρούχα, κουζινικά, βιβλία. Εκείνη την ώρα λοιπόν έβγαζαν ένα χιλιομπαλωμένο καναπέ, τριθέσιος πρέπει να ήταν κι αυτός και τον παράτησαν δίπλα σε ένα σωρό με σκουπίδια στην πίσω πλευρά της πολυκατοικίας που δεν την έβλεπε ήλιος. Στα κουρασμένα μας μάτια το μέρος έμοιαζε με σαλόνι πολυτελείας. Χωρίς δεύτερη κουβέντα καθίσαμε και οι τέσσερις και μοιραστήκαμε τις λεμονάδες κοροϊδεύοντας τους μεταφορείς, λέγοντας ενήλικα ανέκδοτα και παραθέτοντας τις φανταστικές περιπέτειες του καθενός με το αντίθετο φύλλο. Όμορφα χρόνια». Ο Κώστας δεν πτοήθηκε που δεν μπήκα στον κόπο να σχολιάσω την μικρή του ιστορία και επανήλθε δριμύτερος. «Εσένα σου θυμίζει κάτι αυτό το έπιπλο;». Σκέφθηκα πως ήταν καλή ευκαιρία να του κόψω λίγο τη φόρα και του ανέφερα τον άντρα μου. Του είπα πως ήταν ζωγράφος και ότι τα τελευταία του έργα απεικόνιζαν διάφορα αντικείμενα μεταξύ και των οποίων έπιπλα που βρισκόντουσαν σε αχανή πράσινα τοπία. Σηκωθήκαμε και κατευθυνθήκαμε αργά προς το καταφύγιο. Η σιωπή του έδειχνε σεβασμό. Ήταν το πρώτο θετικό στοιχείο που παρατήρησα πάνω του. Δεν μου απεύθυνε τον λόγο όλο το βράδυ. Έδειχνε να έχει χάσει τον αυθορμητισμό του. Όταν ετοιμαστήκαμε για ύπνο με πλησίασε και μου μίλησε.

«Συγνώμη για την φλυαρία μου. Πρέπει να σε κούρασα. Δεν είχα καταλάβει ότι ήσουν φορτισμένη εκείνη τη στιγμή. Παρασύρομαι πολλές φορές. Συγνώμη και πάλι. Καληνύχτα». Η Μυρτώ μου πρότεινε να φορέσουμε τα μπουφάν και να κάτσουμε λίγο έξω. Πάλι θα θαύμαζα τον έναστρο ουρανό; Με την κουβέντα απόφυγα την ανεπιθύμητη σιωπή που ετοίμαζε σκοτεινές διαδρομές στο μυαλό μου. Μιλήσαμε για προσωπικά της ζητήματα. Αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο της απόλυσης απ’ το δικηγορικό γραφείο στο οποίο δούλευε το ένα τρίτο της ζωής της ως γραμματέας και προβληματιζόταν πώς θα συμπλήρωνε τα υπόλοιπα 7 χρόνια που της απέμεναν για να βγει στη σύνταξη. Θα ήταν πολύ δύσκολο να ξαναβρεί δουλειά σε τέτοια ηλικία. Είχε χωρίσει εδώ και πολλά χρόνια απ’ τον άντρα της και ο γιος της ήταν άλλος ένας πτυχιούχος άνεργος που σύχναζε στις καφετέριες παριστάνοντας πως δεν συμβαίνει και τίποτε. Κάποια στιγμή θα άνοιγαν οι πόρτες διάπλατα και γι αυτόν. Δεν είχε σοβαρούς λόγους για να ανησυχεί. Μετά την κουβέντα της Μυρτώς δεν άφησα να έρθει και η σειρά μου να μιλήσω παρά προφασίστηκα την πρωινή μου έγερση και αποσύρθηκα για ύπνο. Και ήταν όντως πρωινή. Έβαλα το ξυπνητήρι του κινητού μου τηλεφώνου για τις 5 τα ξημερώματα. Τέτοιο θέαμα από εκεί ψηλά κοντά στην κορφή του βουνού δεν θα το έχανα. Το άλλο πρωί σηκώθηκα με κόπο απ’ τον υπνόσακο  μου, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο απ’ την πήλινη κανάτα που βρήκα πάνω σε ένα ράφι, δίπλα στο τζάκι που ακόμα σιγόκαιγε και βγήκα έξω να περπατήσω. Ήμουν πιασμένη σε όλο μου το κορμί απ’ τη χθεσινή πεζοπορία. Ένας πόνος γλυκός, με νόημα. Κίνησα προς το σημείο όπου είχα αντικρύσει τον καναπέ. Ήταν μούσκεμα. Έβαλα το αντιανεμικό που είχα μαζί μου πάνω στο μαξιλάρι και κάθισα. Από μακριά ξεκινούσε η μέρα και εγώ αισθανόμουν σαν είχα δώσει μόλις το σύνθημα για να αρχίσουν όλες οι δραστηριότητες πάνω στη γη. Τις θεϊκές μου δυνάμεις ανέλαβε να απομυθοποιήσει ο Κώστας που σκίασε μεγάλο μέρος του τοπίου που απλωνόταν ως εκεί που έφθανε το βλέμμα, καθώς ανέβαινε τα τελευταία μέτρα του μονοπατιού που οδηγούσε στον καναπέ.

