Βοήθεια



«Βοήθεια». Αυτή η λέξη ξεκίνησε να περιφέρεται στον φωταγωγό και έφθασε στο παράθυρο της κουζίνας μου καθώς βύθιζα πεινασμένη το πιρούνι μου σε ένα μπιφτέκι που μόλις πριν από λίγα λεπτά είχα ψήσει. Πόσο κουρασμένη ήμουν, πόσο ήθελα να φάω με την ησυχία μου και να ξαπλώσω για λίγη ώρα παίρνοντας δυνάμεις για την βραδινή μελέτη.  Μόλις είχα γυρίσει απ’ την βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου ύστερα από μια τρίωρη παραμονή αναζητώντας στοιχεία για την πτυχιακή μου εργασία. Όχι το θέμα της δεν ήταν τα σωστικά συνεργεία, οι διασώστες ή οι πρώτες βοήθειες που τρύπωσαν στις εγκεφαλικές μου κυψέλες διακόπτοντας την επικοινωνία με την γεύση αλλά μια συγκεκριμένη χρονική περίοδος μιας γνωστής τοπικής ζωγράφου. Ήμασταν ελεύθεροι να προτείνουμε οτιδήποτε είχε σχέση με τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό για να τελειώσουμε τον τετραετή κύκλο σπουδών φτάνει να γινόταν δεκτό απ’ την επιτροπή του Ιδρύματος. «Βοήθεια». Δεύτερη φορά. Αν και ημιτελής ηχητικά, δυο γράμματα έλειπαν και τις δυο φορές που ακούστηκε, θα ‘πρεπε να ‘χει κανείς πρόβλημα με τ’ αυτιά του για να μην καταλάβει ότι κάποιος άνθρωπος, το πιο πιθανό γυναίκα και μάλιστα κάποιας ηλικίας βρισκόταν σε ανάγκη. Σηκώθηκα και πλησίασα στο παράθυρο που έβγαινε στον φωταγωγό. Ησυχία. Πέρασε ένα διάστημα ικανό να με ανησυχήσει αρκετά. Σκέφθηκα να καλέσω την αστυνομία. Ήταν απ’ τις ελάχιστες φορές που είχα βρεθεί μεσημέρι στο μικρό διαμέρισμα που είχα νοικιάσει πριν από τρία χρόνια στην Λισσαβώνα. Δεν είχα καταφέρει να καταλύσω στην φοιτητική εστία και αναγκάστηκα να φορτώσω στους γονείς μου άλλο ένα έξοδο πιάνοντας μια γκαρσονιέρα σε μια συνοικία πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης. Η γκρίζα πολυκατοικία ήτανε σε κακή κατάσταση είχε  επτά ορόφους, εκατό διαμερίσματα και απ’ το μοναδικό μπαλκονάκι του σπιτιού μου έβλεπα τον ακάλυπτο χώρο, ένα άλλο παρόμοιο κτίριο και ατελείωτες σειρές από απλωμένα ρούχα. «Βο..θε..α». Αυτή τη φορά μου φάνηκε ότι ακούστηκε πιο απελπισμένα και ήμουν σίγουρη πως ερχόταν απ’ τον πάνω όροφο. Δεν θα έχανα άλλο χρόνο. Φόρεσα μια ζακέτα, έβαλα τα σαραβαλιασμένα αθλητικά μου κι ανέβηκα δυο δυο τις σκάλες. Οι διάδρομοι έμοιαζαν πολύ με νοσοκομείο. Βαμμένοι τοίχοι με πλαστική κρεμ μπογιά σου έδιναν την αίσθηση πως είχαν γλίτσα στην επιφάνεια τους. Υπολόγισα την θέση του δικού μου σπιτιού και κοντοστάθηκα σε μια γωνία. Δυο πόρτες αριστερά και μια δεξιά αποτελούσαν τις πιθανές επιλογές μου. Δίχως να χάσω χρόνο χτύπησα διαδοχικά τα κουδούνια στις πρώτες δυο. Η πρώτη πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια μελαμψή κοπέλα με μακριά μαλλιά και μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μελιά της μάτια. Σε χαμηλή ένταση ακουγόταν ένα γνωστό τραγούδι των Red Hot Chili Peppers. «Τι θες;» μου έκανε. Της εξήγησα.

