'Το Κεφάλαιο Εννέα'


Σχετικά με τα διηγήματα

Κάθε εβδομάδα θα αναρτάται και ένα νέο διήγημα περιμένοντας τα σχόλια και τις παρατηρήσεις αυτών που θα έχουν την όρεξη και την υπομονή να τα διαβάσουν. Προσπαθώ κάθε φορά να γράψω κάτι διαφορετικό. Ελπίζω οι πειραματισμοί μου με την μικρή και δύσκολη φόρμα της λογοτεχνείας να σας κινήσουν το ενδιαφέρον.
Ξεκινάω ...

Το Κεφάλαιο Εννέα




«Κεφαλαιο 9. Η πλατεία». Άραγε θα υπήρχαν τίτλοι στα κεφάλαια; Δεν το είχε αποφασίσει. Πριν από μερικούς μήνες ο Γιώργος είχε ξεκινήσει να γράφει το καινούργιο του βιβλίο με αφορμή τη ζωή ενός καλού του φίλου που είχε χαθεί. Ενός περιπλανώμενου μουσικού του Τάκη, που τα τελευταία του ίχνη βρέθηκαν σε ένα χωριό στο Μαρόκο λίγο πριν όπως είχε δηλώσει ο ίδιος στην τελευταία του επικοινωνία με τον γιο του, εισέλθει στην αγκαλιά της ερήμου.
Ο Γιώργος δεν σκόπευε να δημιουργήσει ένα χαρακτήρα όμοιο με τον Τάκη. Δεν το ήθελε, πίστευε άλλωστε ότι ο φίλος του κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν και ας πέρασαν δύο χρόνια από τότε. Αναπολώντας συχνά τις όμορφες στιγμές που είχαν μοιραστεί κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ευρώπη, έδωσε προσωρινή άδεια στην νοσταλγία αλλά και διέξοδο στη συγγραφική του απραξία. Φανατικό υποστηρικτή σ’ αυτή του την προσπάθεια βρήκε τον γιο του Τάκη, τον Δημήτρη που περίμενε με ανυπομονησία κάθε φορά για να διαβάσει την συνέχεια.
Οκτώ και ένα λοιπόν κεφάλαια μετά και το βιβλίο είχε κολλήσει. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε την «πλατεία» αλλά δεν έβρισκε τρόπο να προχωρήσει. Ο ήρωας του ο Μάρκος είχε ξεκινήσει με ένα σαξόφωνο υπό μάλης απ’ την συμπρωτεύουσα και σκόπευε να γυρίσει την Ευρώπη στα τέλη του 20ου αιώνα με ιντερεϊλ χωρίς χρονικούς περιορισμούς σταματώντας για όσο διάστημα ήθελε, όπου ήθελε παίζοντας μουσική και βγάζοντας τα προς το ζην. Πέρασε πρώτα απ’ την Γιουγκοσλαβία η όποια ήταν τότε στα πρόθυρα εμφυλίου και έμεινε για μερικές μέρες σε ένα χωριό κοντά στο Βελιγράδι όπου πήρε μέρος σε τοπικό πανηγύρι με διαγωνισμό πνευστών. Έπειτα ανέβηκε στην  Γερμανία βρίσκοντας για κάμποσο καιρό δουλειά σε ένα μπαρ, στέκι Ελλήνων φοιτητών στην Καρλσρούη. Άλλαξε μεταφορικό μέσο και διέσχισε την μισή Γαλλία με ποδήλατο (ίσως να έκανε και κάποιες διορθώσεις σ αυτό το σημείο ο Γιώργος, μιας και έρχονταν μάλλον σε σύγκρουση ο μποέμικος χαρακτήρας του Μάρκου με τις βιολογικές απαιτήσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος).