«Καλημέρα» μου είπε και πρόσθεσε «το ‘ξερα ότι θα σε έβρισκα εδώ πέρα».

«Και παρ’ όλα αυτά ήρθες να με βρεις;» του απάντησα.

«Αλήθεια, ζωγράφιζε καλά ο άντρας σου;».

«Αρκετά. Ήταν όμως άσχετος από δημόσιες σχέσεις. Καθόλου εύκολος με τους συναδέλφους τους και απόλυτος στις συναλλαγές του με τους εμπόρους και τις γκαλερί. Η Τέχνη πάνω απ’ όλα και  όλους. Αυτό πίστευε και αυτό πήρε μαζί του μιας και εδώ είναι ζήτημα αν υπάρχει και κανένας άλλος που να το πρεσβεύει».

«Δεν ξέρω. Είμαι λίγο εκτός σ’ αυτά τα θέματα. Απαίδευτο το μάτι μου σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Θα με ενδιέφερε όμως να μάθω αν..»

«Αν βρισκόταν κάποια να σου δείξει» του είπα χαμογελώντας.

«Ναι, κάπως έτσι. Τελικά έμαθες πως βρέθηκε ο καναπές εδώ πέρα;» μου είπε αλλάζοντας απότομα την κουβέντα.

«Φαντάζομαι πως θα πρέπει κάποτε να αποτελούσε ένα απ’ τα έπιπλα που βρίσκονται στο καταφύγιο».

«Κι όμως αυτός ο καναπές εμφανίστηκε ξαφνικά μια μέρα πριν φθάσουμε εδώ».

Σηκώθηκα όρθια και έκανα μερικά βήματα μέχρι το πλάτωμα απ’ όπου μπορούσα να δω ακόμα καλύτερα το πράσινο που απλωνόταν στα πόδια του βουνού και χανόταν σιγά σιγά προς την θάλασσα. Γύρισα και κοίταξα πίσω τον Κώστα που δεν είχε κουνηθεί απ’ τη θέση του. Με τον ήλιο να στέλνει τις πρώτες αχτίνες του πάνω στο πρόσωπο του μπερδεύτηκα προς στιγμήν και νόμισα πως είδα τον Άρη. «Λες;» του είπα. «Λες να μου ‘στειλε μήνυμα απ’ το υπερπέραν;».

«Λέω πως θα ήταν ωραία ιδέα να ξεσκονίσεις τους τελευταίους του πίνακες και να ετοιμάσεις την έκθεση που τόσο πολύ θα ήθελε να είχε κάνει».

«Είναι αστείο, μα μιλάς σαν να τον ξέρεις. Σαν φίλος του».

«Θα σου πω άλλη μια μικρή ιστορία. Πριν από χρόνια πέθανε ο πατέρας μου. Η μάνα μου που του είχε μεγάλη αδυναμία έκανε πολύ καιρό για να συνέλθει. Μα κι όταν αυτό συνέβη ήξερα ότι ζούσε πολύ συχνά την επαφή του μέσα στο σπίτι μας αλλά και στα όνειρα της. Ο πατέρας μου ήθελε πολύ να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι μαζί στην Ευρώπη, αλλά δεν έβαζε ποτέ χέρι στις οικονομίες που είχε μαζέψει απ’ την δουλειά μην τυχόν τις χρειαζόμασταν εμείς τα παιδιά του. Ενάμιση χρόνο μετά τον θάνατο του, η μητέρα μου ξεκινούσε για ένα ταξίδι που κράτησε ένα μήνα παρέα με μια καλή της φίλη. Αισθάνομαι ότι από τότε που επέστρεψε χαμογελάει στ’ αλήθεια όταν ακούει τις χαζομάρες που τις αραδιάζω κάθε φορά που έχω κέφια».

Το επόμενο βράδυ επέστρεψα στην Αθήνα. Η εκδρομή μας είχε ολοκληρωθεί. Κάναμε δώδεκα ώρες για να φθάσουμε αλλά ακόμα και με όλη αυτή την κούραση να  βαραίνει  τις πλάτες μου έστησα την αλουμινένια σκάλα κάτω απ’ το πατάρι και έπιασα να κατεβάζω ένα ένα τα τελευταία έργα του Άρη. Σύντομα θα ερχόμουν σε επαφή με κάποιους ανθρώπους που εκτιμούσαν την δουλειά του και η έκθεση θα έπαιρνε σάρκα και οστά σημειώνοντας μάλιστα μεγάλη επιτυχία.

Ο Κώστας συνέχισε να εμφανίζεται στις μαζώξεις μας. Κάποια μέρα ύστερα από μήνες, μια Κυριακή, ξαναβρεθήκαμε εκεί ψηλά στο πανέμορφο βουνό. Αναζητήσαμε τον καναπέ αλλά δεν τον βρήκαμε. Η αλήθεια είναι πως δεν θα ήθελα να είχε συμβεί κάτι διαφορετικό.



Τέλος

Σπύρος Γλύκας 2012

Σχόλια