«Κοίτα, σε λίγο θα με έπαιρνε ο ύπνος και μου τη χάλασες χωρίς λόγο. Μάλλον την γριά του 32Α θ’ άκουσες. Κάθε τρεις και λίγο η ίδια ιστορία. Αφού την έχει μάθει όλο το κτίριο. Καινούργια θα ‘σαι».

«Μένω τρία χρόνια εδώ» της είπα.

«Ε, τότε μήπως ήσουν μέχρι χθες κουφή γιατί αλλιώς δεν εξηγείται. Πάντως μιας και μιλήσαμε .... με λένε Μάλια και δουλεύω στο Μπάιρο Άλτο, σε ένα μπαράκι. Πέρνα άμα θες κάνα βράδυ να τα πούμε». Χάθηκε για ένα λεπτό μέσα και ξαναγύρισε με μια μωβ καρτούλα. «Να, πάρε. Έχει ωραίο κόσμο, θα δεις». Μου ‘κλεισε το μάτι με νόημα.

«Με λένε Χαρά» της απάντησα προτείνοντας το χέρι μου «χάρηκα και ευχαριστώ για την πρόσκληση».

«Τι έγινε; Πιάσαμε κουβεντούλα; Εσείς παίζετε με τα κουδούνια;». Η δεύτερη πόρτα από αριστερά είχε ανοίξει. Ένας άντρας γύρω στα 50, αξύριστος με ανακατωμένα μαλλιά και ένα πουράκι στο στόμα μας είχε απευθύνει το λόγο.

«Ωχ, εσύ μας έλειπες. Χαρά επειδή βαριέμαι να μιλάω με τον τύπο την κάνω. Τα λέμε».

«Έτσι είναι η Μάλια. Αναιδέστατη. Αλλά για πες μου, γιατί μου χτυπήσατε;»

Εξήγησα και πάλι τον λόγο και έλαβα την ίδια απάντηση. Η γριά με την παράξενη συνήθεια να ζητάει βοήθεια χωρίς λόγο. Κάτι σαν το παραμύθι με τον ψεύτη βοσκό και τον λύκο. Είχα αποφασίσει να δω αν τελικά ο λύκος θα ερχόταν να φάει τα πρόβατα και κανείς δεν θα έσπευδε να βοηθήσει τον βοσκό νομίζοντας πως τους λέει ψέματα και πάλι. Διάβασα το κιτρινισμένο καρτελάκι που βρισκόταν σε ένα μπρούντζινο πλαίσιο κάτω απ’ το κουμπί του κουδουνιού. ‘Κυρία Φάγιας’. Το ματάκι της πόρτας είχε μαυρίσει. Κάποιος βρισκόταν από πίσω και με παρακολουθούσε. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να επιστρατεύσω τον ηλεκτρισμό και τον ήχο για να κινήσω την προσοχή. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, με βαθιές ρυτίδες στις άκρες των ματιών και του στόματος που  θα μπορούσαν να προδίδουν εκατομμύρια συσπάσεις καλοσύνης και χαμόγελου με καλησπέρισε ευγενικά. Τίποτα στην μορφή της, στον τρόπο που μου μίλησε δεν πρόδιδε αναστάτωση. Ξαφνικά ένοιωσα ντροπή. Τι να της έλεγα; Ότι έσπευσα να την βοηθήσω επειδή νόμισα πως κινδύνευε; Μα δεν μου ερχόταν και τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή.