Γυρνώντας απ την Πορτογαλία με το Τάλγκο, ένα τρένο που συνδέει την Λισσαβώνα με το Παρίσι, με μερικούς μήνες περιήγησης στους στενούς του ώμους ο Μάρκος σταμάτησε στην Σαλαμάνκα (η αλήθεια είναι πως την Σαλαμίνα του θύμισε το όνομα και του ‘ρθε να κατέβει νοσταλγώντας μια στάλα την πατρίδα). Η πόλη αυτή έχει το παλαιότερο πανεπιστήμιο στην Γηραιά Ήπειρο αλλά και μια απ τις ομορφότερες πλατείες στον κόσμο. Για κάποιον που έχει συνδυάσει τα αστικά κέντρα με στρογγυλές ροτόντες γεμάτες άνθη και μνημεία η Πλάθα Μαγιόρ θα αποτελέσει έκπληξη. Περιγεγραμμένη από τις τέσσερις πλευρές ενός γιγάντιου οικήματος το οποίο κάποτε στέγαζε το δημαρχείο και τις δημοτικές υπηρεσίες της πόλης, δεν προϊδεάζει τον επισκέπτη γι αυτό που θα αντικρίσει  μόλις βρεθεί μέσα της. Φθάνοντας σε μία απ’ τις τέσσερις εισόδους της, κατηφορίζοντας την Κάγιε Θαμόρα, ο Μάρκος βρέθηκε μπροστά σε μια καμάρα που έβγαζε σε ένα ξέφωτο. Περπατώντας αργά και κουρασμένα -  δεν είχε κοιμηθεί στο τρένο, συνταξίδευε με δύο κωφάλαλους και συζητούσαν για μουσική, που ύπνος! – σταμάτησε στα πρώτα τραπεζάκια που βρέθηκαν στην πορεία του. Παράτησε τον σάκο του και το σαξόφωνο κάτω στο πλακόστρωτο και άφησε το βλέμμα του να απλωθεί στην πλατεία σαν να είχε διαισθανθεί ότι εδώ…………
Σ΄ αυτό το «εδώ» είχε σταματήσει και ο Γιώργος. Θα μπορούσε να συνεχίσει με την περιγραφή , να γράψει για τα ζαχαροπλαστεία, τα καφέ, τα μπαράκια, το φαρμακείο, τους πλανόδιους, τον κόσμο στα παγκάκια, το παράνομο ζευγάρι που φιλήθηκε καταμεσής ξεχνώντας προς στιγμήν τον κίνδυνο. Αλλά κάπως έπρεπε να συνεχίσει με τον ήρωα του. Να είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτά που είχε περάσει ως τώρα.
«Εδώ είσαι ακόμα;» τον ξάφνιασε η γυναίκα του η Μυρτώ. «Μα δεν είπαμε ότι στις έξι έχουμε να πάμε την μικρή στον γιατρό για εμβόλιο;. Είναι πέντε και τέταρτο και εσύ είσαι ακόμα με τις ρόμπες. Μην πεις πάλι ότι το ξέχασες. Σου έχω αγοράσει ημεροδείκτη για να σημειώνεις τις υποχρεώσεις . Αλλά εσύ δεν χαμπαριάζεις. Ξέρω, ξέρω, είσαι συγγραφέας μπλα μπλα μπλα…..»
«Για στάσου μισό λεπτό. Εμείς θα πάμε στον γιατρό…….θα πάει όμως κι ο Μάρκος! Και θα γνωρίσει την ισπανίδα γαστρεντερολόγο όπου……» μουρμούριζε ο Γιώργος καθώς ετοιμαζόταν να μπλεχτεί στα δύσβατα μονοπάτια της δημιουργίας. «Μυρτώ, δεν παίρνεις την μικρή να πάτε οι δύο σας; Έχω έμπνευση σήμερα. Κρίμα δεν είναι να πάει χαμένη;» της πέταξε με ενθουσιασμό.
Ο Γιώργος συνέχιζε να γράφει για κάμποση ώρα. Οι λέξεις πέρναγαν σε μορφή μηδέν και ένα στον σκληρό δίσκο διατηρώντας την παραδοσιακή τους εμφάνιση στην οθόνη του υπολογιστή, φέρνοντας του ανακούφιση και χαλαρότητα. Ναι, σύντομα θα άφηνε και πάλι το πληκτρολόγιο ικανοποιημένος, θα πρόσφερε στον εαυτό του ένα μαρτίνι με πάγο, θα έπινε στην υγειά του Καζαντζάκη, του Καραγάτση μ’ αυτή τη σειρά πάντα και όποιου άλλου του ‘ρχοταν  εκείνη τη στιγμή και θα επέστρεφε στα εγκόσμια για να κοιμίσει την κόρη του και να καθησυχάσει την Μυρτώ ότι όλα βαίνουν καλώς. Οι λογαριασμοί θα πληρωθούν διότι και αυτό το συγγραφικό του πόνημα θα στεφθεί με επιτυχία. Μπούρδες δηλαδή!
Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε κεφάτος, ασχολήθηκε με τα του οίκου του και κατά το μεσημεράκι έπιασε πάλι την πένα ή μάλλον το ποντίκι για να συνεχίσει. «Μα τι γίνεται εδώ;. Θυμάμαι καλά ότι ο Μάρκος έφυγε εσπευσμένα απ την πλατεία προς αναζήτηση γιατρού εξ αιτίας μιας επίμονης ενόχλησης στο στομάχι του. Πιο κάτω θα συναντούσε την ισπανίδα γαστρεντερολόγο και τελικά θα κατέληγε το βράδυ στο σπίτι της για δείπνο-θεραπεία. Που πήγε αυτό το κομμάτι;». Αυτά που είχε γράψει το περασμένο βράδυ έλαμπαν δια της απουσίας τους. Ο Μάρκος είχε αποφασίσει να έρθει σε ρήξη με τον δημιουργό του. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι» φάνηκε σαν να του λέει. «Να θέλεις ξαφνικά να με βγάλεις άρρωστο; Τόσο καιρό καλά ήταν που με πήγαινες πέρα δώθε με τα τρένα , τα λεωφορεία και τα ποδήλατα. Α, όχι, δεν γουστάρω λέμε τ’ ακούς; Εγώ είμαι μουσικός , σκάω μύτη σε μια υπέροχη πλατεία και δεν θα βγάλω το όργανο μου να παίξω; ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΑΩ ΜΕ ΜΙΑ ΙΣΠΑΝΙΔΑ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΟ, γι αυτό θα πάρω την ύπαρξη μου στα σοβαρά και θα κάνω αυτό που μ αρέσει». Το κείμενο που είχε καταστήσει άκυρη πλέον την λύση του συγγραφικού αδιεξόδου του Γιώργου είχε την ίδια έκταση με εκείνο που είχε γράψει αλλά εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Ο ήρωας του είχε παραμείνει στην πλατεία παίζοντας το όργανο του μέχρι αργά τ’ απόγευμα. Έπειτα ενώθηκε με μια παρέα τσιγγάνων και έφυγε για να κατασκηνώσει στο ποτάμι. Η βραδιά κύλησε με χορό, τραγούδι και καλή παρέα. Τελεία.
«Απλοϊκά φτιαγμένο», σκέφτηκε. «Δεν μπορεί να το ‘γραψα εγώ. Αποκλείεται.» . Το ‘σβησε εκνευρισμένος έκλεισε τον υπολογιστή και βγήκε για βόλτα. Ήθελε να ξεφύγει απ αυτό που του συνέβη, δεν είχε εξήγηση. Δεν πλησίασε το γραφείου του για εικοσιτέσσερις ώρες. Δεν μίλησε ούτε στην Μυρτώ. Το μυαλό παίζει πολλές φορές παιχνίδια. Μήπως είχε κενά μνήμης;
Το απόγευμα της επομένης είπε να ξορκίσει τον δαίμονα. Άνοιξε αποφασισμένος τον υπολογιστή και βρέθηκε μπροστά σε άλλη μια έκπληξη. Το κομμάτι που διέγραψε είχε επιστρέψει  αυτούσιο. Ο Γιώργος ήταν προληπτικός τύπος , πίστευε σε θεούς και δαίμονες και ενώ αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τα παράξενα και ανεξήγητα αυτού του κόσμου, στο τέλος τα αποδεχόταν. Το μυαλό του άρχισε να κάνει περιέργους συνειρμούς , μέχρι και το πνεύμα του χαμένου του φίλου του Τάκη επιστράτευσε για να εκλογικεύσει το παράλογο. Τύπωσε  όλο το σύγγραμμα του , έσβησε τα περιεχόμενα του υπολογιστή και τον πέταξε στα σκουπίδια. Παράχωσε στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης του το ημιτελές βιβλίο και αποφάσισε να μην ξανασχοληθεί μ’ αυτό. «Αν το πετάξω θα είναι σαν να παραδέχομαι ότι ο Τάκης δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ………»