«Πέρασε, θα μου πεις μόλις κάτσεις για ποιο λόγο ήρθες να με βρεις. Καφέ;». Δεν ήταν και στις προθέσεις μου να βρεθώ σε ένα ξένο σπίτι για καφέ με μια γιαγιά που μπορεί να έκρυβε κάποια διαταραγμένη προσωπικότητα ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω με περίμεναν δυο στοίβες από βαριά βιβλία, λεξικά, φωτοτυπίες και ασύνδετες σημειώσεις σαν άλλοι πύργοι της Βαβέλ έτοιμοι να τσακίσουν την πνευματική μου ακεραιότητα. Το διαμέρισμα ήταν άνετο, πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο χρειαζόταν για να ζήσει ένας άνθρωπος, διακοσμημένο με ασυνήθιστα λιτά έπιπλα που παρέπεμπαν στις αρχές τις δεκαετίας του 60. Οι τοίχοι στο καθιστικό ήταν σχεδόν άδειοι με δυο μεγάλες μεταξοτυπίες να δεσπόζουν πάνω από ένα δερμάτινο καναπέ. Η μια απεικόνιζε ένα ιμπρεσιονιστικό τοπίο με ένα γκριζωπό ανεμόμυλο να τραβάει το μάτι κάπου στα δυο τρίτα της συνθέσεως και η δεύτερη ένα σοβαρό κύριο με μια πίπα στο στόμα που καθόταν στην μέση του πουθενά σε μια μπαμπουδένια κουνιστή καρέκλα  σε κάποιο χωράφι αγναντεύοντας το μέλλον της ανθρωπότητας. Ξέχασα που ήμουν για λίγο, αφαιρέθηκα χαζεύοντας καταμεσής του σαλονιού τα δυο κάδρα. Στο μεταξύ η κυρία Φάγιας μου ετοίμασε ένα φλιτζάνι περαστό καφέ που άπλωσε το άρωμα του στο σπίτι ενημερώνοντας με για την επικείμενη άφιξη του. Αναρωτήθηκα πώς μια φαινομενικά συμπαθητική ηλικιωμένη γυναίκα είχε δημιουργήσει τέτοια στρεβλή εικόνα στους γείτονες της. Απ’ την άλλη μεριά του δωματίου υπήρχε ένα σιδερένιο τρίποδο που συγκρατούσε ένα τετράγωνο λευκό πίνακα σαν κι αυτούς που χρησιμοποιούνται στις αίθουσες διδασκαλίας. Ένας μπλε μαρκαδόρος είχε διανύσει οριζοντίως και καθέτως αρκετές φορές την γυαλιστερή επιφάνεια του σχηματίζοντας εν τέλει κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα.

«Βλέπω πως σας αρέσει η ζωγραφική» μου είπε  καθώς άφηνε ένα ξύλινο στρογγυλό δίσκο με ένα φλιτζάνι και λίγα μπισκότα πάνω στο θαμπό γυαλί του μεταλλικού τραπεζιού που βρισκόταν κοντά μου.

«Ναι, πάρα πολύ. Η πτυχιακή που ετοιμάζω για το Πανεπιστήμιο έχει σαν θέμα της το έργο μιας τοπικού ζωγράφου, της Vieira da Silva*  » της απάντησα.

«Την έχω ακουστά, κάπως μοντέρνα για τα γούστα μου είναι η αλήθεια. Είστε φοιτήτρια λοιπόν. Εδώ γεννηθήκατε;»

«Όχι, είμαι  Ελληνίδα απ’ την Λάρισα και σπουδάζω Ευρωπαϊκό πολιτισμό.»

«Ελληνίδα; Μα εσείς μιλάτε άψογα τα πορτογαλέζικα. Μπράβο σας. Έχω επισκεφθεί την χώρα σας. Υπέροχη». Τελειώνοντας την φράση της έριξε ένα βλέμμα στον πίνακα.

«Με την αδερφή μου την Μαρία» είπε δείχνοντας το όνομα που ήταν γραμμένο κάτω απ’ την στήλη που είχε σαν κεφαλίδα την μέρα Τρίτη, «είχαμε περάσει ένα αξέχαστο καλοκαίρι στις Κυκλάδες το 1966». Έπιασε να μου διηγείται τις διακοπές της στην Μήλο, την Πάρο και την Νάξο. Η αδερφή της ήταν παντρεμένη με τον καλύτερο φίλο και κουμπάρο του συζύγου της. Οι δυο τους παράτησαν άντρες και παιδιά και έκαναν το πρώτο τους ταξίδι μαζί ύστερα από πολλά χρόνια έγγαμου βίου και οικογενειακών υποχρεώσεων.

«Αν επιτρέπεται σε τι εξυπηρετεί ο πίνακας;» την ρώτησα γεμάτη περιέργεια.

«Ο πίνακας με κρατάει ζωντανή. Όλα αυτά τα ονόματα που βλέπεις γραμμένα είναι από πρόσωπα που έφυγαν. Είναι οι άνθρωποι που σημάδεψαν την ζωή μου. Έχω μείνει μόνη. Εντελώς. Η κόρη μου βρίσκεται πολύ μακριά από δω, στην Βραζιλία και την βλέπω σπάνια , δυο με τρεις φορές τον χρόνο. Έχει παντρευτεί ένα ντόπιο αεροπόρο και δουλεύει μαζί του στις τοπικές αερογραμμές. Δεν τα πάμε και τόσο καλά. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία». Το πρόσωπο της συννέφιασε για πρώτη φορά εκείνο το μεσημέρι. «Κάθε μέρα φέρνω στο νου περιστατικά που αντιστοιχούν στο πρόσωπο που έχω σημειώσει και με τη βοήθεια των φωτογραφιών αντιμετωπίζω την νοσταλγία». Στο κάτω μέρος του τετράγωνου τραπεζιού υπήρχαν λευκώματα γεμάτα με έγχρωμα και μαυρόασπρα στιγμιότυπα  τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο που τα πολύχρωμα εξώφυλλα τους μου θύμιζαν τον κύβο του Ρούμπικ**. Έπιασε ένα απ’ αυτά και το άνοιξε σε μια σελίδα με φωτογραφίες από εκείνο το καλοκαίρι του 66. Ενόσω συνέχιζε την αφήγηση της αμύνθηκα της βαρεμάρας  που απειλούσε να κάνει την εμφάνιση της με την μορφή της αδιαφορίας στην έκφραση μου, τοποθετώντας εαυτόν στη θέση της λαλίστατης γιαγιάς, ούσα ανέμελη σε μια Μήλο σχεδόν ανεξερεύνητη με λιγοστούς επισκέπτες στις εξωτικές αμμουδιές της, παρέα με την Ζωή την καλύτερη μου φίλη με το πλεονέκτημα της έγκαιρης επιστροφής στην κουκλίστικη Λισσαβώνα λίγους μήνες πριν η Χούντα κηλιδώσει την ιστορία της χώρας μου.

«Δεν θέλω να πεθάνω» μου δήλωσε ξαφνικά. «Θα δεις και εσύ όταν θα μεγαλώσεις. Γερνάμε βιολογικά όχι ψυχικά. Φτάνει μια στιγμή και αναρωτιέσαι γιατί σε εγκαταλείπει σιγά σιγά ο οργανισμός σου ενώ εσύ δεν αισθάνεσαι ότι παίρνεις μέρος σ’ αυτή τη φθορά. Αλλά οι άνθρωποι σου που αναχωρούν για εκεί που ο καθένας θέλει να πιστεύει ότι πάνε τοποθετούν σ’ αυτή την αναπόφευκτη πορεία  τα προειδοποιητικά σήματα. Ο δρόμος στενεύει, ανηφορίζει και εσύ δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να τον ακολουθείς. Οι αναμνήσεις είναι τα σημεία που σταματάς για να ξαποστάσεις και να κοιτάξεις τη θέα που όσο πάει γίνεται και πιο δυσδιάκριτη».