Αρκετά χιλιόμετρα μακριά ο ήλιος έλαμπε πιο καυτός και οι άνθρωποι φορούσαν μακριά λευκά υφάσματα  τυλιγμένα γύρω απ’ τα κορμιά τους για να προστατευτούν από την ανυπόφορη ζέστη. Μα, τι σχέση να χει τούτο εδώ το μέρος με την ταινία που τόσο είχε αγαπήσει μικρός ο Τάκης; Εκεί φαινόντουσαν όλα μουντά και σκοτεινά. Θες επειδή ήταν παλιά η κόπια, επειδή ήταν μαυρόασπρη, ή μήπως εξ αιτίας της Μπέργκμαν που τον γοήτευε στα χρόνια της εφηβείας του. Καζαμπλάνκα έλεγαν και λένε ακόμα πολλοί και νομίζει κανείς ότι μόλις πατήσει το πόδι του σ’ αυτή την πόλη θα τον καλωσορίσει  ο Μπόγκυ και η παρέα του. Οι ανεμιστήρες θα δροσίζουν τον ταλαιπωρημένο επισκέπτη και ο Σαμ θα παίζει τον ίδιο σκοπό.
Αυτά σκεφτόταν ο Τάκης καθισμένος κατάχαμα κάτω απ’ την τέντα της σκηνής που είχε στήσει εδώ και δυο εβδομάδες στην έρημο αναπολώντας τις πρώτες μέρες της διαμονής του στο Μαρόκο. Αυτά και κείνα που άφησε πίσω. Την ζωή στην Αθήνα, την Ζωή στην Αθήνα και τον γιό του τον Δημήτρη που θα κλεινε τώρα αισίως τα δεκαέξι του χρόνια. Κάποια στιγμή άρχισαν όλα να μην έχουν νόημα. Δούλευε απ τα είκοσι σαν μουσικός, στην αρχή με όνειρα και έπειτα που άρχισαν οι υποχρεώσεις, χωρίς! Η καριέρα που ποτέ δεν ήρθε, ο γάμος που ξέφτισε, ρουτίνιασε , έχασε τον αυθορμητισμό και τον ερωτισμό του και ΔΕΝ μετατράπηκε σε μια καλή φιλία. Η σχέση με τον γιό του ήταν ξεχωριστή μα τελικά όχι αρκετή για να τον κρατήσει πίσω. Ένοιωθε ότι πνιγόταν. Ριζική αλλαγή ήταν η λύση. Κάτι που θα τον ταρακούναγε, θα τον απελευθέρωνε. Πολύ συχνά στην ζωή του ένοιωθε αυτή την πίεση αλλά υπέκυπτε όπως χαρακτηριστικά έλεγε στον κολλητό του διότι την θεωρούσε εν τέλει ιδιοτροπία του χαρακτήρα του, να αισθάνεται δηλαδή συχνά πυκνά εγκλωβισμένος. Η γυναίκα του εξέλαβε την στάση του σαν μια κρίση ηλικίας και αρσενικής ανευθυνότητας και τον άφησε να πάει στην ευχή του Θεού ή στην προκειμένη περίπτωση του Αλλάχ. Θα επέστρεφε με την ουρά στα σκέλια έλεγε στις φίλες της. «Ο Τάκης κατά βάθος θέλει να νοιώθει την ασφάλεια του χρήματος και παράλληλα να κάνει τις μικρές του επαναστάσεις. Κλασική περίπτωση μεταμοντέρνου αριστερού».
Η νοητική περιπλάνηση στο παρελθόν έλαβε τέλος καθώς το βλέμμα του Τάκη άρχισε να παρατηρεί τις θολές σιλουέτες που πλησίαζαν προς το μέρος του απ’ το αμμώδες άπειρο. «Μα θα χουμε παρέα μου φαίνεται σήμερα» φάνηκε να λέει στην ταλαιπωρημένη θήκη του σαξοφώνου. «Τι ηλίθια ιδέα να το κουβαλήσω κι αυτό μαζί μου. Σάμπως θα μπορούσα να φυσήξω μ’ αυτές τις καταραμένες αμμοθύελλες;». Οι φιγούρες φάνηκαν να κινούνται πλέον ταχύτερα στην άμμο απ’ ότι θα μπορούσε και ο πιο έμπειρος βεδουίνος και ο ξενιτεμένος μουσικός άρχισε να διακρίνει πια τα πρόσωπα τους.