«Μα δεν σας είπα ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψης μου» της πέταξα. Δεν άντεχα άλλο, είχε αρχίσει και με επηρέαζε η σκοτεινή φιλοσοφία της.

«Ναι, αλήθεια. Η καλή παρέα σε κάνει να ξεχνάς». Μου χαμογέλασε με νόημα. «Για πες μου λοιπόν». Της διηγήθηκα για την λέξη που μου χάλασε την όρεξη και με έκανε να φαντάζομαι ηλικιωμένες γυναίκες με σπασμένα μέλη από αναπάντεχες πτώσεις ανήμπορες να εξυπηρετήσουν τον εαυτό τους.

«Ώστε ανησύχησες καλή μου. Ευτυχώς. Αυτό δείχνει πως νοιάζεσαι γιατί αν πεις για κάτι άλλους που μένουν πιο κοντά μου …. Έλα αύριο αν θέλεις να μάθεις τι συμβαίνει πραγματικά». Έφυγα κάπως εκνευρισμένη. Γιατί να πρέπει να περιμένω άλλη μια μέρα; Τόσο σημαντικό ήταν ή απλώς η κυρία Φάγιας έπαιζε με την περιέργεια μου; Αποφάσισα να μην την ξαναδώ και στρώθηκα στο διάβασμα. Κατά τις 11 το βράδυ έβαλα μια άνω τελεία και ετοιμάστηκα για βραδινή έξοδο. Οι φίλοι μου με περίμεναν στην ταράτσα του επιβλητικού ανελκυστήρα της Santa Justa*** πίνοντας μπύρες, χαζεύοντας για μια ακόμα φορά από ψηλά την θέα της φωτισμένης πόλης. Ήταν το αγαπημένο σημείο συνάντησης. 45 μέτρα μας χώριζαν απ’ τους κοινούς πεζούς, απόσταση ικανή να αμβλύνει τα προβλήματα του καθενός και να γεμίσει το βλέμμα με όμορφες εικόνες. Είτε κοίταζες στο τέρμα του ορίζοντα πασχίζοντας να βρεις την τελευταία πηγή φωτός είτε κοιτάζοντας κάτω στους δρόμους όπου άνθρωποι και οχήματα, πλατείες, κτίρια  και στενοί δρόμοι έμοιαζαν να αποτελούν  μέρος μιας όμορφης ζωντανής μακέτας  σαν κι αυτές που με πολύ μεράκι έφτιαχνε ο αδερφός μου όταν ήμασταν μικρά και που με πολύ παιδικό μίσος φρόντιζα κάθε φορά να καταστρέφω.

Η μωβ κάρτα που μου είχε δώσει η Μάλια ταίριαζε απόλυτα με το χρώμα που επικρατούσε στον εσωτερικό χώρο του μαγαζιού που δούλευε σαν σερβιτόρα. Τραπέζια δεν υπήρχαν μονάχα κάποιες μπάρες όπου μπορούσες να ακουμπήσεις το ποτό σου και να ακούσεις χορευτικές επιτυχίες του περασμένου αιώνα. Στις 12 τα μεσάνυχτα δεν είχε μαζέψει ακόμα αρκετό κόσμο άλλωστε για τους φοιτητές ήταν περίοδος εξετάσεων και έτσι η νέα μου φίλη στάθηκε για λίγο μαζί μας κερνώντας μας μια γύρα σφηνάκια.

«Τελικά τι έγινε με την κυρία Φάγιας; Σώθηκε; Σώθηκες;» μου είπε χαμογελώντας.

«Άστα, μ’ έπιασε κατάθλιψη, τι το ‘θελα. Η γιαγιά είναι χαμένη στις αναμνήσεις της και αμπελοφιλοσοφεί με κάθε ευκαιρία. Άσε που δεν έμαθα για ποιο λόγο φωνάζει βοήθεια. Έτσι θα καταντήσω και εγώ αν με το καλό φθάσω τα χρόνια της;»

«Όσο γι αυτό έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου. Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Κοίτα τον τύπο που σε χαζεύει από απέναντι».

«Εμένα  χαζεύει ή το στήθος μου;»

«Και εσένα και αυτό!» μου πέταξε και έφυγε ξαφνικά για να εξυπηρετήσει κάποιους που μόλις πέρναγαν το κατώφλι της εισόδου. Όταν κάμποση ώρα αργότερα αναχωρούσα αγκαλιά με τον Ισπανό που με φλέρταρε μου χαμογέλασε πονηρά λέγοντας μου «Καλό διάβασμα!».

Την άλλη μέρα σηκώθηκα με ένα πονοκέφαλο και με ένα μαντράχαλο να κοιμάται στο κρεβάτι τυλιγμένος με τα πράσινα σεντόνια μου. «Ωραία» σκέφθηκα. «Συμβουλές για το πώς να οργανώσετε την μελέτη σας απ’ την Χαρά». Οι τύψεις έσβησαν με ένα φιλί απ’ τον εφήμερο εραστή μου. Δώσαμε ένα αόριστο ραντεβού στο άμεσο μέλλον και έπειτα επέστρεψα στο παρελθόν που αφορούσε την ζωή της Vieira da Silva. Ο χρόνος άρχισε να κυλάει γρήγορα κι αυτό σήμαινε πως είχα βρει επιτέλους ρυθμό. Η εργασία μου έπαιρνε σιγά σιγά μορφή. Αλλά να που καθώς το φως του μεσημεριού πέρναγε μέσα απ’ τις σκονισμένες περσίδες και μοίραζε  κίτρινες ρίγες στο ταλαιπωρημένο ξύλινο πάτωμα του δωματίου, η ίδια ομάδα από  2 σύμφωνα, 1 δίφθογγο και 3 φωνήεντα αντήχησε και πάλι στον φωταγωγό τόσο δυνατά που θα ορκιζόμουν ότι είχαν κερδίσει κάποιο πρωτάθλημα. «Βοήθεια». Μέχρι να σηκωθώ για να κλείσω το παράθυρο της κουζίνας και να απομονώσω αυτή την κάλπικη έκκληση η λέξη άλλαξε μορφή και ο ήχος μου θύμισε κάτι απ’ τα παιδικά μου χρόνια. «Χαρά». Η γριά είχε βαλθεί να με διακόψει. Και αν συνέχιζε να φωνάζει το όνομα μου βγαίνοντας στον διάδρομο; Ίσως και να επινοούσα πλέον αφορμές για να ανέβω ξανά στο διαμέρισμα της  δικαιολογώντας έτσι στον εαυτό μου την αιφνίδια αναίρεση της προηγούμενης απόφασης μου. Το σώμα μου φαινόταν να το είχε αποφασίσει πριν από μένα και έτσι βρέθηκα για δεύτερη φορά μέσα σε εκείνο το ευρύχωρο σαλόνι με ένα φλιτζάνι περαστό καφέ στο χέρι και με την κυρία Φάγιας να λάμπει εξ αιτίας της παρουσίας μου. Στην μέση του δωματίου υπήρχε μια μικρή μηχανή προβολής και η μια απ’ τις δυο μεταξοτυπίες είχε αντικατασταθεί με ένα κιτρινισμένο κινηματογραφικό πανί.

«Θα αναρωτιέσαι βέβαια για ποιόν λόγο δεν σου αποκάλυψα χθες το μυστικό μου. Αλλά είναι απλό. Ήθελα να διαπιστώσω αν όντως ενδιαφέρεσαι ή απλώς όταν κατάλαβες πως τίποτα σοβαρό δεν συμβαίνει θα με αγνοούσες και θα συνέχιζες την ζωή σου όπως πριν κλείνοντας τ’ αυτιά σου κάθε φορά που θα τύχαινε να ξανακούσεις την λέξη. Απ’ όσους μένουν εδώ γύρω μόνο η ταχυδρόμος χτύπησε την πόρτα μου μια μέρα για να δει αν τρέχει κάτι και έπειτα δεν ξαναφάνηκε». Σκέφθηκα να της πω πως και εγώ το ίδιο παρ’ ολίγο να έκανα μα η περιέργεια είχε κερδίσει την μάχη με την ειλικρίνεια και η ανυπομονησία έδινε τον ρυθμό.