«Α, τώρα μάλιστα. Λένε πως αυτοί που διψάνε ‘βλέπουν’ λίμνες και τρεχούμενα νερά, φοίνικες, σκιά για να ξαποστάσουν. Έμενε μου ‘λαχε το σόι και ο Τσάρλυ Πάρκερ; Καλώς την μαμά. Τι νέα;». Η μητέρα φορούσε το αγαπημένο της καφέ παλτό. Πέρασε από μπροστά του δίχως να του μιλήσει. Έπειτα ακολούθησε ο πατέρας του με ένα πορτοκαλί σωλήνα στο στόμα κουνώντας το κεφάλι του, παραμιλώντας  για νοθεία στις τελευταίες εκλογές. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια λίγο πριν μπει στην εντατική και ταξιδέψει για τον άλλο κόσμο. Ο Πάρκερ προσπέρασε γρήγορα τον πατέρα του και φώναξε σε άπταιστα ελληνικά «έχω αργήσει πάλι και ποιός ακούει τον Ντίζι*». Στο τέλος φάνηκε ο γιός του ο οποίος όσο πλησίαζε μεγάλωνε και γινόταν γέρος με άσπρες τούφες ντυμένος σαν έφηβος.
Μια γερή σκουντιά στον ώμο τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Θα με πήρε ο ύπνος» σκέφθηκε. Ο λαιμός του ήταν ξερός, γεμάτος χώμα. Καθώς έσκυψε να πιάσει το φλασκί με το νερό μια δεύτερη σκουντιά τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως δεν είχε ξυπνήσει οικιοθελώς απ’ το όνειρο του. Γύρισε απότομα απ’ την άλλη μεριά και είδε καθισμένο οκλαδόν ένα άντρα κάπου εκεί γύρω στα μέσα της τρίτης δεκαετίας του που φορούσε ένα φθαρμένο μαύρο σαλβάρι και μια κοντομάνικη λευκή μπλούζα. Ήταν μελαχρινός σαν και κείνον και ασυνήθιστα καθαρός. «Γειά» είπε εύθυμα και πρόσθεσε «τελικά το Μαρόκο δεν είναι δα και τόσο μεγάλο».
«Τι εννοείς;» απόρησε ο Τάκης.
«Σ’ έψαχνα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθούμε. Μην κοιτάς που είμαι όλο χαμόγελα. Εξαιτίας σου. Εσένα είχε στο νου του ο φίλος μας όταν με δημιούργησε».
«Α, μάλιστα. Είπα και εγώ. Και να δεις για μια στιγμή που νόμισα ότι είχα ξυπνήσει. Δεν φωνάζεις και το σόι μου να τα πούμε παρέα; Κερνάω νερό!»
«Κοίτα, σε ξύπνησα πριν από λίγο δεν έχω ιδέα τι έβλεπες. Εγώ δεν ονειρεύομαι παρά μόνο κατόπιν εντολής. Είμαι ένας εγκλωβισμένος ήρωας …..».
«Α, έτσι πες μου. Τώρα κατάλαβα και τι μπορώ να κάνω για να σε σώσω;». Ο Τάκης έριξε μια φευγαλέα ματιά στους αμμόλοφους αναζητώντας μάταια τους πρωταγωνιστές του ονείρου του.
«Ας μην μακρηγορούμε λοιπόν. Με λένε Μάρκο και για εννέα κεφάλαια βρισκόμουν στις σελίδες του τελευταίου συγγράμματος του φίλου σου του Γιώργου. Κάποια στιγμή ήρθα σε ρήξη με τον κολλητό σου και επαναστάτησα. Αποτέλεσμα; Με έβαλε στο ράφι και έκτοτε προσπαθώ μέσα από χιλιάδες σελίδες άλλων βιβλίων και με τη βοήθεια συναδέλφων να σε βρω. Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Ο χρόνος μου τελειώνει. Εάν δεν επικοινωνήσεις με τον Γιώργο σε λίγες μέρες η ύπαρξη μου θα σβήσει. Δεν θα μπορέσω να επιστρέψω στη βιβλιοθήκη. Κρίμα δεν είναι;»
Ο Τάκης τον άκουγε βουβός πλέον. «Θα τελειώσει κάποια στιγμή αυτό, δεν θα τελειώσει; Κι αν ξανάρθω σε τούτα δω τα μέρη να μου τρυπήσεις το σαξόφωνο» σκεφτόταν.
«Κι αν ολοκληρωθεί το βιβλίο θα πεις, δεν θα σταματήσω να υπάρχω; Όχι ακριβώς. Όπως εσείς συντηρήστε στην μνήμη των αγαπημένων σας όταν φεύγετε απ’ τη ζωή έτσι και εγώ πρέπει να φτάσω μέχρι το τέλος του συγγράμματος για να συμπληρώσω την δική μου γεμάτη με σκέψεις και λέξεις πορεία». Ο Μάρκος σηκώθηκε ψιθυρίζοντας τα τελευταία λόγια. «Ήρθε η στιγμή να φύγω φίλε. Αισθάνομαι αδυναμία. Μην με ακολουθήσεις γιατί δεν ξέρω που πάω». Καθώς έβγαινε απ’ την σκηνή ένας δυνατός άνεμος έστειλε μυριάδες κόκκους άμμου στα μάτια του Τάκη καθιστώντας αδύνατη την λειτουργία τους για μερικά δευτερόλεπτα. «Και κάτι άλλο» έσπευσε να προσθέσει με όση ενέργεια του είχε απομείνει «ο γιός σου έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το βιβλίο αυτό. Μην τον απογοητεύσεις ….πάλι».
Όταν πια το βλέμμα του καθάρισε ο παράξενος ξένος περπατούσε αργά αφήνοντας αχνές πατημασιές στο αφράτο χώμα. Έκανε να τον προφθάσει μα όσο και αν άνοιγε το βήμα του η απόσταση παρέμενε σταθερή. Τον φώναξε μα ο ήχος που βγήκε απ’ το στόμα του πνίγηκε στην ξαφνική σιωπή της ερήμου.
Το επόμενο πρωί ο Τάκης είχε περάσει τα στενά του Γιβραλτάρ και βρισκόταν ήδη στην Ταρίφα**. Μόλις κατέβηκε απ’ το πλοίο μπήκε σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και σχημάτισε το νούμερο του καλού του φίλου.  «Τάκη που είσαι;» τον ρώτησε συγκινημένος μόλις τον άκουσε εκείνος.
«Επιστρέφω παλιόφιλε, επιστρέφω. Σε δυο μερούλες. Θα πάμε για μπύρες στο Σούνιο, στις κολώνες;».
«Το ρωτάς;»
«Σ αφήνω γιατί είμαι σχεδόν άφραγκος. Θα επιστρέψω με ωτοστόπ. Όπως θα έκανε κι ο Μάρκος!» Η σύνδεση τερματίστηκε απότομα. Ο Γιώργος έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος τις σκοτεινές χαραμάδες του ακουστικού. Έπειτα έστρεψε το κεφάλι του προς την βιβλιοθήκη. Στο τελευταίο ράφι προεξείχε η χάρτινη ράχη του ατελούς συγγράμματος. Με μια κίνηση το έφερε μπροστά του και με χέρια που έτρεμαν άνοιξε την τελευταία σελίδα.
«Κεφάλαιο εννέα» μουρμούρισε «ο Μάρκος αποφασίζει να επιστρέψει……….» 

                                                                                 Τέλος 

*Ντίζι Γκιλέσπι, Τσάρλυ Πάρκερ το ανεπανάληπτο δίδυμο της τζαζ που άφησε εποχή στα τέλη της δεκαετίας ’40 και αρχές της δεκαετίας ’50.

**λιμάνι της Ισπανίας  απέναντι από την Αφρική
Σπύρος Γλύκας 2012
(http://www.iviskospublications.gr/title.php?id=18)




Σχόλια