«Πριν από ένα χρόνο έχασα την Μάρτα την δίδυμη μου αδερφή» μου είπε ενώ παράλληλα μου έδειξε το όνομα της γραμμένο στον πίνακα. «Χθες ήταν η μέρα της. Στο σπίτι της λοιπόν μεταξύ άλλων βρήκα κι αυτή την μηχανή προβολής μαζί με μερικές ταινίες που είχαν τραβήξει οι γονείς μας όταν ήμασταν είκοσι χρονών. Απ’ τα πέντε καρούλια μονάχα ένα δεν είχε αλλοιωθεί». Τελειώνοντας την φράση έθεσε σε λειτουργία την μηχανή σβήνοντας τα φώτα. Θυμήθηκα τις προβολές παλιών βουβών  ταινιών που είχα παρακολουθήσει τον πρώτο χρόνο στο αμφιθέατρο της σχολής. Σε τόνους άσπρο, γκρι και μαύρο, μια κοπέλα έκανε κούνια, μια άλλη την παρακολουθούσε και μια ηλικιωμένη γυναίκα καθόταν σε μια αναπαυτική κουνιστή καρέκλα κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι.

«Είναι η γιαγιά μας. Καλοκαίρι του 52, στο εξοχικό μας στην Cascais. Έχουμε αποφασίσει να την τρομάξουμε. Δες τι θα γίνει σε λίγο. Η Μάρτα θα πέσει απ’ την κούνια και θα μείνει δήθεν αναίσθητη. Ούτε ο πατέρας μου που τραβάει το φιλμ δεν το γνώριζε. Η κακομοίρα η γιαγιά, τι τράβαγε απ’ την αδερφή μου». Σε λίγο βλέπω την κοπέλα στην κούνια να τραβιέται προς τα πίσω για να πάρει ακόμα μεγαλύτερη φόρα. Την στιγμή που βρίσκεται  στο ψηλότερο σημείο και αρχίζει πάλι να υποχωρεί προς τα πίσω δίνει ένα σάλτο και πέφτει άτσαλα στο έδαφος. Είναι τόσο παραστατικό που οποιοσδήποτε θα ανησυχούσε. Η Μάρτα παραμένει ασάλευτη πάνω στο γρασίδι και η γιαγιά πετιέται απ’ την καρέκλα φωνάζοντας ενώ η κυρία Φάγιας στέκεται όρθια δίπλα στο καρούλι που ξετυλίγεται και μιμείται τα βουβά της χείλη. «Βοήθεια», η γιαγιά πλησιάζει το κορίτσι, «βοήθεια» ξαναλέει δυνατά και κάθεται στον καναπέ χαμογελώντας. Η ταινία τελειώνει. Η κυρία Φάγιας έχει απομείνει να χαζεύει τον τοίχο. Δάκρυα κυλάνε τώρα στα μάτια της.

Για λίγο καιρό συνέχιζα να πηγαίνω στο διαμέρισμα 32Α . Γνώρισα κι άλλα κεφάλαια απ’ τη ζωή της, κι άλλους ανθρώπους. Κάποια μέρα έφυγε ήσυχα στον ύπνο της αφήνοντας τον απόηχο της λέξης ‘Βοήθεια’ να αναζητά μάταια την φωνή της στον φωταγωγό ….



Τέλος





*Maria Helena Vieira da Silva (1908–1992) Πορτογαλίδα ζωγράφος.

**Ο Κύβος του Ρούμπικ παιχνίδι puzzle που κυκλοφόρησε το 1980


***ανελκυστήρας της Santa Justa αξιοθέατο στην Λισσαβώνα

Σπύρος Γλύκας 2012

Σχόλια